Τρία λεπτά κι ένα μαντήλι θρούμπες

100 χρόνια μετά, αφιερωμένο στους ορθόδοξους ιερείς που μαρτύρησαν κατά την Καταστροφή του 1922, των οποίων το όνομα κι η θανάτωση μας είναι άγνωστα


 

Της Νοέλ Μπάξερ

 


Ηπαπαδιά έπαιζε με τις θρούμπες ελιές που είχε κρυμμένες στο μαντήλι της, λες κι ήταν χάντρες από κομπολόι. Αργά τις έφερνε μια από δω και μια από κει, έχοντας το μυαλό της αλλού. Αναποδογύριζε ο κόσμος κι αυτή έπρεπε να προλάβει, να στηρίξει την οικογένειά της. Ασυναίσθητα ακούμπησε τον ώμο της στον κορμό του δέντρου δίπλα της, αναζητώντας κάτι που έστεκε ακόμα στη θέση του. Ποτέ της πριν η γυναίκα αυτή δεν είχε κάμει κουμάντο. Δεν ήταν μαθημένη. Μέσα σ’ όλα είχε κι αυτό να βρει μέσα στο μυαλό της, πώς παίρνει κανείς αποφάσεις για άλλους.

Περιέφερε το βλέμμα της στους δικούς της που κάθονταν κατάχαμα, κοντά κοντά σαν τα πρόβατα που γνωρίζουν τον κίνδυνο μα δεν μπορούν να του ξεφύγουν. Ο παπάς της αγνώριστος, ταπεινός δίχως το μεγαλείο του χρυσοκέντητου άμφιου, έτριβε το πηγούνι του που ίσαμε προχτές ήταν καλυμμένο με πλούσια κατσαρή γενειάδα. Σαν ρυάκια κατέβαιναν οι γκρίζες μπούκλες του. Δίπλα, η μάνα του κοιτούσε γύρω της με το παιδικό βλέμμα της άνοιας που τα βλέπει όλα καινούργια κι ενδιαφέροντα. «Ο παπάς μου», εκείνη την στιγμή είπε στον αέρα και φίλησε στοργικά τον γιο της στον ώμο. Παρακεί, η κόρη τους σε βουβό μοιρολόι για τον άνδρα της που πέντε μερόνυχτα πριν πήγε ως την εβραίικη συνοικία να βρει ψωμί και δεν ξαναγύρισε. Το βυζανιάρικο στην αγκαλιά της οδυρόταν, μα εκείνη χαμένη στον θρήνο της δεν το άκουγε το δόλιο. Η παπαδιά ξεκόλλησε από τον κορμό του δέντρου και με μια δρασκελιά άρπαξε το μωρό από την ακούνητη αγκαλιά της μάνας του.

«Φέρ’ το δω. Σε μένα!», της είπε αποφασιστικά.

Η κόρη ούτε που σάλεψε.

Όρθια η παπαδιά έκανε ένα γύρο με το βλέμμα, να εντοπίσει μωρομάνες. Το ελληνικό νεκροταφείο ήταν φίσκα με κόσμο, οι νέες μάνες ούτε μια ούτε δυο. Κατευθύνθηκε στην πιο κοντινή γυναίκα που είδε με βρέφος στον κόρφο και στάθηκε από πάνω της.

«Πάρ’ το και θήλασ’ το. Και τούτο», ακούστηκε σαν να διατάζει. Αυτή! Η έως τον χαμό του παλιού κόσμου της γλυκομίλητη γυναίκα.

Όσο η άλλη θήλαζε τα δύο μωρά, αδιαμαρτύρητα, η παπαδιά έλυσε το μαντήλι και ξεχώρισε δυο θρούμπες. Έσκυψε και τις έβαλε στο στόμα της μάνας.

Δεν είχε δυσκολευτεί να πείσει τον άντρα της να κάτσει να τον ξυρίσει και να του κόψει τα μαλλιά. «Προς τι μια ανώφελη θυσία;», τον είχε ρωτήσει. Γιατί να βρει κι αυτός, αθώος άνθρωπος, άκακος αμνός, τον θάνατο επειδή ήταν ορθόδοξος παπάς; Και μάλιστα θάνατο μαρτυρικό; Σε ποιον να δώσει το παράδειγμα; Στους εκδικητές εκτελεστές του; Παράδειγμα θα έδινε η θυσία του ή ικανοποίηση; Η αμέσως μετά κουβέντα της αποδείχτηκε η καθοριστική: «Πού θα μας αφήσεις ορφανές, παπά μου; Τρεις γυναίκες κι ένα βρέφος μόνες;» Έπεσε στα γόνατα κι η κόρη του και τον παρακάλαγε, μέτρησε κι αυτό.

