Της Κικής Καρβελά
Έχουμε επιστρέψει στο σπίτι με ένα μετάλλιο της 3ης θέσης στον διαγωνισμό ορθογραφίας για μαθητές δημοτικού, από εκείνους που γίνονται προς το τέλος της σχολικής χρονιάς και βρίσκουν μαθητές και γονείς χαλαρούς. Μια μικρή γιορτή, που σηματοδοτεί τη χρονιά που φεύγει και τις διακοπές που πλησιάζουν.
Τα παιδιά νιώθουν κουρασμένα μετά από τη στάση που κάναμε για μια εορταστική κρέπα με σοκολάτα. Στο σπίτι φοράνε αμέσως πιτζάμες και δηλώνουν ότι δεν έχουν κουράγιο να πλύνουν τα δόντια τους. Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο. Ο μεγαλύτερος μένει με το φανελάκι και η μικρή βγάζει τις κάλτσες και σπρώχνει μακριά την κουβέρτα. Θέλουν παρέα, λένε. Η ώρα είναι 23:00, τους λέω πως δεν θα πιάσουμε κουβέντα.
Είναι Κυριακή βράδυ και αύριο ξημερώνει Δευτέρα. Κάθομαι πάνω στο κρεβάτι της και μένω ακίνητη να κοιτάζω έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Μπροστά ο ακάλυπτος και στο βάθος η θάλασσα. Απ’ έξω ακούγονται διάφοροι ήχοι. Πατζούρια κατεβαίνουν, μπαλκονόπορτες κλείνουν και ο διπλανός, που έχει αφήσει το συρόμενο παραθυράκι του μπάνιου ανοιχτό, τραβάει το καζανάκι. Αποφασίζω να ανοίξω το laptop.
Στην μπάρα της οθόνης εμφανίζεται μια μπλε σταγόνα. Δίπλα της οι λέξεις «Υγρό κλίμα». Είναι άραγε από τη βροχή που έριξε πριν από καμιά ώρα ή είναι ένα ακόμα μπουρίνι που πλησιάζει; Πού και πού ακούγεται ο ήχος από μηχανάκια και το κρώξιμο κάποιων άγρυπνων γλάρων που κάνουν αντίλαλο γύρω από την αμφιθεατρική πόλη. Τη μουσκεμένη και την άδεια.
Η μικρή τινάζει τα πόδια μέσα στον ύπνο της. Γυρίζω να την κοιτάξω. Κοιμάται, κιόλας, βαθιά. Γυρίζω πάλι προς το παράθυρο. Μυρίζω την υγρασία. Το μόνο που κινείται είναι τα φώτα στο νησί απέναντι. Πάνω του αναβοσβήνουν σκόρπιες αστραπές κι εγώ αναρωτιέμαι: πότε θα φτάσει, επιτέλους, το φετινό καλοκαίρι;
Η φυσική ροή των πραγμάτων έχει αποδείξει ότι το καλοκαίρι παραμένει μια από τις εποχές που έχουμε την τύχη να βιώνουμε εδώ στην Ελλάδα. Κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμα, θεωρίες σαν σενάρια επιστημονικής φαντασίας ξεφυτρώνουν καθημερινά.
Ξέρω ότι θα έρθει το καλοκαίρι. Εγώ, όμως, θέλω να έρθει τώρα. Τώρα που είναι μέσα Ιούνη και μπορώ ακόμα να προλάβω την άδεια παραλία, πριν την κατακλύσει το κύμα των ανθρώπων, των παντελώς απαίδευτων, τουριστικά τουλάχιστον. Την παραλία με το ήσυχο και καθαρό νερό. Που σε υποδέχεται μέσα στη γαλήνη της, σαν να σου λέει «Διάλεξε και κάτσε όπου σου κάνει κέφι. Κι αν ο ήλιος γυρίσει αλλιώς, άλλαξε θέση. Κάνε ό,τι γουστάρεις, τελοσπάντων». Θέλω λίγο ήλιο. Ένα βιβλίο στο χέρι κάτω από μια ομπρέλα και μπροστά μου τη θάλασσα, σαν γαλάζια κορνίζα. Θέλω να ακούω τον ήχο καλαμιών που σπάνε από παιδικά χέρια, για να γίνουν, κομμάτι-κομμάτι, το απόρθητο κάστρο της ημέρας. Την ώρα να περνάει, με το ρολόι ξεχασμένο μέσα στο τσαντάκι με τα αντηλιακά. Τη μυρωδιά του σπρέι που μας σώζει από την επίθεση των κουνουπιών στις 20:00. Τη νυχτερινή αύρα που με κάνει να μπιμπικιάζω και να τυλίγομαι με την καλοκαιρινή πετσέτα.
