ΑΜΦΙ

Στοιχίζοντας λέξεις γύρω από την ιστορία του ξενοδοχείου «Αμφίπολις»: Οχράνα-Βουλγάρες, Προσάγονται-Προάγονται, Κόλαση-Ακολασία, Πόλεμος-Ειρήνη...


 

Του Κώστα Χατζηεμμανουήλ

 


Λίγοι είναι σήμερα αυτοί που θυμούνται, από διηγήσεις των παλαιοτέρων, ότι στο νησί καλλιεργούσαν εξαιρετικής ποιότητας μπασμά, χαρμάνι έξτρα. Ο πλατύφυλλος θεός των θεριακλήδων, φυτεμένος στην πλαγιά του λόφου του αρχαίου θεάτρου, σε αναβαθμούς, που ξεκινούσαν πίσω από την σκηνή του, σκάλα, σκάλα κατηφόριζε ως τα ριζά του, χαμηλά, εκεί που οι Γάλλοι έφεραν στο φως, πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, τα ερείπια της «Βόρειας Συνοικίας» της αρχαίας πόλης.

Η ορχήστρα του θεάτρου, με τα απομεινάρια της σκηνής, τα σπασμένα τρίγλυφα και τις μετώπες, ανάμεσα σε γαϊδουράγκαθα, πουρνάρια και κουμαριές. Η κυκλώπεια δυτική πάροδος, αιώνες συγκρατεί το κοίλο με τις μαρμάρινες κερκίδες, όσες απέμειναν στο διάβα του χρόνου, σφιχταγκαλιασμένες από τις ρίζες των λυγερόκορμων, πανύψηλων βαλανιδιών, που βιγλίζουν θροΐζοντας το θρακικό πέλαγος, τις εκβολές του Νέστου ποταμού και το ανάστημα του χρυσοφόρου Παγγαίου.

Δυτικά, απλώνεται η σύγχρονη κωμόπολη του Λιμένα, κτισμένη πάνω ακριβώς από την αρχαία Θάσο, την πόλη κράτος, με τα δυο λιμάνια, που η ανασκαφές των ερειπίων της αφήνουν μεγάλα ξέφωτα στο τσιμεντένιο δάσος.

Μια τετραώροφη καπναποθήκη, με τα γοτθικά τόξα στα παράθυρα και στα υπέρθυρα και με τις διακοσμητικές τάπιες, που στεφανώνουν την κεραμοσκεπή, δεσπόζει στον κεντρικό εμπορικό δρόμο της χώρας.

Άρχισε να κτίζεται το 1923 από τον καπνέμπορο Γρηγοριάδη, εγγονό του φιλέλληνα Ιταλού Γρηγόριου Γκρεζόλι, που εξελλήνισε το όνομά του το 1870 και ολοκληρώθηκε το κτίσιμό του το 1929.

Στα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής, η Οχράνα εγκαταστάθηκε σ’ αυτό, μετατρέποντας το καπνομάγαζο σε διοικητήριο και το υπόγειό του σε μπουντρούμι βασανιστηρίων όσων αντιστέκονταν στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Σιδηροδέσμιοι έμπαιναν οι πατριώτες στο κτήριο, που προκαλούσε τον τρόμο ακόμα και σε όσους περνούσαν απ έξω. Μόνο οι βουλγαρογραμμένοι και οι αγαπητικιές των κατακτητών μπαινόβγαιναν με άλλον αέρα.

Στη Λαοκρατία, οι κομμουνιστές το έκαναν διοικητήριο και μεταγωγών. Στον Γράμμο το ’49 γράφτηκε ο επίλογος του εμφυλίου και τη θέση τους στο καπνομάγαζο πήραν οι χωροφύλακες, που το έκαναν Σταθμό Χωροφυλακής.

Πέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε που οι Βούλγαροι, ηττημένοι, κοιμήθηκαν φασίστες και ξύπνησαν κομμουνιστές, έτσι μοίρασαν τον κόσμο οι μεγάλοι. Φόρεσαν μια κόκκινη κορδέλα στο μανίκι, για περιβραχιόνιο και πήγαν από κει που ήρθαν, υψώνοντας στα σύνορά τους, για πολλές δεκαετίες, ψηλό, απαραβίαστο παραπέτασμα. Οι ένοικοι της Λαοκρατίας, όσοι δεν τουφεκίστηκαν ή δεν πέρασαν τα σύνορα, τους φόρτωσαν για Μακρόνησο, Γυάρο, Αη Στράτη, Ανάφη. Στο νησί έμειναν πίσω οι χωροφύλακες και οι Μάυδες να κυνηγούν μάγισσες και φαντάσματα.

Το 1950, οι ιδιοκτήτες του καπνομάγαζου έπλυναν ντουβάρια, ταβάνια και πατώματα από τα αίματα των θυμάτων του πολέμου και της μισαλλοδοξίας, καταλήγοντας στην κοινότοπη διαπίστωση, σε μια ομήγυρη, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, ότι το ανθρώπινο, χυμένο αίμα έχει το ίδιο χρώμα. Άνοιξαν τα παράθυρα για να ξορκίσουν στο φως τις σκιές, που άρχισαν να δραπετεύουν σαν βαριά αποφορά ανθρώπινης μπόχας. Ασβέστωσαν τους χοντρούς πέτρινους τοίχους του υπογείου.

Περισσότερα από πέντε χέρια χρειάστηκε για να απολυμανθεί ο χώρος, καθώς καταβρόχθιζε τον ασβέστη το ανήλιο κολαστήριο, λες και το στοιχειό, που είχε φωλιάσει εκεί, πάσκιζε μην ταριχευτεί, μην τύχει και θαφτεί κάτω από τα αλλεπάλληλα στρώματα η μνήμη. Στο ισόγειο τοποθέτησαν τραπεζοκαθίσματα και στα δωμάτια των ορόφων κρεβάτια, κομοδίνα και ντουλάπες, καθαρά, λευκά σεντόνια και μοσχομυριστές μαξιλαροθήκες. Στα παράθυρα, με τα γοτθικά τόξα, κρέμασαν λουλουδάτες, εμπριμέ κουρτίνες. Στα παρτέρια του προαύλιου χώρου, οι τριανταφυλλιές άνθισαν και πάλι.

Η ταμπέλα με τις τρεις διαδοχικές επιγραφές της, της Οχράνας, της Λαοκρατίας και της Χωροφυλακής, σαν παλίμψηστο του μεσαίωνα, στο πεπρωμένο της κάθε γενιάς είναι να ζει τον δικό της μεσαίωνα, αποκαθηλώθηκε και μεταφέρθηκε, από τους χωροφύλακες στο παλιό βακούφικο, το κτήριο, δίπλα στο βατοπαιδινό μετόχι, εκεί, που κάποτε έδρευε η Διοίκηση της Αιγιπτιοκρατίας και της Τουρκοκρατίας , τώρα, αποκτούσε στέγη η Αστυνομοκρατία στο νησί.

Δεν είναι διόλου παράξενο, ας δείχνει μεταφυσικό, το κράτος και η βία να αρέσκονται κάτω από το ίδιο κεραμίδι.

Κάποτε, ολοκληρώθηκε το πάστρεμα του πρώην καπνομάγαζου-μετέπειτα κολαστηρίου των κατακτητών και κατόπιν κατοικίας της Διχόνοιας. Είναι αλήθεια, ότι οι ιδιοκτήτες του κατέβαλαν σοβαρές προσπάθειες να καθαρίσουν κάθε ίχνος, που είχε αφήσει η προηγούμενη χρήση του. Να παστρέψουν το κτήριο, αλλά κυρίως, να ξεπαστρέψουν τη μνήμη.

Στη θέση λοιπόν, της «παλίμψηστης» ταμπέλας της Οχράνας, της Λαοκρατίας, της Χωροφυλακής, τοποθέτησαν την ολοκαίνουργια «Ξενοδοχείον Αμφίπολις», βάζοντας, χωρίς να το συνειδητοποιούν, την πρόθεση, που ήταν κυρίαρχη, εκείνα τα χρόνια, στην ψυχή, στη σκέψη, αλλά πιο πολύ, στο υποσυνείδητο του μεταπολεμικού, μετεμφυλιακού και ψυχροπολεμικού νεοέλληνα… «αμφί».

