Η Ακρόπολη της Καβάλας [Μέρος A’]

Τα τείχη του φρουρίου


||  Ιστορικά και άλλα σημειώματα  ||


 

Του Ζήση Α. Βαπορίδη

 


Σχέδιο της παλιάς πόλης (19ος αιώνας)

Έξω από τα τείχη διακρίνονται το Καραβάνσεράϊ στη θέση της κεντρικής πλατείας και ο «τουρμπές» του μνημείου της Ζεινέμπ Χατούν, καθώς και το Υδραγωγείο. Επίσης, οι πύλες της παραλίας «Ισκελέ Καπουσού» και, στην άλλη άκρη, της οδού Κουντουριώτη, η «Ισταμπούλ Καπουσού».

Μέσα στον εξωτερικό περίβολο με το νέο τείχος σημειώνονται: το τζαμί του Ιμπραήμ Πασά, το Χαμάμ (στη σημερινή οδό Αγ. Νικολάου), η αγορά και η εβραϊκή συνοικία. Η δε «Ορτά Καπουσού» μένει στην πρέπουσα θέση, στην αρχή της οδού Θ. Πουλίδη.

Στη χερσόνησο εμφανίζονται: τρεις τουρκικές συνοικίες δυτικά του Husein bey, κεντρικά του Halil bey και ανατολικά του kadi Ahmet. Στο άκρο ήταν η χριστιανική συνοικία της Παναγίας («μαχαλάς») με τον Ι. Ναό της Θεοτόκου. [Αιμ. Στεφανίδου, Η πόλη-λιμάνι Καβάλας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), ΙΛΑΚ, Καβάλα 2007, σ. 236]

 18/10/1949. Εφημερίδα Ταχυδρόμος:

Ὁ ρυθμός τῆς ἐπεκτάσεως τῆς πολίχνης εἶναι πολὺ γοργὸς καὶ μετά τὸ 1860 γίνεται καπνούπολις. Φουντώνει ἡ παραγωγή καὶ τὸ ἐμπόριο τῶν μακεδονικῶν καπνῶν. Αὐτὸ φέρνει Ἓλληνες καὶ Τούρκους. Ἡ Ἑλληνική κοινότητα φθάνει τις 2.500 ψυχές, ἒρχονται Ἠπειρῶτες, Πόντιοι (καλοί καπνάδες), Μικρασιάτες, καὶ ἓνας νταϊφάς ἀπὸ τουρκοκρητικούς ποὺ συνοικοῦν χωριστά στὸν λόφο πάνω ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν σφαγείων. Πληθαίνει καὶ ἡ Ἐβραϊκή κοινότητα.
Ἐρευνητής

Η ἀκρόπολις τῆς Καβάλας

Το φρούριο-λιμάνι της Καβάλας ήταν, κατά την οθωμανική περίοδο, ο ενδιάμεσος σταθμός στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους που ένωναν την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη. Ως η μοναδική κατοικημένη σκάλα μιας εκτεταμένης περιοχής της βαλκανικής ενδοχώρας, μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Έβρου θα προσελκύσει από νωρίς το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία εγκατέστησαν εκεί προξενικές αρχές και εμπορικούς οίκους ήδη από το 1700.

Η πλούσια ενδοχώρα αντιπροσώπευε έναν από τους κύριους σιτοβολώνες της σουλτανικής επικράτειας.

Το εμπόριο των σιτηρών ήταν μονοπώλιο του οθωμανικού κράτους, και διάφορα έρημα αγκυροβόλια κοντά στην Καβάλα δημιουργούσαν τις κατάλληλες συνθήκες για τη λαθραία εξαγωγή των σιτηρών στην Ευρώπη, η ταχεία εξάπλωση μιας παλαιάς αλλά ως τότε περιορισμένης καλλιέργειας του βαμβακιού, στην κοιλάδα του Στρυμόνα, και μιας νέας καλλιέργειας αμερικανικής προέλευσης, του καπνού, στην κοιλάδα του Νέστου, θα μεταβάλουν σε μερικές δεκαετίες την οικονομική φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, όπου για πολλούς αιώνες κυριαρχούσαν οι παραδοσιακές μεσογειακές καλλιέργειες. Παρά το γεγονός ότι τα νέα περιζήτητα προϊόντα, βαμβάκι και καπνός, εξάγονταν στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, η ζήτηση από τις περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα και την Αίγυπτο είναι που καθόρισαν τελικά τις εξελίξεις αυτές στην αγροτική οικονομία. Ρυθμιστικό παράγοντα του εξωτερικού εμπορίου της Καβάλας και της γειτονικής ενδοχώρας θα αποτελέσουν στο εξής οι ντόπιοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι έμποροι. Στον προχωρημένο 18ο αιώνα, η πρωτοκαθεδρία των Ευρωπαίων εμπόρων θα περιοριστεί στο εμπόριο του μαλλιού. Η θέση τους θα επιδεινωθεί με την ανάδειξη των τοπικών Οθωμανών αρχόντων σε αποκλειστικούς εκμισθωτές των κρατικών φόρων και σε απόλυτους κυρίαρχους της τοπικής οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Το φαινόμενο είναι περισσότερο έκδηλο στην ενδοχώρα, όπου τα εμπορικά προνόμια, τα οποία οι Ευρωπαίοι είχαν εξασφαλίσει με τις Διομολογήσεις, αποτελούσαν συχνά νεκρό γράμμα.

