Νυν ευπλόηκα, ότε εναυάγησα

Στο νέο βιβλίο διηγημάτων «Το ταλέντο της αποτυχίας», ο επίμονος αναγνώστης διαπιστώνει πως ο πολυδιαβασμένος Κοσμάς Χαρπαντίδης κατέχει, αποδεδειγμένα βήμα το βήμα, το ταλέντο της συγγραφικής επιτυχίας!


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Oγεννημένος –το 1959– στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας, συγγραφέας Κοσμάς Χαρπαντίδης, μετά από τέσσερις συλλογές διηγημάτων –πέραν των μυθιστορημάτων, θεατρικών, λευκωμάτων–, στο νέο του βιβλίο με τίτλο Το ταλέντο της αποτυχίας μετακομίζει «στους ίσκιους της Θεσσαλονίκης» –τόπο που, κατά το βιογραφικό του, δεν κατοίκησε ποτέ– για να ανταμώσει στα επτά διηγήματα του Α΄ μέρους της συλλογής, τις «πικρές απορρίψεις» ιστορικών προσώπων, ιδιαιτερότητες της θρυλικής λογοτεχνικής τριάδας: Ιωάννου, Χριστιανόπουλου, Μαρωνίτη, ημιτελείς βιογραφίες αυτοχείρων ποιητών και ποικίλες αποτυχίες επιλεγμένων ηρώων του.

Στο Β΄ μέρος των 15 διηγημάτων μικρής αναπνοής, επιστρέφει στην πόλη που τον φιλοξενεί, την Καβάλα, όπου «στολίζουν την ψυχή του ακόμη» δημοσιεύματα του επαρχιακού Τύπου, βιώματα του οικογενειακού –φευ– περιβάλλοντός του, κομπασμοί επιφανών συμπολιτών του, α(πο)τυχίες περαστικών από τη ζωή του, εξομολογήσεις μυθοπλαστικών προσώπων.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Ποιοι αποτυγχάνουν στη ζωή; Οι νεότεροι εξαιτίας της απειρίας τους ή οι μεγαλύτεροι από τη ζάλη των εμπειριών τους»; Η αυθόρμητη απάντηση του υποψήφιου αναγνώστη της συλλογής είναι: ΟΛΟΙ.

Σε δεύτερο επίπεδο, ο ίδιος καλείται να αναρωτηθεί, τι εστί ταλέντο και τι αποτυχία. Ποια τα χαρίσματα και οι απολαβές τού πρώτου, ποιος ο χειρισμός και τα επακόλουθα της δεύτερης. Κυρίως, ποια η θέση του ευφάνταστου συγγραφέα που έχει ήδη αιχμαλωτιστεί στην ύπαρξη κάποιου έκτου δάχτυλου, περιφερθεί στις εξοχές των νεκρών, ενδώσει στη χρήση του κρυφού, του πανικού, της αποτυχίας, του άκυρου.

Πέραν της όποιας διαπίστωσης του αναγνώστη –συστηματικού ή μη– ο Κ. Χαρπαντίδης βιάζεται να καταθέσει το δικό του πιστεύω: «Το ταλέντο της αποτυχίας είναι πανταχού παρόν». Επιβραβεύοντας την ακριβή γνώση πως: H τέχνη της αποτυχίας είναι η τέχνη του ζην.

Αντιθέτως, η πλεινότης των ηρώων του ουδόλως μπορούν να αποδεχθούν την αποτυχία – πολύ περισσότερο το όποιο ταλέντο αυτής. Την απωθούν, είτε λόγω υπέρμετρης δυσκολίας του εκάστοτε εγχειρήματος είτε κατόπιν επαναξιολόγησης του ίδιου του στόχου –ο οποίος στόχος δεν είναι ο «κατάλληλος»– ακόμη και με υποβίβαση αυτού, με αφορισμούς τόσο παλιούς όσο και οι πρωτόπλαστοι, αλλά και τόσο καθηλωτικά ακυρωτικούς, που δεν επιτρέπουν την ευεργετική επεξεργασία της αποτυχίας τους. Στην πλάνη τους, απωθούν τη βαθιά δυσφορία που νιώθουν, παύουν να προσπαθούν και οδηγούνται, μέσω ατραπών, σε στόχους παράπλευρους, ξένους προς την ύπαρξή τους.

Κοσμάς Χαρπαντίδης, «Το ταλέντο της αποτυχίας», διηγήματα, σελ. 140, εκδ. Ο μωβ σκίουρος 2022.

