Η Αγάπη και το Σωματείο Ρωσοελληνικής Κουλτούρας της Καβάλας

Η Λιουμπόφ Ρούμπαν ή... Αγάπη για τους Καβαλιώτες


Του Νίκου Σπιτσέρη


Όταν η Λιουμπόφ Ρούμπαν, πρόεδρος του Σωματείου Ρωσοελληνικής Κουλτούρας, Αγάπη για τους Καβαλιώτες καθώς μετέφρασε το Λιουμπόφ, εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, αναζητώντας έναν ασφαλή προορισμό για την ίδια και τις δυο 17χρονες τότε θυγατέρες της και αφού έλυσε τα πρώτα προβλήματα εγκατάστασης και προσαρμογής στο νέο περιβάλλον, άρχισε να αναζητά συμπατριώτες και ανθρώπους που θα νοιάζονταν για τη ρωσική κουλτούρα: Την ποίηση, το θέατρο, τα έθιμα και τις παραδόσεις.

«Ήμουν σίγουρη, εξηγεί, ότι θα υπήρχε κάποιο σωματείο που ασχολείται με ρωσική κουλτούρα, αλλά όταν ρώτησα τους συμπατριώτες μου έμαθα ότι υπήρχαν μόνο σύλλογοι παλιννοστούντων, με αποστολή την ενσωμάτωση στη ζωή της Ελλάδας. Προτεραιότητά τους ήταν τα ρύζια, τα γάλατα και τα επιδόματα και όχι η γλώσσα και η κουλτούρα. Μου έκανε εντύπωση. Έζησαν όλη τους τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση και στο καταστατικό τους δεν υπήρχε μια λέξη για τη διάσωση της ρωσικής γλώσσας. Δεν νοιάζονταν να μάθουν στα παιδιά τους τη ρωσική γλώσσα, τη ρωσική ποίηση». Όταν ρώτησε ορισμένους από τους λίγους συμπατριώτες της που ζουν στην Καβάλα, έμαθε ότι η δημιουργία ενός συλλόγου Ρωσοελληνικής Κουλτούρας επιχειρήθηκε 3-4 φορές στο παρελθόν, χωρίς επιτυχία.

Για μια γυναίκα όμως που αναζητώντας έναν ασφαλέστερο τόπο διαμονής για τα παιδιά της τόλμησε 15 χρόνια πριν να μπει σε ένα γκρουπ τουριστών με προορισμό την Ελλάδα και να επιλέξει την Καβάλα ως τη νέα της πατρίδα γιατί περιβάλλεται από θάλασσα και της θύμιζε το Σότσι, οι αποτυχίες των άλλων δεν έλεγαν κάτι. «Το minimum με βάση το νόμο είναι 21 άτομα. Ήμασταν 30 στην αρχή. Από την αρχή στο καταστατικό είπαμε πως μέλη του συλλόγου θα είναι αυτοί που αγαπούν την ελληνική και τη ρωσική κουλτούρα. Δεν το περιορίζαμε στους Ρώσους, όπως για παράδειγμα έγινε στην περίπτωση ενός βουλγαρικού συλλόγου. Το ζητούμενο ήταν να μπουν άνθρωποι μορφωμένοι που τους ενδιαφέρει η πνευματική ζωή, όχι να κάνουμε έναν σύλλογο για να μοιράζουμε τα μακαρόνια και το τυρί που δίνει το κράτος», τόνισε με φανερή την αποστροφή προς τους συλλόγους, που εξαντλούσαν τη δραστηριότητά τους στη συλλογή και διανομή τροφίμων».

Η πρώτη εκδήλωση του Σωματείου, που συγκροτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 2007, ήταν η διοργάνωση μιας πρωτοχρονιάτικης εκδήλωσης. Τα μέλη του Σωματείου έστησαν ένα ρωσικό πρωτοχρονιάτικο παραμύθι, με κουστούμια που έραψαν μόνοι τους. Η γιορτή, που παρουσιάστηκε στον 2ο όροφο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας, η οποία τότε στεγαζόταν στο επιβλητικό κτίριο της Μεγάλης Λέσχης, σημείωσε απόλυτη επιτυχία. Λίγες μέρες μετά, η Λιουμπόφ πήρε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και το βίντεο, πήγε στον τότε δήμαρχο Κωστή Σιμιτσή και του ζήτησε ένα κτίριο για τη στέγαση του συλλόγου. Το αίτημα έγινε άμεσα αποδεκτό και το νεοπαγές Σωματείο Ρωσοελληνικής Κουλτούρας είχε και μέλη και στέγη, «σε ένα ωραίο κτίριο στις εργατικές κατοικίες». Εκεί που απότυχαν οι προηγούμενοι, η Λιουμπόφ κατάφερε να πετύχει σε λίγους μόνο μήνες.

