Της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Hπόλη της Καβάλας εκτός από προσφυγούπολη και καπνούπολη, όπως έχει περάσει στη συλλογική μνήμη, έχει να παινεύεται για τους πνευματικούς της ανθρώπους που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στα ελληνικά γράμματα. Καταξιωμένοι συγγραφείς: Β. Βασιλικός, Γ. Χειμωνάς, Δ. Αξιώτης, Θ. Γρηγοριάδης, Κ Καναβούρης, Μ. Κυρτζάκη, Πρ. Μάρκογλου, Χρ. Μίσσιος, Γ. Στογιαννίδης, Γ. Ατζακάς, Κ. Χαρπαντίδης και πολλοί άλλοι, κατάγονται από αυτή, που γίνεται πηγή έμπνευσής τους.
Η Καβάλα δεν είναι μόνο η πατρίδα σ’ αυτό το μυθοπλαστικό ντοκουμέντο του Δ. Αξιώτη που θα μας απασχολήσει, αλλά ένας υπόγειος τόπος μυστικών ρευμάτων, μαγικών εξάρσεων, που αγκαλιάζει τα πνευματικά της σπλάχνα, τους ανθρώπους της, την καθημερινότητα και τα όνειρά τους. Η πόλη λειτουργεί ακόμη ως λογοτεχνικός χώρος –όχι μόνο για τον Γιώργο Χειμωνά– αλλά και για τον ίδιο τον Διαμαντή Αξιώτη, με ιστορικές, προσωπικές και συμβολικές αναφορές. Από τους εκλεκτούς πεζογράφους της γενιάς του λοιπόν ο Διαμαντής Αξιώτης, με πλούσιο εκδοτικό έργο, εξέδωσε τη χρονιά που διανύουμε, το βιβλίο Γιώργος Χειμωνάς: Βασιληάς της Ασίας , εκδόσεις Οδός Πανός.
Μετά από τρία συλλογικά βιβλία που επιμελήθηκε, έρχεται και μας συστήνει τον Γ. Χειμωνά, τον «Πρίγκιπα», όπως τον αποκαλεί. Ένας από τους πιο βαθυστόχαστους συγγραφείς της ελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, συνάμα σαγηνευτικός, ευθυτενής, ναρκισσευόμενος ρήτορας, που λικνίζεται στους ήχους της ροκ, ίδιος ο Αρχάγγελος Ουριήλ. Ένας πρίγκιπας που είναι καμωμένος από σύννεφα, τόσο απόμακρος και που θα μπορούσε να αποκληθεί ακόμη και «Όσιος».
Γιατί όμως ο Αξιώτης ασχολείται τόσο βαθιά με τον Χειμωνά και το έργο του; Ήθελε να τιμήσει τον «Δάσκαλο» του και να τον παρουσιάσει ως μια εμβληματική μορφή που επιστρέφει στην Καβάλα για να ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής του; Ήθελε να κοινωνήσει τη λογοτεχνία του σε μεγαλύτερο εύρος αναγνωστικού κοινού που τον θεωρεί δύσκολο λογοτέχνη; Ή να ξύσει τη μνήμη σ’ αυτούς που τον αγαπούν και επιθυμούν να εξερευνήσουν τις σύνθετες σχέσεις μεταξύ συγγραφέα, έργου και αναγνώστη;
Όσοι έχουν μελετήσει τα γραπτά του Χειμωνά τα έχουν κρίνει ψυχαναλυτικά γιατί διεισδύουν στις εσωτερικές πτυχές της συνείδησης και διακρίνονται για τη νεωτερική τους γραφή, καθώς και για πολλά δάνεια στοιχεία από το αντιμυθιστόρημα, όπως η επίπεδη γραφή ή η έλλειψη διαλόγων. Όπως λέει χαρακτηριστικά γι’ αυτόν ο καθηγητής Λίνος Πολίτης: «Ο Γιώργος Χειμωνάς είναι ένας συγγραφέας που δε διαβάζεται εύκολα».