[Γ. Κουτζακιώτης, Περίληψη από το έργο του Cavalla, une Échelle égéenne au XVIIIe siècle, Istanbul: Les Éditions Isis, 2009]

Κτίστηκε –στὸ μεγαλύτερο μέρος της– τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 15ου μ.Χ. αἰώνα. Διαδέχτηκε τὴν Βυζαντινὴ Ἀκρόπολη –ποὺ εἶχε καταστραφεῖ τὸ 1391 μ.Χ. μαζὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη πόλη– ἐνσωματώνοντας στὴν κατασκευή της τὰ ἐρείπιά της. Πιθανά ἀπὸ τὴν παλαιότερη Βυζαντινή Ἀκρόπολη νὰ προέρχονται ὁ κεντρικὸς κυλινδρικὸς πὺργος –ὓπαρξη ἑνὸς ὀχυροῦ πύργου, κατοικία τοῦ φρουράρχου καὶ κατάλληλου γιὰ προβολὴ τῆς τελευταίας ἂμυνας, ἦταν κοινὴ στὶς Βυζαντινὲς Ἀκροπόλεις– καθὼς καὶ ἡ δεξαμενή. Βέβαια παραμένει ἂγνωστη ἡ ἀρχικὴ μορφὴ αὐτῶν τῶν κτισμάτων, ποὺ προσαρμόστηκαν στὴ μεταγενέστερη ὀχυρωματικὴ κατασκευὴ.

Τυπολογικά ἡ ἀκρόπολη ἐντάσεται στοὺς μεσαιωνικοὺς περιβόλους «λευκῆς ἐποχῆς», δηλαδή τῶν χρόνων ποὺ ἀκόμα δὲν ἒχει ἐπικρατήσει στὴν πολεμική τεχνική ἡ χρήση τῆς πυρίτιδας.

[Φ. Μαλλούχου – T. Sandro ,«Ἡ Ἀκρόπολη τῆς Καβάλας»,Πρακτικά Α′ Τοπικού Συμποσίου: Η Καβάλα και η περιοχή της (18-20/4/1977), Θεσσαλονίκη 1980, σ. 344-5, Σχ. 1]

Οι περιφραγμένες εντός των τειχών συνοικίες δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Οργανωμένες με την ίδια εσωστρεφή διάταξη γύρω από τους θρησκευτικούς τους χώρους και με πολλούς αδιέξοδους δρόμους, επαναλαμβάνουν σε άλλη κλίμακα την κλειστή οργάνωση όλης της πόλης. Οι διαφοροποιήσεις τους εντοπίζονται σε επί μέρους στοιχεία, μέσω των οποίων η κυρίαρχη τάξη των μουσουλμάνων επιδεικνύει την υπεροχή της έναντι των μη μουσουλμάνων.

Η κοινωνική ανισότητα διατυπώνεται στους οικοδομικούς κανονισμούς που εκδίδονται πριν την περίοδο του Τανζιμάτ.

Στους παλαιότερους κανονισμούς 1725, 1818, 1827, το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος των σπιτιών των μη κρατιόταν πάντα χαμηλότερο των σπιτιών των μουσουλμάνων. Χαμηλότεροι τόνοι επιβάλλονταν και στα χρώματα.

[Αγκ. Γκαραμπετιάν – Ρ. Κομσάλοβα, «Η Καβάλα σε κείμενα Αρμενίων και Γάλλων συγγραφέων ταξιδιωτικών βιβλίων, Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών (15-18/9/2005), τ. Αʹ,  Καβάλα 2007, σ. 281]

Φωτογραφία της δεκαετίας του 1890 [Ο πύργος διατηρεί ακέραιες τις βενετσιάνικες επάλξεις του.]
Οι συνοικίες των μουσουλμάνων, η μία στην αρχή και οι δύο και τρεις τουλάχιστον αργότερα, εκτείνονταν κοντά στις κύριες πύλες εισόδου της περιτειχισμένης πόλης, γύρω από τις πορείες ανάβασής της στην ακρόπολη και σε γειτνίαση με το στρατιωτικοδιοικητικό κέντρο, δηλαδή τις κατοικίες των τουρκικών αρχών και της φρουράς που βρίσκονταν από την αρχή μέσα στην ακρόπολη. Οι μουσουλμάνοι πρέπει πρώτα να εγκαταστάθηκαν στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου.

