Πάσχα των Ελλήνων

Η ποίηση μάς λυτρώνει από τον κόσμο της φθοράς· είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση


 

Του Δημήτρη Εμμανουηλίδη

 


Καθώς βρισκόμαστε στην καρδιά του Μεγαλοβδόμαδου, εν μέσω της κορύφωσης της πανδημίας, η ύπαρξή μας ισορροπεί ανάμεσα στο Πάθος και τη Λύτρωση. Αναπότρεπτα γεννιούνται σκέψεις και συναισθήματα που αγγίζουν το συγκλονιστικό μήνυμα της Λαμπρής.

Από τα παιδικά μας χρόνια ξέραμε ότι το Πάσχα είναι η πρώτη απ’ τις δυο μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Οι θρησκευτικές τελετουργίες διαρκούν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, από την Κυριακή των Βαΐων ως την Κυριακή της Λαμπρής και συναποτελούν ένα ολοκληρωμένο «δράμα», με είσοδο, πάθη, «μιμήσεις πράξεων», λυρικά μέρη, κορύφωση και κάθαρση. Ένα τελετουργικό που αναπαριστάνει το Θείο Δράμα και βρίσκεται σε πλήρη αντιστοίχιση με το δράμα των ανθρώπων. Αλλά καθώς οι τελετουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας συμπίπτουν με την ωραιότερη εποχή, την Άνοιξη, το Θείο Δράμα φαίνεται να ανταποκρίνεται επιπλέον στα Πάθη και στην Ανάσταση της ίδιας της φύσης. Λέγεται ακόμη πως το Πάσχα είναι η καθαυτό Ελληνικό γιορτή. Μόνο που δεν πρόκειται για αλήθεια αυταπόδεικτη.

Αυτή την αλήθεια λοιπόν θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε μέσα από τρεις διαδρομές.

Η πρώτη αφορά το πώς παρουσιάζονται τα Πασχαλόγιορτα στην Ελληνική λογοτεχνία.

Η δεύτερη τη μοναδική σχέση του ελληνικού χώρου και χρόνου με το Θείο Δράμα και την Ανάσταση και η τρίτη αφορά το πώς βιώνει ο λαός μας το «Εκούσιο Πάθος» και την Ανάσταση.

Ξεκινώντας από τη διερεύνηση της μοναδικής σχέσης των «Πασχαλόγιορτων» με τη λογοτεχνία θα σταθούμε αρχικά στην ποίηση. Δεν θα χρειαστούν παρά ελάχιστες αναφορές: Δ. Σολωμός (Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Β’ σχεδίασμα).

[…]

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει.
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»

Η ενότητα αυτή είναι ίσως η κορυφαία ποιητική δημιουργία που εξυμνεί την Άνοιξη στη φυσική και στη μεταφυσική της διάσταση. Κι εδώ ο θάνατος παραμονεύει, όχι όμως σαν κατάσταση, αλλά σαν εθελούσια απόφαση που βάζει σε στιγμιαία δοκιμασία τη βούληση των αγωνιστών. Πρόκειται ουσιαστικά για τη δραματική σύγκρουση ανάμεσα στον πόθο για ζωή και στο κάλεσμα του θανάτου, που συχνά είναι επακόλουθο της προσήλωσης στο ηθικό χρέος.

Και βέβαια η ποίηση πάλι είναι που αποδίδει κατά τρόπο μοναδικό το περιεχόμενο της θυσίας:

Ω, γλυκύ μου έαρ
Γλυκύτατόν μου τέκνον
Πού έδυ σου το κάλλος!

Είναι ίσως ο μόνος θρήνος που ξεπερνά τον συγκλονισμό της σιωπής. Οι μεγαλύτεροι ποιητές μας Γ. Ρίτσος, Οδ. Ελύτης, Γ. Θέμελης, Ν. Βρεττάκος, Τ. Παπατσώνης, Ζωή Καρέλλη με την γραφίδα τους κέντησαν αισθητικά το άρρητο του Θείου Δράματος.