Η επιστροφή του Χειμωνά στην Καβάλα παρουσιάζεται ως μια εσωτερική ανάγκη του συγγραφέα να επιστρέψει στον τόπο που τον γέννησε, όχι μόνο βιολογικά αλλά και πνευματικά. Και τα καταφέρνει άριστα ώστε να πάρουμε το άρωμά του, να τον γνωρίσουν όσοι δεν έχουν διαβάσει κανένα βιβλίο του πρωταγωνιστή Χειμωνά. Ο Αξιώτης δημιουργεί τη «Θαυμασία», μυθοπλαστικό πρόσωπο που τη «χρησιμοποιεί» ως αφηγήτρια/ποιήτρια, εμφανώς ερωτευμένη, χωρίς ανταπόκριση, με τον Χειμωνά, η οποία επιφορτίζεται το βάρος να μας συστήνει τον «αγαπημένο» της, όχι μόνο ως συγγραφέα αλλά και ως πρόσωπο του σκότους. Η Θαυμασία είναι μια αινιγματική γυναικεία φιγούρα που ζωντανεύει λογοτεχνικά τις μούσες, τις ερωμένες και τις φαντασιώσεις του Χειμωνά. Ξεκινά την αφήγησή της από τον «χωλό» μήνα, Φεβρουάριο του 1989, όταν Γιώργος Χειμωνάς επιστρέφει στην Καβάλα για να παραβρεθεί στον θάνατο της μητέρας του .Μέσα από τις αναμνήσεις και τις εξομολογήσεις της, ο αναγνώστης ξεναγείται σε μια Καβάλα που σφύζει από λογοτεχνικές αναφορές, όπου η πραγματικότητα και η φαντασία συνταξιδεύουν. Μας μιλά για την Φαντασμαγορία, τον Φόβο, τον Έρωτα, τον Κλέφτη, τις βασικές συνιστώσες της ύπαρξης και της δημιουργίας του Χειμωνά. Για να παγιδευτεί στην -όχι τυχαία, απεναντίας- «ασύντακτη» και «ανορθόγραφη» γραφή του Ποιητή. Έτσι ο αναγνώστης θα φορέσει τα παπούτσια της Μούσας και θα περπατήσει μαζί της σ’ αυτήν την όμορφη πόλη που υποδέχεται τον Χειμωνά ως «ξένο». Αυτόν που η παιδική ηλικία του πέρασε στο αφανισμένο σπίτι της χερσονήσου από γρανίτη, «Παναγία». Για να αναρωτηθεί ο αναγνώστης: Είναι δυνατόν να λησμονήσει κανείς τον γενέθλιο τόπο, κι ας έφυγε νωρίς απ’ αυτόν; Πληγώνει η πατρίδα τα παιδιά της; Κυρίως εκείνα που δεν χωρούν στα στενά της καλούπια; Πατρίδα, μήτρα και μαχαίρι.
Η Θαυμασία στήνει το σκηνικό της, μας πιάνει από το χέρι και μας οδηγεί στο στενάχωρο λιμάνι της Καβάλας, στο Ιμαρέτ και το πράσινο στον χρόνο άγαλμα του Μωχάμετ Άλη, στην αγορά του Αη Νικόλα του Θαλασσινού, στον Άγιο Σίλα, στο λαϊκό καφενεδάκι «Τεμπελχανείον», το μπαράκι «Χαμάμ» του Μπάμπη, στην οδό Ομονοίας, στη Νέα Πέραμο, στα μαγέρικα, στους τεκέδες, τα σαγματοποιεία, τα πεταλωτήδικα, τα καφενεία με τους ναργιλέδες και τέλος στο σπίτι όπου μεγάλωσε ο «ξένος» συγγραφέας. Μαζί μας, συνταξιδεύουν πεζογράφοι της Καβάλας, αλλά και η Λούλα Αναγνωστάκη, η σύντροφος του Χειμωνά, ο Κρίτων Χουρμουζιάδης και πολλοί άλλοι καταξιωμένοι συγγραφείς του Κέντρου. που έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα συγγραφικά τους αποτυπώματα στα Ελληνικά γράμματα. Εκτός όμως από την Καβάλα, η Θαυμασία κατεβαίνει και νότια, στην Αθήνα, και μας ξεναγεί στο ιατρείο-καταφύγιο του Γιώργου Χειμωνά, Βαμμένο σε σκούρο μπλε χρώμα, όπου βλέπουμε το ανάκλιντρο, τα αφημένα αποτσίγαρα στο γραφείο, τα αγαλματίδια από όνυχα, τα καδράκια όπου εικονίζονται ο Hölderlin και ο Ντοστογιέφσκι, την εικόνα του Αγίου Γεωργίου που σκοτώνει τον Δράκοντα. Φωτογραφίες, πολλές φωτογραφίες του νάρκισσου οικοδεσπότη, σε χίλιες πόζες. Κατά πως μας ξεναγεί λεπτομερώς η Θαυμασία: δεν ήταν μόνο το ιατρείο του αλλά το κρησφύγετο του ποιητή που μπροστά του κάθε Πέμπτη έπινε νεσκαφέ «μπλουμ» ανακατεύοντάς τον απλώς μ’ ένα κουτάλι. Ανάμεσά τους βλέπουμε αγαπημένα του μικροαντικείμενα, που ήταν δεμένα με τον ποιητή και σήμαιναν πολλά γι’ αυτόν. Όπως μια περίτεχνη καρφίτσα που έχει φτιαχτεί σε χώρα της Ανατολής αλλά και η προκλητικά κόκκινη λάμπα του παλαιοπώλη της Καβάλας Σεραφείμ.