Τον είχε καθίσει στην ψάθινη καρέκλα κάτω από τη μουριά, στην σκιά. Με μια ψαλιδιά έκοψε το πλοκάμι των μαλλιών του σαν να είναι ομφάλιος λώρος. Του το έδωσε να το κρατάει. Το στριφογύριζε στα χέρια του αυτός όσο εκείνη ήρθε από μπροστά και του κάλυψε με σαπουνάδα το πρόσωπο, όπως έβλεπε να κάνει ο γαμπρός τους που ήταν πεθαμένος, το ‘ξερε, τους το ‘χε πει ο γείτονας αλλά δεν το έλεγαν στην κόρη. «Καλύτερα ας μείνει με την ελπίδα πως θα έχει πατέρα το παιδί της», συμφωνήσαν μυστικά.

Το λεπίδι έκανε πολλές διαδρομές στο πρόσωπο του παπά που, με τα μάτια σφαλιστά, έδειχνε γαλήνιος. Προσευχόταν, το ήξερε η παπαδιά. Δεν του μιλούσε, να μη διακόψει. Στην συνέχεια, τον έντυσε με φορεσιά του γείτονα, ρούχα τριμμένα, ξεβαμμένα από τον ήλιο. Τον έβαλε μετά και τσάπισε και ξεχορτάριασε, που ήταν δουλειές δικιές της, έως να σκληρύνουν τα μεταξένια χέρια του. Μην και δείξουν σε τούρκικα μάτια πως για το δισκοπότηρο ήταν φυλαγμένα. Όλα τα είχε σκεφθεί, καμάρωσε η παπαδιά.

Ξυπόλητος τις συνόδευσε στο ελληνικό νεκροταφείο, το ορθόδοξο της Σμύρνης, να περιμένουν το καράβι που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Βάδιζε από πίσω τους ως ποιμένας, δεν σβήνονται τα συνήθεια ενός παπά ακαριαία. Από την πολυκοσμία δεν βρήκαν ελεύθερο χώρο. Δεν είχαν ούτε πού να πατήσουν. Με το ζόρι άνοιξε ένα μικρό ξέφωτο η παπαδιά, σκουντώντας και φωνάζοντας. Ο παπάς παρακολουθούσε με ταραχή την αλλαγή στην παπαδιά του. Είχε γίνει πιο αγνώριστη από τον ίδιο! Έκανε τον σταυρό του. Τι χειρότερο Τους είχε φυλαγμένο;

Καθιστός κατάχαμα ανάμεσα σε τάφους, με το κεφάλι στα γόνατα, κρατούσε το χέρι της μάνας του στο πλάι. Φυλαγμένη την είχε, μην το θολωμένο μυαλό της, που την όριζε, της πει στα καλά καθούμενα να φύγει. Ένιωθε την ανάγκη να προσευχηθεί βαθιά, βαθύτατα, μα έτσι, παριστάνοντας τον λαϊκό, το πνεύμα του διαμαρτυρόταν για το ψέμα. Τιναζόταν η σκέψη του και κουνιόταν από τον Θεό. Ούτε το θέαμα τριγύρω του τον άφηνε. Θρήνοι, δυστυχία… Μεγάλο το κακό. Ασταμάτητα τον χτυπούσε η παρόρμηση να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο έτσι όπως ήξερε, να πεταχτεί όρθιος και να βροντοφωνάξει στο πλήθος «Χριστιανοί, ας δώσουμε τα χέρια, ας ενωθούμε να πάρουμε δύναμη από τον Θεό, ελάτε να προσευχηθούμε όλοι μαζί». Αντί γι’ αυτά τα λόγια, «Πάτερ μου, ει δύνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», προσευχόταν από μέσα του. Η παπαδιά τον είχε ορμηνέψει «προς Θεού μην προδοθείς. Ιούδες υπάρχουν παντού κι οι Τούρκοι καιροφυλακτούν, ψάχνουν στην γύρα για παπάδες». Τον είχε αναγκάσει να της ορκιστεί πως δεν θα φανερωθεί, βασανιζόταν όμως που επέτρεψε να κρυφτεί η πίστη του. «Την Εκκλησία μου προδίδω» κατηγορούσε τον εαυτό του, και την ίδια στιγμή «Δεν δύναμαι να τις αφήσω ορφανές» τον δικαιολογούσε.

