Βάκχες: Μια δυνατή παράσταση που «μίλησε» και καθήλωσε το κοινό των Φιλίππων

Για το ανέβασμα της τραγωδίας του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων


 

Της Σίσσυς Ακοκαλίδου

 


Το ’χε πει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και αποδείχθηκε περίτρανα στην παράσταση: «Σημασία δεν έχει να εισφέρει κάτι καινούριο μια παράσταση, αλλά κάτι προσωπικό, κάτι που να μιλήσει στην ψυχή των θεατή», είχε δηλώσει, ανάμεσα στα άλλα, ο Πενθέας στις Βάκχες του Ευριπίδη, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ALPHA Radio 88.6 μια ημέρα πριν την παρουσίασή τους στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων.

Από την πρώτη στιγμή και πριν την εμφάνιση του Διονύσου στη σκηνή, οι θεατές μπήκαν στην σκοτεινή ιστορία με τους ήχους από τα ουρλιαχτά των θηρίων, των πουλιών και των αφηνιασμένων αλόγων. Οι θεατές, ακόμη και αυτοί που δεν ήξεραν τον μύθο του Ευριπίδη ή δεν είχαν ξαναδεί την παράσταση σε κάποιο ανέβασμά της, αφουγκράστηκαν ότι μια τραγική και αρχέγονα σκοτεινή ιστορία θα ξετυλίγονταν μπροστά τους.

Λιτό και απέριττο το σκηνικό, με έναν ανηφορικό διάδρομο ο οποίος στην πρόσοψή του διέθετε πλαστικές περσίδες. Ο φωτισμός δημιούργησε σε αυτές σκηνικό θεάτρου των σκιών, με τον Διόνυσο να κάνει την εμφάνισή του μέσα από αυτές και στη συνέχεια να βγαίνει, υπέρλαμπρος και σκοτεινός μαζί, αλλόφρων και επαρμένος για να επικοινωνήσει στους θεατές γιατί βρέθηκε στη Θήβα.

H σκηνοθέτις της παράστασης Νικαίκη Κοντούρη απέδωσε τη συγκίνηση, το μένος, το παράλογο, που ήταν τα συναισθήματα που απόλυτα εκφράζουν το κείμενο και πηγάζουν από τις ερμηνείες των ηθοποιών. Οι Βάκχες, μαινάδες, επηρεασμένες και μπολιασμένες από την ένθεη τρέλα του Διονύσου, ήταν εξαιρετικές επί σκηνής, με σπαστική και κοφτή  κίνηση, αγαστή με ό,τι αντιπροσώπευαν, τον θηλυκό τρελό χορό των γυναικών που ήρθε από την Ανατολή και έβλεπε, αντιλαμβάνονταν τα πράγματα με τα μάτια και τη ψυχή του θεού, χωρίς οίκτο και συμπόνια. Ο Διόνυσος  ήρθε αποφασισμένος να διαλύσει τους «υπονομευτές» του, όσους αρνούνταν να αποδεχθούν τη δική του θρησκεία, εμφυσώντας τη Θεία Μανία στις γυναίκες της Θήβας  που λειτουργούσαν ως μια πρωτόγονη αγέλη.

Πολύ μεστή η ερμηνεία του Άκη Σακελλαρίου στον ρόλο του Διονύσου που, πανύψηλος και δωρικός, επικυριαρχούσε στη σκηνή, αποδίδοντας με τρόπο πληθωρικό τη μανία και το πείσμα του να εδραιώσει  τη Θρησκεία του στη Θήβα.

Ο Πενθέας [Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος] έκανε την εμφάνισή του από το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, ντυμένος σαν έτοιμος για ένα ποτάκι με φίλους, σε αντίθεση με τα κοστούμια των υπόλοιπων ηθοποιών, στοιχείο που προσωπικά δεν μου άρεσε, καθώς, κατά την άποψή μου τον απέκοπτε από το σύνολο. Η ερμηνεία του, ωστόσο, εξαιρετική. Όπως και της Ιωάννας Παππά [Τειρεσίας] που παρέπεμπε σε ζόμπι, ένα πλάσμα σκιαχτικό και απόκοσμο…

Πολύ καλός και Αγγελιαφόρος [Κωνσταντίνος Ασπιώτης] τον οποίον επίσης αρχικά  δεν «είδα» με ευχαρίστηση, φορώντας ένα νάιλον παλτό πάνω από το κοστούμι του. Στη συνέχεια βέβαια, όταν εμφανίστηκε και πάλι στη σκηνή για να ανακοινώσει τον φρικτό θάνατο του Πενθέα, κατάλαβα ότι το νάιλον πλέον αιματοβαμμένο παλτό ήταν ένα εξαιρετικό ενδυματολογικό εύρημα για την κορύφωση του δράματος.

Σπαρακτική μάνα  η Αγαύη [Κωνσταντίνα Τάκαλου] στη σκηνή που συνειδητοποιώντας ότι αυτή σκότωσε τον γιο της και περήφανη επιδεικνύει το κεφάλι του λιονταριού που πίστευε ότι σκότωσε -που ήταν όμως το κεφάλι του Πενθέα μέσα σε μια κατακόκκινη σακούλα που έσταζε αίμα. Ο θρήνος της παρέπεμπε σε κάποιο σημείο, χάρη στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, στο μοιρολόι της Παναγίας, όταν αποκαθηλώθηκε ο Γιος της από τον Σταυρό για να ταφεί.

Τέλος, η μουσική των ΘΡΑΞ PUΝΚC ήταν εμπνευσμένη και συμβατή με το τραγικό και μυσταγωγικό κείμενο του Ευριπίδη.