Ξημέρωνε στον κόσμο μια άλλη εποχή μετά τον πόλεμο, όμως οι Έλληνες έμελλε να ζήσουν, για πολύ καιρό ακόμα, στην αμφι-λύκη, που χώριζε το σκοτάδι της νύχτας από το φως της αυγής. Αμέτρητα «αμφί» έπνιγαν την «αμφιλύκη» και δεν την άφηναν να γίνει «λύκος», φως, γιατί ήταν αμφίρροπη, αμφίδρομη, αμφίθυμη, αμφίσημη, αμφίβολη, αμφίγνωμη, αμφίστροφη, αμφισβητήσιμη και αμφίστομη σαν δίκοπο μαχαίρι.

Παρ’ όλα αυτά, το «Αμφίπολις» άνοιξε διάπλατα τη δίφυλλη πύλη του με το επιβλητικό γοτθικό υπέρθυρο και καλωσόρισε το κοινό της, που το αποτελούσαν τα νιόπαντρα και αρραβωνιασμένα ζευγάρια των ντόπιων, που δεν έχαναν χοροεσπερίδα για χοροεσπερίδα, που διοργάνωνε η διεύθυνση του ξενοδοχείου, κατά τις μεγάλες εθνικές επετείους, τα Χριστούγεννα και την Αποκριά. Χοροεσπερίδες, με πλούσια σε δώρα, λαχειοφόρο αγορά. Τα νιάτα του νησιού χόρευαν, όχι μόνο ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι και δημοτικούς χορούς, αλλά απαραιτήτως και τους ευρωπαϊκούς. Έτσι ονόμαζαν όλους τους χορούς, που δεν ήταν ελληνικοί, ακόμα και το αργεντίνικο ταγκό, το μάμπο, γιάνκα και τουίστ.

Τα εγγλέζικα καράβια κατέπλεαν στο νησί, α ρόδο και οι λάντζες μετέφεραν τους ναύτες στην προκυμαία, στο κε, όπως έμεινε να τη λένε, από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, όταν οι Γάλλοι κατείχαν το νησί. Οι κούτες με τα τσιγάρα Βιρτζίνια γίνονταν ανάρπαστες.

Το «Αμφίπολις» συνέχισε να ζει μέρες δόξας και δεν άργησε η εποχή, που τα δωμάτιά του γέμιζαν τα καλοκαίρια από παραθεριστές των γειτονικών πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης.

Από τους ξένους επισκέπτες κανείς δεν γνώριζε και από τους ντόπιους, όλο και πιο σπάνια, γινόταν αναφορά στις προηγούμενες χρήσεις του, ώσπου το 1973, στο πιο πυκνό σκοτάδι, μιας ακόμα νύχτας, που κράτησε εφτά χρόνια, πριν την αμφιλύκη, μεταξύ χούντας και μεταπολίτευσης, ένα χρόνο πριν αλλάξει η κατάσταση στη χώρα, άλλαξε χέρια το «Αμφίπολις».

Οι κληρονόμοι Γρηγορίου Γρηγοριάδη το πούλησαν σε έναν θείο μου, ξάδερφο του πατέρα μου. Τότε, άρχισα κι εγώ να μπαινοβγαίνω συχνά πυκνά στο κτήριο, που από τα τόσα που είχα ακούσει, στο παιδικό μου μυαλό είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις, που προκαλούσε δέος και έξαψη της φαντασίας μου.