Μέσα σε κάθε ήρωα των διηγημάτων του Κ. Χαρπαντίδη ελλοχεύει κάποιος «Άλλος». Το ίδιο οδυνηρός, αυτοκαταστροφικός, περισσότερο ξένος, άξιος να υπερασπιστεί το υποβόσκων ταλέντο του, θωρακισμένος να επιτελέσει το πανάρχαιο μυστήριο της τιμωρίας και της συγχώρεσης. Μιας και, με την παραδοχή πως η ζωή είναι ατέρμων, του προσφέρεται η δυνατότητα να επαναλάβει τα όσα έπραξε, μέσω παρόμοιας κάθαρσης στο διηνεκές, ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα. Ταμπουρωμένος πίσω από ανάρτηση σε τοίχο εγκαταλελειμμένου κτίσματος στο λιμάνι της Καβάλας, από χέρι αγνώστου νέου, ως έτερος ψαλμός του Δαυίδ, ο «Ανυπεράσπιστος καημός» του κατεξοχήν κατόχου των, παντός είδους και μεγέθους, αποτυχιών Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Ούτε να πεθάνω θέλω, ούτε και να γιατρευτώ. / Θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου».*

Παρατηρώντας γύρω μας, θα διαπιστώσουμε ότι ζούμε σ’ έναν πολιτισμό που έχει δυσανεξία στην αποτυχία. Ο αποτυχών έρχεται αντιμέτωπος με ένα φάσμα συμπεριφορών που κυμαίνεται από την συγκατάβαση έως την πλήρη άρνηση.  Αντιμετωπίζει την αποτυχία ως το άλλοθι απέναντι στις δικές του «επιτυχημένες» επιλογές ζωής, ανεξαρτήτως του πόσο κοντά ή μακριά είναι αυτές από τις εντός του επιθυμίες. Λειτουργεί με μία υφέρπουσα χαιρεκακία, που εκδηλώνεται με την υποκριτική ανεκτικότητα της άφεσης, ενώ στο βλέμμα του λάμπει η σπίθα του θριάμβου. Εκείνης που προσδοκά τον αφανισμό του άλλου, την προσωπική απαξία. Παραβλέποντας πως οι, παντός είδους, αποτυχίες είναι μικρές ευεργεσίες∙ και απολαύσεις.

Το παράδοξο της συλλογής «ταλέντου-αποτυχίας» είναι η συστέγαση. Ο συγγραφέας των 22 διηγημάτων Κ. Χαρπαντίδης, αντάμα με τον ορυμαγδό τής αποτυχίας των ηρώων του, παράλληλα με τις υπαρκτές ή ανύπαρκτες πτυχές τού ταλέντου τους, συστεγάζει διηγήματα που εκ προοιμίου αμφισβητείται τόσο ο όρος «αποτυχία» όσο και η αναγκαιότητα του όποιου «ταλέντου».

Παράδειγμα, ο διωγμός των Εβραίων στο «Η ανάπηρη κίσσα της Αννίκα Χαΐμ», δεν δύναται να χρεωθεί σε καμιά-κανενός αποτυχία τής γενιάς του, παρά σε πογκρόμ βιαιοπραγιών και διώξεων σε βάρος μειονοτήτων (εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών κ.ά.) ή αντιφρονούντων. Και φυσικά καμιά χρίση ταλέντου δεν τους προσφέρθηκε, ώστε να αποφύγουν τα κρεματόρια, τις ειδικές εγκαταστάσεις με κλιβάνους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση των κρατουμένων από τους Ναζί του Άουσβιτς.

Στη δε «Ιστορία μιας ιατρικής οικογένειας εκατόν έξι χρόνων» –με τον ηρωικό τρόπο που αφηγήθηκε από τον πέμπτο απόγονο μιας σειράς ιατρών– μόνο ταλέντο και ικανότητα μπορούμε να τους πιστώσουμε, άξια να αποτρέψουν κάθε περίπτωση αποτυχίας του μέλλοντος.

«Η κυρία Νιόβη πάει σινεμά» διότι πλήττει αφόρητα στην αποστειρωμένη ατμόσφαιρα της Κινηματογραφικής Λέσχης που ίδρυσε ο υπερήλικας σύζυγός της. Αντί αυτής, καταφεύγει στα σκοτάδια λαϊκών αιθουσών της περιοχής, για να παραδώσει το χυμώδες σώμα της στις ορέξεις άγνωστων, απρόσωπων εραστών! Ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται να της αποδοθεί αποτυχία, παρά μόνο ταλέντο στην κάθε είδους, έντασης και… ποιότητας ηδονή. Θέμα που ο συγγραφέας του διηγήματος ύμνησε σε πολλά από τα έργα του που προηγήθηκαν.