Πίσω στο σπίτι, το αγνάντι στο μπαλκόνι με τα πόδια ψηλά. Θυμάμαι, όταν ήμασταν μικρά, που μας άφηναν, στους μεγάλους καύσωνες, να σβήνουμε τα φώτα και να καθόμαστε στο μπαλκόνι με ένα βρακί και ένα φανελάκι. Σκοτάδι, πνιχτά γέλια, το τσίκι-τσίκι από τους ηλιόσπορους. Βουνά ολόκληρα τα τσόφλια. Τα αυτονόητα. Τότε.
Τώρα, τα αυτονόητα αρχίζουν να φαίνονται άπιαστα. Σαν να μην τηρείται η συμφωνία. Παλιώνει και ξεφτίζει εκείνο το ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπογράψαμε κάποτε με το καλοκαίρι. Εκείνο που έλεγε ότι για τρεις ολόκληρους μήνες, όλα τα απλά είναι δυνατά, κάθε μέρα. Ότι μπορεί το σώμα να ξεκουραστεί και το μυαλό να ξαποστάσει. Κοντά στο κύμα, κάτω από τα άστρα. Με παρέα σε μια ταράτσα ή σε μια καντίνα κάπου λίγο πιο έξω από την πόλη. Σε ένα παγκάκι δίπλα στο φως του δρόμου που αχνοφέγγει. Στις σπαστές καρέκλες του θερινού σινεμά με μια μπύρα στο χέρι.
Το ’75 η Μαρινέλλα τραγουδούσε «όμως εμένα μου είν’ αρκετό, λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου». Πριν καμιά δεκαετία θα λέγαμε πόσο banal ακούγεται αυτό (banal= το πολύ συνηθισμένο, το μη ποιοτικό). Σήμερα δεν είναι πια συνηθισμένο. Ούτε και μη ποιοτικό. Και καθώς τα χρόνια περνούν, αυτό που θα έπρεπε να είναι αβίαστα συνηθισμένο, φτάνει να γίνεται ουτοπικό. Και αυτή η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Και το καλοκαίρι, που μου έχει τάξει ότι θα εξατμίζει τη δυστοπία που έχουν στήσει οι υπόλοιπες εποχές του χρόνου, αργεί κι άλλο.
Στο κάτω μέρος του laptop ανάβει τώρα ένα κίτρινο τρίγωνο με τρεις σταγόνες. Δίπλα του η λέξη «Βροχή». Πατάω τον τερματισμό λειτουργίας. Στο παιδικό δωμάτιο ακούγονται κοιμισμένες ανάσες και ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο δοντιών. Πολλά φώτα στο απέναντι νησί έχουν σβήσει.
Θα κλείσω το παράθυρο. Θα κλείσω και το πατζούρι και θα πάω για ύπνο. Και αύριο το πρωί θα το ανοίξω πάλι, να μπει φως. Και όταν ξυπνήσουν τα παιδιά, θα με ρωτήσουν αν έφτασε η μέρα για την παραλία. Εγώ θα κουνήσω το κεφάλι καταφατικά κι αυτά θα με πιστέψουν. Θα πεταχτούν από τα κρεβάτια, θα βάλουν μαγιό, θα φάνε πρωινό και θα περιμένουν να φύγουμε. Και, ίσως τελικά, να φύγουμε.
Η Κική Καρβελά είναι Λογοπεδικός