Όσο εκείνος συνομιλούσε σκεπτόμενος, της παπαδιάς του το μυαλό το τριβέλιζε άλλη έγνοια. Άμα φτάσουν στα τουρκικά μπλόκα για να ανέβουν στο πλοίο, να μην άθελά της προδώσει τον άντρα της η μάνα του με τα «Ο παπάς μου!» κι «Ο παπάς μου!» που φεύγαν από το στόμα της. Έπρεπε να καταστρώσει σχέδιο. Δεν το άφηνε στην τύχη, γιατί η τύχη τους είχε γυρίσει κι ήταν μαύρη.

Στριμώχτηκε κοντά στην κόρη της και της χτύπησε το μπράτσο να συνέλθει, να βγει από την βουβαμάρα του πένθους της.

«Ο δικός σου θα γυρίσει», της είπε ψέματα κατάμουτρα, «έλα να δούμε πώς θα σώσουμε τον πατέρα σου. Ψάχνουν τους παπάδες στα μπλόκα». Δεν περίμενε απάντηση για να συνεχίσει. «Άκου να σου πω πώς θα γίνει. Άκου με καλά! Θα χωριστούμε! Εσύ θα πάρεις την γριά στην πλάτη. Θα διπλωθείς από το βάρος, να μην φαίνεσαι και σε πιάσει μάτι αχόρταγο. Θα την πας έτσι ίσαμε πάνω στο πλοίο. Δεν θα γυρίσεις πίσω να μας δεις. Μην μας ψάξεις. Φεύγα μόνη σου και θα σε βρω εγώ, μην νοιάζεσαι».

«Με τι χέρια θα την κρατώ; Το μωρό μου; Θα το φασκιώσω στο στήθος;».

«Ποιο στήθος, μωρέ! Το γάλα σού κόπηκε από την στενοχώρια σου! Ο άντρας σου θα έρθει σου ‘πα, αλλά δεν με πιστεύεις, άπιστη. Το μωρό θα το έχω εγώ. Να μην δίνεις στόχο πως είσαι νέα γυναίκα, μωρομάνα. Θα το κρατάει αγκαλιά ο παππούς του, θα τον κάνω να μοιάζει με γέροντα χωριάτη. Θα βρεθούμε πάνω στο πλοίο. Αλλιώς, όπου μας ξεμπαρκάρουν. Να γλιτώσουμε είναι ανάγκη πρώτα. Να ξεγλιστρήσει ο παπάς από τα μπλόκα των Τούρκων».

Παρόμοια τα εξήγησε στον άντρα της. Κι έτσι κάνανε. Η κόρη ζαλώθηκε στην πλάτη τη γιαγιά της και ξεκίνησε πρώτη. Πιο πίσω, ανακατεμένοι στο πλήθος, χώθηκαν η παπαδιά με τον άντρα της και το εγγόνι. Οι ώρες περνούσαν μαρτυρικά. Η παπαδιά έπαιζε στην τσέπη της τις τελευταίες θρούμπες στο μαντήλι.

Και τότε έγινε αυτό που δεν έπρεπε να γίνει. Το μόνο που δεν είχε προβλέψει η παπαδιά όταν κατέστρωνε το σχέδιο της διαφυγής του παπά. Η μάνα του, από τη θέση της πάνω στην πλάτη της εγγόνας της, πιο ψηλά από τους άλλους, γύρισε το κεφάλι της προς το πλήθος που ακολουθούσε. «Ο παπάς μου! Ο παπάς μου», άρχισε να κραυγάζει ενθουσιασμένη μόλις τον διέκρινε και χτυπιόταν να ελευθερωθεί, να την κατεβάσουν και να τρέξει εκεί. Οι Τούρκοι στρατιώτες ακούγοντάς το έβαλαν την σφυρίχτρα στο στόμα, μαζεύτηκαν κι άλλοι κι άρχισαν να περνούν ανάμεσα στο πλήθος γυρεύοντας ποιος άντρας με λαϊκή φορεσιά είναι στην πραγματικότητα παπάς. Με τη ξιφολόγχη πετούσαν από τα ανδρικά κεφάλια τα φέσια. «Απ΄ το κούτελο τους καταλαβαίνουν», ψιθύρισε στην παπαδιά μια διπλανή γυναίκα, μην ξέροντας πως ο παπάς που γύρευαν στεκόταν δίπλα της. «Από το καλημαύχι, το κούτελο ψηλά δεν το βλέπει ο ήλιος κι είναι άσπρο», της εξήγησε.