Οι σημαντικότερες ετήσιες εκδηλώσεις

Η Αγάπη δεν κρύβει την υπερηφάνεια της για όσα έχει καταφέρει μέχρι τώρα το Σωματείο σε ένα ρόλο γέφυρας μεταξύ των δύο χωρών, με έμφαση στις παραδόσεις και την κουλτούρα, με κείνη τη χαρακτηριστική προφορά των Ρώσων που έχουν μάθει ελληνικά. Μετά από 15 χρόνια στην Καβάλα και ενώ διδάσκει και Ρωσικά σε όσους επιθυμούν και ασχολείται και με τις μεταφράσεις, αν και το δραματικά περιορισμένο περιθώριο κέρδους δεν αποτελεί κίνητρο, ουδέν πρόβλημα επικοινωνίας υπάρχει. Απλά μια προφορά και κάτι σκόρπιες λέξεις όπως «τραντίτσια» αντί της παράδοσης. «Όταν μάθεις τη γλώσσα μεγάλος, εξηγεί, η προφορά δεν μαθαίνεται. Αν ακούσεις όμως τα κορίτσια μου δεν καταλαβαίνεις ότι είναι από τη Ρωσία». Όταν μιλάει για τις κόρες της, το πρόσωπό της φωτίζεται. Ήρθαν χωρίς να ξέρουν λέξη ελληνική, επισημαίνει και τέλειωσαν με άριστα τη νοσηλευτική σχολή. Αλλά το κυριότερο, ήρθαν σε ένα ασφαλές περιβάλλον.

Παίρνει αφορμή από ένα δημοσίευμα μιας τοπικής εφημερίδας για τον συνδυασμό της Ημέρας της Γυναίκας με την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. «Για μας, σημειώνει, και για την κουλτούρα μας είναι και οι δυο μέρες πολύ σημαντικές. Και η μέρα της γυναίκας και η μέρα της ποίησης». Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, εξηγεί η Αγάπη είναι πολύ μεγάλη γιορτή για τη Ρωσία. Μια παράδοση, που στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού, πήρε και έντονο πολιτικό και ταξικό χρώμα, με τις εργάτριες σε πρώτο πλάνο να παίρνουν βραβεία για την παραγωγικότητα και την επιτυχία των πλάνων τα χρόνια των σταχανοφικών μύθων, που δημιουργήθηκαν για να πείσουν ότι ο σοσιαλισμός δημιουργεί τον νέο τύπο ανθρώπου. Στο μεταξύ, ο υπαρκτός σοσιαλισμός αποδείχθηκε ανύπαρκτος και κατέρρευσε, αλλά ακόμα και σήμερα δεν είναι λίγες οι εκδηλώσεις και οι διακρίσεις για τη γυναίκα εργαζόμενη, τη γυναίκα μάνα, τη γυναίκα κόρη, γιαγιά, επιστήμονα. Σε κάθε περίπτωση, η Ημέρα της Γυναίκας είναι για τη Ρωσία σαν εθνική γιορτή. Στις 7 και 8 Μαρτίου οι άντρες δεν παραλείπουν να τιμήσουν με λουλούδια τις γυναίκες και να το γιορτάσουν δεόντως με τραπέζια στα σπίτια ή στις ταβέρνες.

