Στο πλευρό του Ζαχαρία Παπαντωνίου

Καλοκαίρι του 1971 στους Φιλίππους...


 

Του Πάνου Θεοδωρίδη

 


Η γρηά η βαβά μ’, καλά ύστιρ’ να,/ταϊρνά ταϊρνά
σβούρα τ’ αδράχτ’ στριφουγυρνά,/η βάβου η γρηούλα η αφιντιά τ’ ς
πήγι μι τ’ ρόκα στ’ ν αγκαλιά τ’ς /κι έκατσι ’κειά κουντά στ’ φουτιά τ’ ς

Που λέτε, όταν αρχινήσαμε την περιοδεια της Εγνατίας οδού, καλοκαίρι του 1971, Θανάσης, Σταμάτης ε μουά, βρήκαμε την αρχική χάραξη, διοδεύσαμε την Απολλλωνία (όχι το Γριμποτζάκι) ήτοι την πλακωτή οδό με διπλή σειρά μαγαζιών κι έναν τουρμπέ, και το αγίασμα του αποστόλου Παύλρου και ένα απομεσήμερο κοιμηθήκαμε σε μια στέρνα έξω από την Αμφίπολη.

Έπειτα, πήγαμε στον πύργο Απολλωνίας, στα λουτρά Ελευθερών, ώσπου κατηφορίζοντας τον χωματόδρομο προς το Ορφάνι, η ρόδα της ψαροκασέλας που είχαμε συγκολλήσει στην πενταμισάρα Μπεεμβέ, έχασε το αξονάκι της και βρήκαμε τρακτέρι με πλαφόρμα να μας πάει Καβάλα.

Ήτο Σάββατο και όλα κλειστά, οπότε περάσαμε δυο μέρες αφήνοντας τη μηχανή στον τόρνο, να μας ετοιμάσει το κυλινδράκι την Δευτέρα. Έως τότε, πήγαμε στην πλαζ Καβάλας με τα πόδια και ο Θανάσης μας εδίδασκε τεχνικές να ματιάζουμε-ήταν και πρόσφατος ο Μαχαρίσι. Για την ακρίβεια, μας έμαθε την συγκέντρωση βλέμματος, στρέφοντας το βλέμμα σε πιγκπόνηδες αμέριμνους και κοπελιές ηλιοθεραπείας. Με ειδική τεχνική, συγκεντρώναμε την προσοχή κάπου, προκαλώντας, ως αόρατοι, εκνευρισμό και μάτιασμα.

Ήρτε η Δευτέρα και φτιάχτηκε ο κυλινδράκος-άξονας. Πλέον τραβήξαμε τον δρόμο προς Παράδεισο ελαφρώς πιο κοντά στους λόφους και στα βουνάκια και πέσαμε κατά τον σχεδιασμό πάνω σε πολλές εκατοντάδες μέτρα λιθοστρωμένης Εγνατίας και σε δύο αλλαγές ίππων. Κατάκοποι, λέγαμε να καταλήξουμε Φιλίππους και μετά Θασιακή Περαία, αλλά βράδιασε και είπαμε να καταφύγουμε στον αρχαιολογικο χώρο όπου θα υπήρχε σίγουρα η πανεπιστημιακή ανασκαφή Πελεκανίδη.

Έπεφτε το βράδι όταν νοκνοκ κουρτηλήσαμε την θύρα της αποστολής, βγήκε ο καθηγητής μετά βοηθών και ρομπ ντε σαμπρ, είδε τα χαρτιά μας και μας έμπασε σε έναν κοιτώνα. Εκεί μας περίμενε ο ευφυής και πολύτιμος Αργύρης Κούντουρας και μας έδειξε τρία στρωμένα κρεβάτια, αλλά αμέσως τα απορίψαμε και ξαπλώσαμ χαμαι το μωσαϊκό αφού είχαμε ξεσυνηθίσει τα στρωσίδια.

Το πρωί ο καθηγητής, ευγενέστατος μας ξενάγησε στον χώρο και μετά πήγε να συντονίσει τα σκάμματα, αφήνοντάς μας με έναν βοηθό. Περπατήσαμε όλόκληρον τον χώρο, φτάνοντας σε ψηλό πράσινο, ώσπου ένας μας σκύβει και παίρνει στα χέρια μια λόγχη ή κάμα ξίφους παλαιάς εποχής και την δείχνει περιχαρής στον συνοδό μας. Εκείνος την περιεργάζεται και μετά με μία υπερφυσική δύναμη, την εξακοντίζει με παλμό στο δασάκι. Πάθαμε ντν μπλάκα μας, αποχειρετίσαμε την ομάδα και τον καθηγητή και φτάσαμε στο τείχος των Κατελάνων, και σε τειχιά πριν τη Μάκρη. Είχε πολλά φίδια, αλλά είχομεν άρβυλα.