Λαϊκή Συσπείρωση: Τα εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας να περάσουν αποκλειστικά σε κρατική-κοινωνική ιδιοκτησία

Η δημοτική παράταξη της Καβάλας που πρόσκειται στο ΚΚΕ καταθέτει την άποψη της για τις συνεχόμενες διακοπές ρεύματος στην περιοχή

Την δική της άποψη για το μέγα θέμα των ημερών στην Καβάλα που δεν είναι άλλο από τις αλλεπάλληλες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος, καταθέτει η δημοτική παράταξη της «Λαϊκής Συσπείρωσης» με ανακοίνωση που εξέδωσε. Στην ανακοίνωση ο δημοτικός σύμβουλος Χρήστος Ποτόλιας επισημαίνει ότι εγχώριοι ιδιωτικοί ενεργειακοί όμιλοι είναι αυτοί που κερδίζουν σε βάρος της ΔΕΗ που βυθίζεται στα χρέη και προτείνει τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να περάσουν αποκλειστικά σε κρατική – κοινωνική ιδιοκτησία

Ακολουθεί το δελτίο τύπου της Λαϊκής Συσπείρωσης.

«Επειδή… συμφέρουν τα μπλακ άουτ»

«Στα όριά βρέθηκε τις τελευταίες μέρες το δίκτυο διανομής της ΔΕΗ στη περιοχή μας. Γενικότερα το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα βρίσκεται σε «κρίση» λόγω της απελευθέρωσης της «ενέργειας»,  πολιτικής ΕΕ και Ελληνικών κυβερνήσεων. Χιλιάδες καταναλωτές, όχι μόνο επιχειρηματίες, αλλά και λαϊκά νοικοκυριά, άρρωστοι και ηλικιωμένοι, βίωσαν και βιώνουν εκτεταμένες διακοπές ηλεκτροδότησης, με το πρόβλημα σε ορισμένες περιοχές να είναι δυσβάσταχτο. Στην Καβάλα δεν κατοικούν μόνο τουρίστες που δυσανασχετούν από τις διακοπές ρεύματος και «χάνονται» έσοδα από τους επιχειρηματίες.

Οι «βλάβες», λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, δημιούργησαν μικρά, άτυπα μπλακ άουτ, ενώ το εύρος και η διάρκεια ορισμένων διακοπών,  δημιουργούν βάσιμες υποψίες για προγραμματισμένες διακοπές ρεύματος, προκειμένου να αποφευχθεί γενικευμένο «μπλακ άουτ».

Η κακή συντήρηση του δικτύου χαμηλής και μέσης τάσης έχει να κάνει με την αρνητική για τη ΔΕΗ ανάλυση… «κόστους – οφέλους». Οι διοικούντες της ΔΕΗ έχουν καταλήξει ότι η συστηματική συντήρηση του δικτύου της επιχείρησης είναι οικονομικά ασύμφορη και γι’ αυτό έχουν επιλέξει τη λύση της άμεσης επέμβασης, όταν προκύπτουν διάφορες ζημιές και βλάβες. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την έλλειψη τεχνικού προσωπικού και υλικών.

Εκπρόσωποι της ΔΕΗ προσπαθούν να υποβαθμιστούν τα προβλήματα. Υποστηρίζουν ότι το σύστημα λειτουργεί  στο σύνολο του, ωστόσο δηλώνουν ότι είναι φυσικό να σημειώνονται βλάβες σε συνθήκες καύσωνα.

Την ώρα που οι εγχώριοι ιδιωτικοί ενεργειακοί όμιλοι παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη κερδοφορία, η ΔΕΗ βυθίζεται στα χρέη, προετοιμάζοντας έτσι τις νέες αυξήσεις, που θα κληθούν να πληρώσουν τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα αργά ή γρήγορα. Τα οικονομικά αποτελέσματα για το 2018, καταγράφουν ζημιές ύψους 542 εκ. ευρώ, ποσό που αντικειμενικά και παρά τα όσα ισχυρίζονται η διοίκηση της εταιρείας και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, για το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, ακόμη και για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

Αυτή είναι και η μεγάλη εικόνα της ΔΕΗ και σε αυτή τη μεγάλη εικόνα πρέπει να αναζητηθούν και οι διακοπές ρεύματος στη περιοχή μας.

Προκύπτει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι αυτοί που έχουν ωφεληθεί από την πολιτική της «απελευθέρωσης» της ενέργειας, είναι οι ιδιώτες προμηθευτές ρεύματος που αγοράζουν φτηνά και πουλάνε στο εξωτερικό πανάκριβα. Τα λαϊκά στρώματα είναι αυτά που στο τέλος πληρώνουν το «μάρμαρο» της «απελευθέρωσης». Ένα βασικό αγαθό, τείνει να γίνει είδος πολυτελείας, με εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκών νοικοκυριών να απειλούνται ανά πάσα στιγμή με διακοπές ρεύματος ή και να βρίσκονται ήδη δίχως ρεύμα.

Προτείνουμε και παλεύουμε, καλώντας παράλληλα και το λαό να πράξη το ίδιο με όποιο τρόπο, για το κλάδο της Ενέργειας τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (λιγνιτικά, υδροηλεκτρικά, φυσικού αερίου, ανανεώσιμων πηγών), τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, τα διυλιστήρια, οι εγκαταστάσεις μεταφοράς, αποθήκευσης και διανομής φυσικού αερίου και οι εγκαταστάσεις εξόρυξης των διαφόρων πηγών Ενέργειας, να περάσουν σε αποκλειστικά κρατική – κοινωνική ιδιοκτησία, έχοντας ως γνώμονα ότι η Ενέργεια πρέπει να είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα, με στόχο την πλέρια ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων, όπως αυτές διαμορφώνονται στον 21ο αιώνα».