Τελικά από τι υλικά ήταν φτιαγμένος ο Γιώργος Χειμωνάς; Με ποια στοιχεία μπολιάστηκε από τη γέννα μέχρι την ώρα του φευγιού του; Αυτός που κήρυττε: Δεν θέλω να μ’ αγαπούν, θέλω να με λυπούνται. Όσοι τον γνώρισαν λένε πως αρνιόταν πάντα την τρυφερότητα των άλλων, αφού πρώτα την επιζητούσε απεγνωσμένα. Πως ήταν κλασική περίπτωση ανθρώπου φοβισμένου, που ωστόσο συνέχιζε να περιθάλπει μιαν ολόκληρη ακολουθία από γυναίκες ψυχωσικές, νευρωτικές, ξεπεσμένες σταρ, ιέρειες της ποίησης και της συγγραφής.
Και είναι σαν να ακούω τη μάνα του να ρωτά: Έγινες βασιληάς της Ασίας; Σου το είχε ευχηθεί και το είχε προφητέψει ο πατέρας σου. Σ’ εκείνο το γράμμα που αυτοκτόνησε τριανταδύο χρονών. Όμως εγώ πάντα το ήξερα κι ολοκάθαρα το ήξερα για ποιαν Ασία ήσουν προωρισμένος κι εσύ καλά τον αντάμειψες τον θαυμασμό του πατέρα σου κι έκανες τον πατέρα σου γύφτο κι ακονιστή. […] Γι’ αυτό σ’ έφερα στον κόσμο για να με γιάνεις από τον θάνατο. Για τι άλλο θα σε φώναζα θαρρείς; Για τίποτα άλλο άξιος δεν είσαι για τίποτα ικανός. Άχρηστος κι άχρηστος ο γυιός που λάμπει.
Ο Γιώργος Χειμωνάς ήταν δεμένος με τους φίλους της Καβάλας, όπως τον Διαμαντή Αξιώτη, την Ελένη Ιορδάνου, τον Κοσμά Χαρπαντίδη, που απάρτιζαν τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Λόγου και Τέχνης «Υπόστεγο», όπου πολλά πολύτιμα γραπτά τού Χειμωνά φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του. Στις σελίδες του βιβλίου του Δ. Αξιώτη παρελαύνουν αξιόλογοι «βόρειοι» των Τεχνών όπως: Κρίτωνας-Ευθυβούλης Χουρμουζιάδης, Μπάμπης Γαμβρέλης, Κική Λεονταράκη. Όπως και οι «νότιοι» του Κέντρου: Αλέξης Ζήρας, Μένης Κουμανταρέας, Πέτρος Αμπατζόγλου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Κάτια Λεμπέση, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Άλκηστη Σουλογιάννη εκπρόσωπος του Υπουργείου Πολιτισμού. Ο αναγνώστης του «Βασιληά» θα πληροφορηθεί για την πνευματική κίνηση της Καβάλας, για τα λογοτεχνικά περιοδικά “Σκαπτή Ύλη» και «Υπόστεγο», να τα κρατήσει ζωντανά στα δύσκολα χρόνια που περνά ο Πολιτισμός της χώρας μιας -και όχι μόνο.
Διαβάζουμε αποσπάσματα από τα έργα του Χειμωνά: «Πεισίστρατος», «Εκδρομή», «Μυθιστόρημα», «Ο γιατρός Ινεότης», «Ο γάμος», «Ο αδελφός , «Οι χτίστες» , «Τα ταξίδια μου», και «Ο εχθρός του ποιητή», που είναι το τελευταίο του βιβλίο, ενώ άριστα έχει κατορθώσει μέσω της Θαυμασίας του να μας τα κάνει πιο κατανοητά. Με γοήτευσε το βιβλίο του Δ. Αξιώτη, όπως θα γοητεύσει και τους αναγνώστες που θα ακολουθήσουν την Θαυμασία στους αινιγματικούς ατραπούς της. Για κάποιον αναγνώστη, που δεν έχει διαβάσει κανένα βιβλίο του Γ. Χειμωνά, πιστεύοντας πως είναι δυσνόητος ή πως θα του μεταφέρει μελαγχολία και πλήξη, ο «Βασιληάς» του Δ. Αξιώτη είναι μια πρόκληση να τον πλησιάσει και να εντρυφήσει στη φιλοσοφία του.
Τελικά, κύριε Αξιώτη, «ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία» όπως αξιολόγησε – δια χειρός Χειμωνά- «Ο γιατρός Ινεότης»; Καλή πλεύση στο πόνημά σας.
Πηγή: periou.gr