Παρά τον δυσμενή προσανατολισμό της, η περιοχή είναι ασφαλέστερη από την αντίστοιχη ΒΑ και έχει τη δυνατότητα να επιβλέπει την κίνηση του λιμανιού. Αργότερα οι μουσουλμάνοι κατοικούν και σε άλλα τμήματα της χερσονήσου.

Από μεταγενέστερες πληροφορίες γνωρίζουμε ότι υπήρχε συνοικία του Χαλίλ Μπέη στη ΝΑ πλευρά της χερσονήσου, στην περιοχή όπου ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα δωμάτια ενός μεντρεσέ, και δίπλα το τζαμί, το επονομαζόμενο της «μουσικής». 

Στη θέση του τζαμιού υπάρχουν ενδείξεις ότι προϋπήρχε, άγνωστο ως πότε, παλαιοχριστιανική εκκλησία.

Η κατηγορία του μεντρεσέ είναι σχετικά μικρής τάξεως και η ημερήσια αποζημίωση του καθηγητή περιοριζόταν σε 15 άσπρα, όταν η αποζημίωση κυμαίνονταν σε 10 μέχρι 60 άσπρα.

[Αιμ. Στεφανίδου, Η πόλη-λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), ΙΛΑΚ, Καβάλα 2007, σ. 252]

Ο χώρος της πόλης οριοθετείται δεσμευτικά από τα τείχη της και περιορίζεται στη συνοικία της Παναγίας και στον χώρο της επέκτασης του 16ου αιώνα (δηλαδή μέχρι τη σημερινή κεντρική πλατεία), σε έκταση 17 εκταρίων.

Στην περίκλειστη πόλη αναπτύσσονταν τρεις μουσουλμανικοί μαχαλάδες (του Hüseyin bey, του Halil bey και του Kadi Ahmed efendi), η χριστιανική συνοικία της Παναγίας (ή «Μαχαλάς») και ο μικρός εβραϊκός συνοικισμός, που βρισκόταν στη «συνοικία» Ιμπραήμ πασά. Εικάζεται ότι ο εβραϊκός συνοικισμός βρισκόταν στον εξωτερικό περίβολο των τειχών, πάνω από τη σημερινή οδό Κουντουριώτου, προς το μέρος του υδραγωγείου, όπου αναφέρθηκε και μικρός χώρος λατρείας (μιδράς).

Είναι το μόνο μέρος της παλιάς πόλης όπου βρίσκει κανείς εβραϊκά σπίτια ακόμα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι σ. 437).

[Κ. Λυκουρίνος, «Η Καβάλα της οθωμανικής περιόδου (1391-1912)»,Στοιχεία Ιστορίας του Νοµού Καβάλας-Πρακτικά Σεµιναρίου Τοπικής Ιστορίας (27/1-22/3/2010), ∆ήµος Καβάλας, Καβάλα 2010,  σ. 441]

Ο μόνος όρος τον οποίον σπάνια παραβίαζαν οι πολίτες ήταν η οπτική προστασία της ιδιωτικότητος της κατοικίας, κυρίως αποτρέποντας την ύπαρξη παραθύρων που να βλέπουν στους γειτονικούς κήπους και τα διαμερίσματα.

[Αιμ. Στεφανίδου, «Το “κονάκι” του Μωχαμάτ Αλή», Υπόστεγο, 4 Νοεμβρίου 1988, σ. 32]

Όπου συνοικούν Τούρκοι και Χριστιανοί, οι πρώτοι κρατούν την ψηλότερη και δεσπόζουσα συνοικία και οι Χριστιανοί ζουν χαμηλά στο «βαρόσι» (οικισμός) ή, όπως στην Καβάλα, μένουν βαθιά, στην άκρη του ακρωτηρίου, στον «μαχαλά».

[Φ. Γρηγοριάδης, «Τοῦρκοι καὶ Ἐνετοί στὴν Ἑλλάδα», Ιστορία, τ. 18, σ. 21]

[Βαρόσι (λέξη σλάβικη;) είναι ο οικισμός ο εντός των τειχών της ακρόπολης (από τα ουγγρικά város = οχυρωμένη πόλη).]

Η δυτική πύλη με την καταχύστρα
και εσωτερικά
Η είσοδος του πύργου