Εξίσου μεγάλη γιορτή είναι η 9η Μαϊου, όταν γιορτάζεται η νίκη κατά του φασισμού. Για τους Ρώσους είναι εθνική γιορτή, αντίστοιχη της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου. Με μια διαφορά. Οι Ρώσοι γιορτάζουν όπως σε όλο τον κόσμο το νικηφόρο τέλος του πολέμου, ενώ στην Ελλάδα και στις δύο εθνικές επετείους γιορτάζεται η έναρξή τους. Ίσως, γιατί και στις δυο περιπτώσεις η εθνική ενότητα και ομοψυχία υπήρχε μόνο στην έναρξη των πολέμων. Ρωτώ την Αγάπη για τις αλλαγές στον τρόπο γιορτασμού μετά την πτώση του κομμουνισμού. Η διαφορά απαντά είναι στον πολιτικό χαρακτήρα της γιορτής. Οι σημαίες είναι κόκκινες, αλλά δίχως σφυροδρέπανα, τα συνθήματα είναι διαφορετικά και η διακόσμηση έχει αλλάξει. Αλλά πάλι στην Κόκκινη Πλατεία γίνεται μεγάλη παρέλαση. Η μεγαλύτερη αλλαγή στα συνηθισμένα είναι το «αθάνατο τάγμα», που ξεκίνησε 6 χρόνια πριν στη Σιβηρία από τον απλό λαό. Ο κόσμος παίρνει φωτογραφίες παππούδων, γιαγιάδων που συμμετείχαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κάνει παρέλαση κρατώντας στα χέρια του τις φωτογραφίες. «Το κάναμε, σημειώνει η Αγάπη, για πρώτη φορά και μεις εδώ τον περασμένο Μάιο στον δημοτικό κήπο Καβάλας».

Το τρίτο ορόσημο στις ετήσιες εκδηλώσεις του Σωματείου είναι ο γιορτασμός της Πρωτοχρονιάς, που φυσικά γίνεται με το παλιό ημερολόγιο. Οι Ρώσοι δεν έχουν το έθιμο της βασιλόπιτας, το οποίο όμως άρεσε πολύ στα μέλη του συλλόγου και έσπευσαν να το υιοθετήσουν, ενώ ο Άγιος Βασίλης είναι «ο παππούς του παγωνιά». Συνοδεύεται πάντα από την εγγονή του με την οποία έρχονται από τα βάθη της Σιβηρίας για να μοιράσουν δώρα και να επιβραβεύσουν τα παιδιά που διαβάζουν. «Ο Ρώσος Αγιος Βασίλης, προσθέτει η Αγάπη, είναι μορφωμένος άνθρωπος, που αγαπάει πολιτιστική ζωή για αυτό πάντα ζητάει από τα παιδιά να του απαγγείλουν ποιήματα, να τα βλέπει να παρουσιάζουν εκδηλώσεις και μετά δίνει δώρα. Έχουμε τέτοια τραντίτσια».

Τα κοινά στοιχεία της ρωσικής και της ελληνικής κουλτούρας

Ένα σωματείο Ρωσοελληνικής κουλτούρας δεν μπορεί παρά να αναζητά και να αναδεικνύει τα κοινά σημεία στην κουλτούρα των δύο λαών, τα οποία όπως τονίζει η Λιουμπόφ είναι πολλά. «Μοιάζουμε πολύ», επισημαίνει κάνοντας έναν διαχωρισμό με τους συνεταίρους του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Οι Ρώσοι μπορεί να πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μαζί με τους Γεωργιανούς, τους Αρμένους και τους Αζέρους, μπορεί στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ενωσης να συμπορεύτηκαν για δεκαετίες, αλλά «πάντα ο Καύκασος είναι μια ξεχωριστή κατάσταση. Η νοοτροπία τους, παρατηρεί η Αγάπη είναι διαφορετική, είναι περισσότερο στραμμένη προς την Ανατολή. Η δική μας νοοτροπία έχει πολλά περισσότερα κοινά με την ελληνική. Το πρώτο κοινό στοιχείο είναι η Ορθοδοξία. Επίσης, εμείς πήραμε από την Ελλάδα τους αρχαίους τραγικούς, εσείς πήρατε από μας τον Τσέχοφ. Εμείς στη Ρωσία παρακολουθούμε περισσότερο μπαλλέτο, όπερα, εδώ όμως κάποιοι Ρώσοι ήρθαν στην Καβάλα για παράδειγμα και διδάσκουν για Ελληνόπουλα», κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην περίπτωση της Ρωσίδας δασκάλας της Δημοτικής Σχολής Χορού της Καβάλας Αλεξάνδρας Κιμ, οι μαθητές της οποίας έχουν φέρει πολλές διεθνείς διακρίσεις τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, μελετώντας τα κοινά στοιχεία της κουλτούρας των δύο λαών, η Αγάπη εξέδωσε βιβλίο με τις κοινές παροιμίες Ρώσων και Ελλήνων, που ανέρχονται στις οκτακόσιες. Ήταν μια δουλειά στην οποία συμμετείχαν μέλη του Σωματείου. «Είναι η σοφία του λαού», εξηγεί η Αγάπη. Βρήκαμε 800 παροιμίες που αντιστοιχούν στα ρωσικά. Παράδειγμα, τα παθήματα είναι μαθήματα. Εμείς λέμε το ίδιο, απλά με λίγο διαφορετικές λέξεις. Όταν ο άνθρωπος έρχεται σε δύσκολη κατάσταση δεν έχει σημασία αν μένει στη Ρωσία, την Ελλάδα ή την Αφρική. Αντιδρά με τον ίδιο τρόπο».