Σπαρακτικός ο στίχος του Κώστα Βάρναλη στο ποίημά του «Οι πόνοι της Παναγιάς». «Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν… Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν».

Στην πεζογραφία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι μάστορες του λόγου γνωρίζουν καλά ότι η διήγηση με τον ανοιχτό χρόνο της αμβλύνει το συναίσθημα. Γι’αυτό και αρκούνται σε ιστόρηση περιστατικών, αναζητώντας συχνά με επιτυχία τις αναλογίες ανάμεσα στο «Εκούσιο Πάθος» και στους ήρωες των αφηγήσεών τους. Ο Κωστής Παλαμάς λόγου χάρη με το «Θάνατο Παλληκαριού» ή ο Στράτης Μυριβήλης με το «Βασίλη τον Αρβανίτη». Άλλοτε πάλι αξιοποιούν ευτράπελα και απρόοπτα περιστατικά από τα δρώμενα του Μεγαλοβδόμαδου. Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης λόγου χάρη με το «Αρατε πύλας» ή ο Γιάννης Μαγκλής με τον «Επιτάφιο». Κι άλλοτε τέλος η κατανυκτική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Βδομάδας ιστορείται κατά τρόπο ιδανικό δια γραφίδος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κλείνοντας τη σύντομη αναφορά στα «Πασχαλόγιορτα» στην ελληνική λογοτεχνία εκείνο που θα έπρεπε να κρατήσουμε ως συμπέρασμα είναι ότι οι κορυφαίες στιγμές της λογοτεχνίας μας συμπίπτουν με την ιστόρηση του «Θείου Πάθους».

Όμως ας επανέλθουμε στο βασικό μας ζητούμενο. Πώς και γιατί εννοούμε το Πάσχα ως την καθαυτό ελληνική γιορτή;

Ο χώρος και ο χρόνος είναι γνωστό πως οριοθετούν την ύπαρξή μας, καθώς διεγείρουν αισθήσεις και αισθήματα και υπαγορεύουν στάσεις και συμπεριφορές. Ο χώρος και ο χρόνος θα τολμούσα να πω πως σκηνοθετούν τη ζωή μας.

Χώρος: Η ελληνική ύπαιθρος με την πολυμορφία της και την εξ αυτής μοναδικότητά της.
Χρόνος: Η Άνοιξη στην πιο καλή στιγμή της.

Η συναίρεση των δυο αυτών μεγεθών προβάλλεται δηλούμενη στο «η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα». Αυτή την ώρα που πάλλεται ο ψυχισμός μας από σκέψεις και στοχασμούς για το ενιαύσιο, μα και το αέναο πήγαιν’ έλα του μαρασμού και της άνθησης, του Θανάτου και της Ανάστασης, έρχεται η ιερή στιγμή του Μεγαλοβδόμαδου. Ψηλώνει ο νους του ανθρώπου, καθώς θεάται το θαύμα της φύσης. Το εκκρεμές της ψυχής του στα οριακά του σημεία. Ακόμη κι αυτά θέλει να τα υπερκεράσει. «Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου…» Όμως γνωρίζει, απ’ τον Ηρόδοτο ακόμη, ότι «φθονερόν το θείον» κι έτσι συστέλλεται με αιδώ.

«Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της». Και πάλι ο συγκλονισμός μέσα του σπαραχτικός. Η ψυχική απορρίθμηση προ των πυλών.

Και τότε…το «Αρατε Πύλας».

Ανοίγουν οι εντός μας θύρες για να μπει μέσα απ’ τους συγκλονισμούς του θανάτου η Λύτρωση.

Το θαύμα γύρω μας και μέσα μας συντελείται.

Το νιώθουμε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.

Μας το θυμίζουν άλλωστε όλες μας οι αισθήσεις.