Σαν τουφεκιά εκτέλεσης ακούστηκε αυτό στην παππαδιά, κι αντέδρασε τόσο γρήγορα που ούτε καν η πρώτη σκέψη πρόλαβε να μπει στο νου της. Χαμήλωσε και τράβηξε κάτω και τον άντρα της. Του έβγαλε το μαντήλι που του είχε στο κεφάλι κι επιβεβαίωσε ότι ναι, είχε το θανατηφόρο λευκό σημάδι. Με τις παλάμες της μάζεψε από κάτω σκόνες και της έτριψε στο μέτωπό του. Μα το αναθεματισμένο λευκό δεν καλυπτόταν έτσι. Στην απελπισία της, γοργά, χώνει τότε το χέρι μέσα στην φασκιά του μωρού και το εμφανίζει λερωμένο. Με τα δάκτυλα απλώνει στο πρόσωπο του παπά τις βρεφικές ακαθαρσίες ξεκινώντας από το μέτωπο. Αδιαμαρτύρητα αυτός την άφηνε να κάνει ό,τι κρίνει. Πλέον βρισκόταν στα χέρια της και στη μοίρα του.

Κάνοντας γρήγορα, με τις παλάμες της η γυναίκα του πίεσε τις ακαθαρσίες και στα μαλακά του πολυφιλημένα μάγουλα, κι ύστερα τον τράβηξε πάνω να σηκωθούν όρθιοι, ενόσω σκούπιζε κι έκρυβε το χέρι της στην πιέτα στο φουστάνι της. Ο παπάς ξαναέβαλε το μαντήλι στο κεφάλι του και περίμενε τον έλεγχο με την ηρεμία του θρησκευόμενου, που αφήνεται στο θέλημά Του.

«Ο παπάς μου! Ο παπάς μου», συνέχιζε να ωρύεται η μάνα του, που έχοντας καταφέρει να ελευθερώσει το ένα χέρι της έδειχνε τώρα με το δάκτυλο προς τη μεριά του. Οι στρατιώτες τούς περικύκλωσαν κι έσπρωξαν με τον κόπανο του όπλου τους τον κόσμο να αδειάσει. Στάθηκαν μπροστά στον άντρα με το μελαψό πρόσωπο. Ο επικεφαλής αξιωματικός γέλασε. Δύο στρατιώτες άρπαξαν τον παπά και τον σήκωσαν στον αέρα περνώντας τα χέρια τους κάτω από τις μασχάλες του. Τον πήγαν παρακεί. Ένας στρατιώτης ήδη είχε πάρει θέση εκτέλεσης, είχε γονατίσει και στόχευε. Η παπαδιά σπρώχνοντας, μοιράζοντας αγκωνιές και ουρλιάζοντας στο πλήθος να παραμερίσει έτρεξε κατά κει. «Ο άντρας μου! Ο άντρας μου», φώναζε γοερά καλύπτοντας το «Ο παπάς μου!» που δεν σταμάτησε ούτε τότε, όταν όλα είχαν τελειώσει.

Από την ορμή της έπεσε πάνω στον αξιωματικό που προηγουμένως είχε γελάσει. «Πάρε αυτό, αυτό κι αυτό», του είπε, φανερώνοντας μέσα από τα ρούχα της δυο δακτυλίδια κι έναν ασημένιο σταυρό. «Πάρε κι αυτό, πάρ ’τα όλα», φώναξε απελπισμένη στα τούρκικα, και του ακούμπησε στην παλάμη και το μαντήλι της με τις θρούμπες.

Ο αξιωματικός ξαναγέλασε. «Δεν τον γλιτώνεις τον παπά σου, γυναίκα», της απάντησε στα ελληνικά.