Η τουριστική ανάπτυξη ευνοεί τα Ρωσικά

Πέραν της ενασχόλησής της με το Σωματείο Ρωσοελληνικής Κουλτούρας, η Αγάπη είναι και συντονίστρια των ρωσικών σχολείων στη Βόρεια Ελλάδα, από την Κατερίνη μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Διδάσκει δε ρωσικά στο Σωματείο, έναντι ενός αντιτίμου 20 ευρώ το μήνα για την ενίσχυση του Σωματείου. «Έχουμε, σημειώνει, σχεδόν το ίδιο αλφάβητο, έχουμε κοινά στη σύνταξη και στη μόρφωση και γι αυτό αν θέλει κάποιος να μάθει μπορεί να τα καταφέρει. Δεν είναι κινέζικα. Εύκολη γλώσσα δεν είναι, αλλά μπορεί άνετα να το καταφέρει». Όπως τα κατάφεραν, αν και με μεγάλες δυσκολίες οι Ρώσοι εμιγκρέδες της Καβάλας, την ιστορία των οποίων πρόλαβε να καταγράψει και να εκδώσει ο αείμνηστος Νικόλαος Ρουδομέτωφ, γόνος Ρώσου εμιγκρέ, που έφτασε στην Ελλάδα και στην Καβάλα, μαζί με αρκετούς άλλους εκλεκτούς Λευκορώσους στρατιωτικούς, που σώθηκαν την ύστατη στιγμή από τους μπολσεβίκους το 1917. Εκατό χρόνια μετά από εκείνο το μικρό σε αριθμό, αλλά καταλυτικό για την οικοδόμηση της σύγχρονης Καβάλας μεταναστευτικό ρεύμα, αφού οι Ρώσοι εμιγκρέδες διέθεταν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, είναι ένα μεγάλο τουριστικό ρεύμα από τη Ρωσία, που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Ο τουριστικός όμιλος «Μουζενίδης» έκανε ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία του το καλοκαίρι του 2017 φέρνοντας στην περιοχή αρκετούς Ρώσους επισκέπτες. Μάλιστα, από το 2018 η παρουσία του «Μουζενίδη» στην περιοχή της Καβάλας θα γίνει ακόμα εντονότερη μετά τη μακροχρόνια μίσθωση της Τόσκα μιας από τις πλέον δημοφιλείς οργανωμένες ακτές της Καβάλας. Ο πολλαπλασιασμός των Ρώσων επισκεπτών τα επόμενα χρόνια καθιστά την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας ένα σημαντικό προσόν για όσους δραστηριοποιούνται ή θα δραστηριοποιηθούν τα επόμενα χρόνια στον τομέα του τουρισμού.

Τότε, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν μια χούφτα Ρώσοι που δυσκολεύτηκαν να μάθουν ελληνικά και με τις γνώσεις που διέθεταν –ιδίως οι μηχανικοί- συνέβαλαν καταλυτικά στη μετατροπή μιας μικρής τουρκόπολης σε σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη. Σήμερα είναι πάλι μια χούφτα Ρώσοι, που μπορούν να μάθουν τα Ρωσικά ετούτη τη φορά στους Καβαλιώτες για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του ολοένα αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος. Με σημείο αναφοράς και κοινό παρονομαστή τον σύλλογο ρωσοελληνικής κουλτούρας.