Η πεταλούδα της λάμπας

Η Μεγάλη Εβδομάδα, εν μέσω πανδημίας, ενός συγγραφέα - Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και του Φεστιβάλ Φιλίππων γράφει για την Εφημερίδα των Συντακτών


 

Του Θοδωρή Γκόνη

 


Με τους δικούς μου έχουμε ταιριάξει ένα σινιάλο, ένα σφύριγμα, ένα σημάδι για τις γιορτές και τις μεγάλες μέρες, για να γνωριζόμαστε ό,τι κι αν συμβαίνει, όπου κι αν βρισκόμαστε. Είτε στο μέσα μέρος τ’ ουρανού, είτε στο έξω. Είναι το οικογενειακό μας μυστικό. Το βράδυ της Ανάστασης τους ακούω που φτάνουν πάντα βιαστικοί, ξέρω πως δεν έχουν πολύ χρόνο -πρέπει να ξαναφύγουν πριν ξημερώσει- έρχονται πάντα απ’ τους γιατρούς, από τα φάρμακα και τα νοσοκομεία, μήνες ολόκληρους και χρόνια στα σκαλοπάτια τους, στα ράντζα, στα κρεβάτια, στους διαδρόμους και τα χειρουργεία.

Ερχονται, τα έχουν όλα αυτά βαθιά, πολύ βαθιά κρυμμένα, δεν ξέρουν πως μεγάλωσα και πως γνωρίζω, τίποτα επάνω τους δεν προδίδει τις σιδερένιες πόρτες που έκλεισαν με πάταγο πίσω τους και μπροστά τους, φτάνουν με το γέλιο, με το δάκρυ αγκαλιά και τραγουδώντας το τραγούδι της Ανάστασης, ψιθυριστά, γλυκά, εγκάρδια και θερμά και κουβαλάνε χωρίς χέρια, δυο κάμπους, τους καρπούς τους και όλα τα άνθη τους, και τις λαμπάδες τις λευκές και τις γαλάζιες και περιμένουν από μένα τη φωτιά να ανάψουνε τη φλόγα τους, τα χείλη τους, κι αρχίζουν να μου μιλούν, να με γλυκορωτούν κι όλο κοιτάζουνε την πεταλούδα στο γυαλί της λάμπας, να δουν τον χρόνο που τους απομένει.

Βγάζω τα κόκκινα αυγά, τα κουλουράκια από τη μαξιλαροθήκη που κρέμεται απ΄ την οροφή, να μην τα φτάνω πριν έρθει η Λαμπρή, τα φέρνω στο τραπέζι, κόβω ψωμί απ΄ το καρβέλι που μοιραστήκαμε με τον ποντικό, κρέας ζεστό απ’ το αρνάκι μας που μεγαλώναμε μες στις δροσιές και τα τσαΐρια, βγάζω κρασί και στέκονται και με κοιτούν κι όλο ρωτούν για τις βροχές, τα χιόνια, τον καιρό, τον πετεινό αν είναι ακόμα στην αυλή και αν λαλεί τις ώρες τις σωστές, πού είναι πού πήγαν, πού πήγαμε όλοι εμείς οι άνθρωποι κι είμαι μονάχος μου μια τέτοια μέρα και δεν αγγίζουν τίποτα, μόνο κάποια στιγμή παίρνουν το κόκκινο τ’ αυγό και μου ζητούν να το τσουγκρίσουμε και μου βάζουν στο χέρι εκείνο το παλιό το παιδικό το ξύλινο αυγό που μου είχαν φτιάξει ολόιδιο με αληθινό, κατακόκκινο, για να κερδίζω πάντα, να μη χάνω.

Κάθονται τώρα ραγισμένοι εκεί απέναντί μου και με βλέπουνε και δεν μπορούν να με αγκαλιάσουν, μα ούτε κι εγώ, κι ούτε να προσπαθήσω πια επιτρέπεται όπως έκανε τρεις φορές με τη σκιά της μάνας του ένας παλιός μας πρόγονος όταν κατέβηκε στον Αδη να μάθει για τη μοίρα του και για τον γυρισμό του.