Του Αργύρη Μπακιρτζή
Είχα την τύχη να απολαύσω την τελευταία από τις παραστάσεις που έδωσε το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου στις 14.5.25. Το θέατρο των 260 θέσεων ήταν κατάμεστο και ανάμεσα στους θεατές πολλοί γνωστοί και εξέχοντες άνθρωποι των Γραμμάτων και Τεχνών.
Η ευχαρίστηση που αποκομίσαμε ήταν έκδηλη, όπως διαπίστωσα βλέποντας τα πρόσωπα των θεατών μετά το τέλος της παράστασης, και οφείλω να πω πως αισθάνθηκα, ως πολίτης της Καβάλας, περηφάνια για το υψηλό επίπεδό της.
Θα ήθελα να παραθέσω ένα σχετικό σημείωμα που μου απέστειλε η φίλη μου θεατρολόγος Ασπασία Λυκουργιώτη:
«Η Καλλιτεχνική Διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, γράφει και σκηνοθετεί το ΛΙΙΝΓΚ ΡΟΥΜ, ένα εύστοχο έργο σύγχρονου ελληνικού ρεαλισμού… Σε μια επαρχιακή ελληνική πόλη που θα μπορούσε να είναι και η Καβάλα, αλλά η συγγραφέας-σκηνοθέτις δεν την αναφέρει, ώστε να μπορεί να είναι οποιαδήποτε, δύο νέοι άνθρωποι έχουν την τύχη να γνωριστούν. Αλλά είναι όντως τύχη, καθώς πώς θα ζήσουν έναν έρωτα σε μια Ελλάδα που καταρρέει οικονομικά και ο κατώτατος μισθός δεν φτάνει, όχι για να πάψουν να μένουν με τους γονείς τους, αλλά ούτε για τα τσιγάρα τους; Το τυράκι της μετανάστευσης παραμένει διαχρονικά λαχταριστό αλλά με μια εξίσου διαχρονική επίγευση πίκρας, αφού χωρίζει στις περισσότερες περιπτώσεις τα ζευγάρια και απομυζά τη χώρα από την τίμια, παραγωγική και δημιουργική νεολαία που δεν βρίσκει διέξοδο.
Οι οικογενειακές σχέσεις, ο διαδικτυακός έρωτας του παππού-θείου με μια Ελληνίδα του εξωτερικού, το χάσμα των γενεών, η Ελληνίδα μάνα ως η λύση αλλά και ως πρόβλημα σκιαγραφούνται με χιούμορ στο φόντο του έργου ενώ με απλότητα και διαύγεια η συγγραφέας-σκηνοθέτις ανακατασκευάζει τον ανατριχιαστικά αληθινό κόσμο «της δικής μας πόρτας» που απέρριψε πιθανά το να ζήσει εκτός χώρας για να μείνει και να διπλώνει χαρτόκουτα.
Αν και το θέμα του έργου θα έλεγε κανείς ότι είναι στον πυρήνα του «βαρύ», η Βαμβακά καταφέρνει να μην γίνει μελοδραματική και να φερθεί με αγάπη σε όλους τους ήρωές της κατανοώντας τους. Δεν τους υποτιμά, δεν τους κρίνει, τους κατανοεί σε βάθος και τους αγαπά, ρίχνοντας τις ευθύνες στο οικονομικό, πολιτικό και ιστορικό παράλογο και όχι στους ίδιους. Το πολύχρωμο λειτουργικό σκηνογραφικό περιβάλλον, οι χιουμοριστικές χορογραφίες και κωμικές εμμονές της μάνας και του θείου συνηγορούν ακόμα προς αυτήν την κατεύθυνση, της δημιουργίας δηλαδή μιας απολαυστικής παράστασης άψογα ερμηνευμένης από τους τέσσερις πρωταγωνιστές της (Δημήτρης Πετρόπουλος, Μαρία Τσιμά, Αλέξανδρος Σκουρλέτης, Νικόλας Μίχας, Κωνσταντίνα Βέρρου). Αν βρίσκεστε στη βόρεια Ελλάδα, σπεύσατε…»