Και πρώτη απ΄όλες η όραση, όταν απ’ τη μια παντού γύρω μας η φύση λουλουδίζει.

Απ’ τη άλλη μας το θυμίζει το λουλακί άσπρο του ασβέστη στα ερημικά ξωκλήσια, στις αυλές των σπιτιών καθώς και οι ιδανικώς πάσχουσες μορφές στις αγιογραφίες των εκκλησιών που ιστορούν το Θείο Δράμα.

Μας το θυμίζει η ακοή μας, καθώς οι μελωδοί της φύσης συνερίζονται τα κορίτσια που ψάλλουν τον Επιτάφιο Θρήνο.

Μας το θυμίζει η όσφρηση, καθώς τα μύρια αρώματα των λουλουδιών αναδευμένα σε μια μεθυστική μείξη, ραίνουν το «ιερό κουβούκλιο».

Μας το θυμίζει η αφή. Όλα στο άγγιγμά τους μοιάζουν με βελούδινο χάδι ανοιξιάτικου ανθού.

Μας το θυμίζει τέλος η γεύση μ’ όλα τα καλούδια του πασχαλινού τραπεζιού.

Όμως αν το Πάσχα το θέλουμε ως την καθαυτό ελληνική γιορτή είναι γιατί τις μέρες αυτές δοκιμάζεται αληθινά το μέταλλο της ψυχής μας.

Λένε πως η λεβεντιά μετριέται με το ποσό της αλήθειας που μπορεί να δεχτεί ο άνθρωπος. Η πιο σκληρή αλήθεια είναι ο θάνατος.

Η εξοικείωση με την ιδέα του θανάτου έρχεται από πολύ παλιά.

Και δεν είναι αποτέλεσμα μιας πεισιθάνατης αντίληψης.

Απεναντίας χαιρόμαστε τη ζωή σαν «μέγα καλό και πρώτο» αλλά είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε το θάνατο ως οικείο, όταν χρειαστεί.

Είμαστε έτοιμοι, γιατί μάθαμε να μιλάμε γι’ αυτόν μέσα απ’ τα μοιρολόγια μας.

Στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας η Εκάβη μαθαίνοντας για το θάνατο του γιου της, κάνει το πόνο της τραγούδι.

Εκάβη –το δίχως άλλο– θα πρέπει να λεγόταν κι η μάνα στον «Επιτάφιο» του Γ. Ρίτσου που μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της το Μάη του ’36.

Ίδια λόγια για τον ίδιο πόνο… Πόσο κουράγιο θέλει το να μπορείς να κάνεις τον πόνο και την απόγνωση ποίηση;

Μέσα απ’ τον πόνο και την οδύνη σκέφτομαι θα πρέπει να γεννιέται η αληθινή ποίηση.

Κλείνοντας θα λέγαμε πως το Πάσχα είναι πράγματι η καθαυτό ελληνική γιορτή, καθώς ο χώρος και ο χρόνος στην πιο καλή στιγμή τους υποβάλλουν τον Έλληνα στην πιο βαθιά ενδοσκόπηση και ακολούθως τον οδηγούν στην ποθητή αυθυπέρβαση, όπως επισημαίνει με τον στίχο του ο εθνικός μας ποιητής: «Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο».

Τον οδηγούν εν τέλει στην αληθινή ποίηση.

Γιατί η Ποίηση –σημειώνει στα «Ανοιχτά χαρτιά» ο Οδυσσέας Ελύτης– αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος.

Γιατί η ποίηση είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη, αλλά που πάει πολύ βαθιά, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται…

Γιατί η ποίηση, τέλος, μας λυτρώνει από τον κόσμο της φθοράς· καθώς είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση.

Καλή Ανάσταση!


Ο Δημήτρης Εμμανουηλίδης είναι τ. βουλευτής Καβάλας του ΣΥΡΙΖΑ