Υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως…

Από τη μέρα που η Δημοτική Βιβλιοθήκη ενσωματώθηκε στο «πακέτο» της ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ, έχασε και την τελευταία πνευματική ικμάδα που ως κληρονομιά τής είχε απομείνει


 

Του Μπάμπη Γαμβρέλη

 


Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, πραγματοποιούνται στην Αθήνα κάποιες δημοπρασίες, το ενδιαφέρον των οποίων εστιάζεται και στη δημοπράτηση βιβλίων Ελλήνων συγγραφέων που αφορούν αποκλειστικά στις πρώτες εκδόσεις. Πρόσφατα, σε έναν από τους καταλόγους δημοπράτησης, οι ενδιαφερόμενοι (συλλέκτες και μη) είχαν τη δυνατότητα (και την ευκαιρία) να αποκτήσουν βιβλία όπως το Οδυσσέας του Νίκου Καζαντζάκη, το Οι τρίλιες που σβήνουν της Μαρίας Πολυδούρη, το Η αναδυομένη του Γρηγορίου Ξενόπουλου, το Έλευσις του Νίκου Εγγονόπουλου, το Αργώ ή Πλούς αεροστάτου του Ανδρέα Εμπειρίκου και πολλά άλλα της ίδιας ιστορικής (εννοείται και λογοτεχνικής) αξίας.

Απ’ ό,τι με πληροφόρησαν άνθρωποι που παρακολουθούν και συμμετέχουν σε αυτές τις δημοπρασίες –τώρα πια και μέσω διαδικτύου– ο μέσος όρος της τελικής τιμής σε αυτήν την κατηγορία δεν ξεπερνάει τα 100 με 130 ευρώ. Ποσό διόλου απαγορευτικό για όσους διακατέχονται από το «πάθος και το μεράκι» μιας τέτοιας συνήθειας και επιθυμίας.

Σε μια συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα, ο νους μου πήγε αμέσως στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, αναρωτώμενος αν οι πολιτικοί της υπεύθυνοι –με δεδομένο ότι οι πνευματικοί της έχουν χαθεί προ πολλού– ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την απόκτηση τέτοιων βιβλίων, οργανώνοντας ταυτόχρονα και μία σπάνια συλλογή, αυστηρά εκθεσιακή. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν παρόμοιες σκέψεις απασχολούν και αυτούς που έχουν επωμισθεί το «διοικητικό βάρος» της Δημοτικής Βιβλιοθήκης –του κορυφαίου, κατά τη γνώμη μου, και πιο «ακριβού» πνευματικού θεσμού της πόλης– αλλά αν κρίνω από τα «περιρρέοντα»… φέξε μου και γλίστρησα!

Δυστυχώς, από τη μέρα που η Δημοτική Βιβλιοθήκη ενσωματώθηκε στο «πακέτο» της ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ, έχασε και την τελευταία πνευματική ικμάδα που ως κληρονομιά τής είχε απομείνει. Βοηθούντος και της «ψύχρας» που αποπνέει το παντερμαλικής αισθητικής κτίριο το οποίο τη στεγάζει (με τις παρακείμενες καπναποθήκες να ρημάζουν), τίποτε πια δεν θυμίζει τις εποχές εκείνες που για το έργο και την πορεία της πάσχιζαν άνθρωποι που την «πονούσαν»! Άνθρωποι με άμεση σχέση με τα Γράμματα, τις Τέχνες και τον Πολιτισμό.

Η «αύρα» αυτή έχει χαθεί. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς εκδηλώσεις, χωρίς εκδοτική συνεισφορά, φυσικό να παραπαίει μεταξύ ελαφρότητας και παρακμής. Και προς μία δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία που απονευρώνει οτιδήποτε «ανήσυχο» και γόνιμο θα μπορούσε να παραχθεί.

Αυτά σκεφτόμενος και αφορμής δοθείσης, ξανάπιασα μετά από είκοσι χρόνια και βάλε το Αργώ ή Πλούς αεροστάτου και άρχισα να διαβάζω εν ηρεμία και… ερημία. Οι συνειρμοί, αυτονόητοι: Και ενώ οι επιβάται –τι λέγω, οι Αργοναύται– συνήρχοντο βραδέως από τας πρώτας ευχάριστους εντυπώσεις της περιπέτειας, ο οιακοστρόφος, ή, μάλλον, ο πηδαλιούχος, σαν μέσα από χονδρό κογχύλι, έκανε να πλαταγίζουν τα πανιά με την οργή του και εμέμφετο βουερά τους συντρόφους του, με ύβρεις και αιτιάσεις, δια την ραστώνην και την ολιγωρίαν των, λέγων ότι, με τέτοια καμώματα και με τέτοια στάσι, δεν θα αργούσε να έλθη μία εποχή, κατά την οποίαν, ο κάθε Αχιλλεύς και ο κάθε Ιάσων, θα ήσαν δέσμιοι, ή τουλάχιστον, δεσμευμένοι, ενώ θα ήσαν ελεύθεροι μόνον οι τέσσαρες άνεμοι, υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως…

Υ.Γ.: Προς αποφυγή (ή άρση) παρεξηγήσεων, στο παραπάνω κείμενο δεν «εμπλέκονται» οι υπάλληλοι της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Ξέχωρα από τον ζήλο και την αυταπάρνηση που επιδεικνύουν υπηρετώντας την. Το πνευματικό έργο της Βιβλιοθήκης είναι αποκλειστικά υπόθεση πολιτικών πρωτοβουλιών. Και επί αυτών οι κρίσεις και οι ενστάσεις.