Πέραν των όποιων υποκειμενικών επιφυλάξεων, διαφορετικής οπτικής και… συστέγασης, ο επίμονος αναγνώστης διαπιστώνει πως ο πολυδιαβασμένος Κοσμάς Χαρπαντίδης κατέχει, αποδεδειγμένα βήμα το βήμα, το ταλέντο της συγγραφικής επιτυχίας! Στο σύμπαν της γραφής του στροβιλίζονται –όμοιος δαιμονικός χορός– ιστορικά τραύματα που αναμένουν τη δικαίωσή τους, οικογενειακά μυστικά πλαισιωμένα από ακανθώδεις σχέσεις που παραμένουν θαμμένα αιώνες, σκοτεινές χαραμάδες αδύναμες να φωτίσουν τα όσα αρνούνται πεισματικά να αναδυθούν στο φως, δαιδαλώδεις δίχως αύριο αναμετρήσεις με τις χίμαιρες της συνείδησης. Με αποτέλεσμα η λύτρωση να παραμένει δύσβατο μονοπάτι, το οποίο απαιτεί γραφή που συνίσταται από τέλεια ερμηνευμένες κινήσεις.

Συνομιλεί με τους ήρωές του, μέσω υπόγειων διακλαδώσεων, υπονομεύοντας τους κανόνες του είδους που υπηρετεί, κατασκευάζοντας παράλληλα μια αφήγηση σύγχρονη και συνάμα κλασική. Πρόσωπα και επιθυμίες παλεύουν με το ημίφως της φθοράς, την ένταση της βίας, το αναλώσιμο της καθήλωσης. Η εμπειρία συναντά την εμπύρετη αναζήτηση. Χώρος του το κλειστό περιβάλλον της επαρχίας, με κυρίαρχο στοιχείο την υγρασία και την ομίχλη. Εκεί όπου οι αντιθέσεις διαμορφώνουν μια κωδικοποιημένη καθημερινότητα. Τα ανομολόγητα πάθη, η αποπλάνηση, η ιδιοτέλεια και οι ματαιώσεις, είναι ό,τι είμαστε και από ό,τι θέλουμε να ξεφύγουμε.

Με το πέρας της αναγνωστικής μου είσπραξης, παραθέτω, δειγματοληπτικά, σπαράγματα από τα «Διασωθέντα αποσπάσματα από μια βιογραφία του Αλέξη Ασλάνη, που απέτυχε να ολοκληρωθεί» –πρώτος, αποκαλυπτικός τίτλος, προ σύμπτυξης– του πλέον αντιπροσωπευτικού διηγήματος της συλλογής. Όπου το ταλέντο υποκλίνεται στη λαίλαπα της ολοκληρωτικής αποτυχίας ενός εύθραυστου, μοναχικού, με έντονο ψυχισμό ποιητή, κατακλυσμένου από ματαιωμένες φιλίες, ναυαγισμένες σχέσεις∙ από θάνατο:

  • Από το έχω στο δεν έχω- εύκολο. Από το δεν έχω στο έχω- ακατόρθωτο.
  • Ήρθες για να δώσεις νόημα στην απουσία. Όλα σε άφηναν.
  • Ο έρωτας –μια παραίσθηση του βλέμματος. Τίποτα παραπάνω.
  • Πόσο δύσκολη η παραδοχή. Ολοένα βήματα εμπρός, αλλά και βήματα πίσω. Και τι ακριβό αντίτιμο!
  • Σ’ ένα πράγμα είχε ταλέντο. Στην αποτυχία. Α, ναι, και στη μοναξιά, που με την αποτυχία διδύμως πορεύονται.
  • Πικρά απογεύματα… Έρημοι σταθμοί. Καταχνιά. Συγκομιδή που δεν θα υπάρξει ξανά. Έζησα με το θάνατο για χρόνια. Αλλά ποτέ δεν εξοικειώθηκα μαζί του.
  • Ποιοι θα με περιέχουν, όταν λείψω; Κανείς. Μόνο η σιωπή και οι λιγοστές μου λέξεις.
  • Η ζωή του δεν ήταν απαραίτητη σε κανέναν.
  • Δεν θέλω πια. Ούτε εσάς θέλω, ούτε τον οβολόν σας και πιο πολύ αρνούμαι την καλοσύνη σας. Στον Αχέροντα θα περάσω με δανεικό κέρμα.
  • Μέσα στην ζέστη, τον σκασμό του Αυγούστου, σ’ ένα δώμα, ψέλλισε τις τελευταίες λέξεις και ψυχορράγησε όση ώρα μάρσαρε έξω μια μηχανή, με δέρμα κρουστό στη σέλλα και μαλλιά να κοντράρουν τον άνεμο.

Με την εισχώρηση, μέσω της ανάγνωσης των διηγημάτων της συλλογής, στο συγγραφικό σύμπαν του Κοσμά Χαρπαντίδη, όλβιος εστί όστις, πλήρης ταλέντου της αποτυχίας, του επιτραπεί να αναφωνήσει: «Νυν ευπλόηκα, ότε εναυάγησα».** 


*Ντίνος Χριστιανόπουλος, Βολέματα καταστροφής: 90 ποιήματα, 1949-1999.
** Έπλευσα καλά, όταν ναυάγησα. Ζήνων ο Κιτιεύς, 334-262 π.Χ.