«Δεν αγοράζω τη ζωή του. Μόνο πέντε λεπτά χρόνο μαζί του, να τον καθαρίσω, να μην πάει στον παράδεισο λερός», τον ικέτευσε. Ο αξιωματικός επιδεικτικά μελέτησε το ρολόι του κι είπε: «Τρία λεπτά. Τόσα σου δίνω».

Η παπαδιά έτρεξε στον άντρα της που στεκόταν όρθιος παράμερα, εκεί που ίχνη στο χώμα πρόδιδαν πως θα ήταν το σημείο της εκτέλεσης. Σηκώνοντας ξεδιάντροπα το φουστάνι της ως τη μέση, του σκούπισε το πρόσωπο. Ύστερα έσπευσε στη θάλασσα στην άκρη της προβλήτας, γονάτισε, έβρεξε το φουστάνι της, το γέμισε νερό και το έφερε πάλι τρέχοντας ως τον παπά, σκορπώντας νερά στο δρόμο της. Του πέρασε το πρόσωπο με το υγρό πανί. Ούτε αυτό έφτασε για να καθαρίσει. Μην έχοντας χρόνο, εκτιμώντας πως δεν προλάβαινε να ξανατρέξει στη θάλασσα και να επιστρέψει, άρχισε να φτύνει στις παλάμες της και να τις περνάει στο πρόσωπό του. Έκλαιγε γοερά. Μάζεψε τα δάκρυα από τα μάγουλά της με τα χέρια και τα ακούμπησε μετά στα μάγουλά του, τρυφερά. Κι από εκείνου τα μάτια έρεαν δάκρυα, δυο καθαρά αυλάκια. Αγκαλιάστηκαν. Σφιχταγκαλιάστηκαν. «Συγχώρα με που δεν θα είμαι μαζί σας», της ζήτησε εκείνος. «Συγχώρα με που δεν το σκέφτηκα κι αυτό, πως θα γυρίσει η μάνα σου προς τα πίσω να δει». Ο αξιωματικός είχε έρθει και σταθεί πίσω της. Στοχεύοντας τον αστράγαλό της έφτυσε το κουκούτσι ελιάς που γυρόφερνε στο στόμα του. Είχαν περάσει τα τρία λεπτά των κοσμημάτων και του μαντιλιού με τις θρούμπες. «Μην τη μισήσεις τη μάνα μου», της έδωσε την τελευταία οδηγία-παράκληση ο άντρας της.

Στο αμπάρι του πλοίου κάθονταν οι γυναίκες όταν ακούστηκαν οι τουφεκιές. Το μυαλό της παπαδιάς την προστάτεψε και κράτησε πέρα την απορία γιατί άργησαν τόση ώρα να τον εκτελέσουν. Δεν βιαζόταν ο νους, θα είχε πολλά χρόνια μπροστά της η γυναίκα του παπά να το συλλογιέται και να μαλλιοτραβιέται. Δεξιά της είχε την πεθερά της που απορούσε τι συνέβη κι έβλεπε τόση δυστυχία, και ζερβά την άδεια κόρη της, με το μωρό. Ο θόρυβος από τις απανωτές τουφεκιές ξύπνησε στην παπαδιά δύο νέους φόβους: πώς θα είναι η ζωή της χωρίς τον κύρη της και πώς περνάει η ζωή αποθυμώντας κάποιον που δεν θα ξαναδείς. Έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της που έτρεμαν. Κρατούσαν τη βρωμιά από τον ύστατο αγώνα της με την φασκιά. Εισέπνευσε δυνατά. Κάπου θα υπήρχε λίγη από τη μυρωδιά του άντρα της. Δεν είχε τίποτα άλλο δικό του. Έβγαλε έξω τη γλώσσα της και έγλειψε τα χέρια της. Ήθελε να κρατήσει τη μυρωδιά του στα σωθικά της, για τα επόμενα πέτρινα χρόνια. Το πολύτιμο που της χάρισαν τρία λεπτά κι ένα μαντήλι θρούμπες.


Πηγή: fractal.gr


Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Βρετανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα. Σπούδασε στην Ελλάδα (Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στην Αγγλία (μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαιολογία). Εργάστηκε στη διαφήμιση και, μετά, ως υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

Πρόσφατα βιβλία της: «Η επιστροφή της Πηνελόπης», «Από δρυ παλιά κι από πέτρα», εκδ. Μεταίχμιο.