Εγγλέζοι, το 1973, είχαν κατακλύσει ξανά το νησί. Δεν είχαν έρθει, τούτη τη φορά, με τον στόλο, ούτε φορούσαν στρατιωτικά, αλλά έκαναν απόβαση ως « Sun sharchers», αναζητητές του ήλιου, πάνω σε μίνι μπας, διασχίζοντας με αυτά όλη την Ευρώπη, φορώντας πολύχρωμες χίπικες πουκαμίσες κελεμπίες και κορδέλες στα μαλλιά. Τους αρχηγούς τους δεν τους έλεγαν Τσόρτσιλ και Σκόμπυ, αλλά Φρανκ, Μαρκ, Ιαν και Τζάκυ. Τα χρόνια χρυσά. Δραχμή με ουρά. Να χεστείς στο τάλιρο. Ευημερία και κατάρα μαζί, σάρωσε και εξαφάνισε, από προσώπου γης, τα όμορφα νησιώτικα, πέτρινα κτήρια της παραλίας και τα μακεδονίτικα σπίτια στα ενδότερα, με τα σαχνισίνια και τις πλάκες από σχιστόλιθο στην οροφή.

Ξενοδοχεία και rooms to let πήραν τη θέση τους, στην πρωτεύουσα του νησιού. Όμως, το «Αμφίπολις» κρατήθηκε άθικτο, όπως το είχε φτιάξει ο γόνος του Ιταλού φιλέλληνα, μισό αιώνα πριν. Μόνο η κρίση ταρακούνησε τα πράγματα κι όποιος άντεξε, άντεξε.

Ο θείος δεν άντεξε. Το «Αμφίπολις» το πήρε η τράπεζα και το έβγαλε στο σφυρί. Το χτύπησε ένας μεγαλοξενοδόχος του νησιού. Του άλλαξε στυλ και ύφος, από νεοκλασικό το έκανε αρτ ντεκό. Του άλλαξε και το όνομα. «A for Art».

Σε εποχή όπως η δική μας, που η πρόθεση «αμφί» ξαναμπήκε στη ζωή μας, στη σκέψη και στο υποσυνείδητό μας, με όλα τα μεταπολεμικά δεύτερα συνθετικά σε ισχύ, το «Αμφίπολις» διατήρησε, από το «αμφί», μόνο το πρώτο γράμμα Α και αυτό χάριν της τέχνης, for Art.

Στο παράθυρο του δωματίου μου, στο 404, στον τέταρτο όροφο του “ A for Art”, αχνοφέγγει το πρώτο αμυδρό, αμφίθυμο, αμφίσημο, θαμπό φως του λυκαυγούς. Ο Δαίμονας του καπνομάγαζου με κράτησε άγρυπνο, με παλίμψηστες εξιστορήσεις. Στο διπλανό δωμάτιο, το μελαχρινό κορίτσι που κοιμάται γυμνό στο κρεβάτι, κάτι βλέπει στον ύπνο του και χαμογελάει. Στο κομοδίνο, από την ανοιχτή της Louis Vitton, προβάλλει το διαβατήριό της, «REPUBLIKA BALGARIA». Ο ερωτικός της σύντροφος, πελάτης μιας νύχτας, που πέρασε, βγάζει από το πορτοφόλι του προσεκτικά, μην την ξυπνήσει, τρία εκατόευρα και τα βάζει ανάμεσα στις σελίδες του διαβατηρίου. Κλείνει, χωρίς να κάνει θόρυβο, την πόρτα του δωματίου πίσω του.

Ανοίγω το σημειωματάριό μου και σημειώνω: Το παλιό καπνομάγαζο ανακαινίστηκε σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Στα πολυτελή του δωμάτια, σήμερα, προάγονται Βουλγάρες πολυτελείας σε νύχτες ακολασίας. Στα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής, προσάγονται εκεί, πατριώτες στης Οχράνας την κόλαση.

Στοιχίζω τις λέξεις: Οχράνα-Βουλγάρες, Προσάγονται-Προάγονται, Κόλαση-Ακολασία, Πόλεμος-Ειρήνη.


Σημείωση: Η ηρωίδα πόρνη είναι προϊόν μυθοπλασίας και καμία σχέση δεν έχει με πραγματικό πρόσωπο καθώς και με τη άψογη διεύθυνση και λειτουργία του ξενοδοχείου που όλοι οι Θάσιοι αισθανόμαστε υπερήφανοι για τη συμβολή του στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος του νησιού μας.