Στέφανος: Με την εκ νεκρών Ανάστασή του, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προσφέρει την αιωνία αγάπη…

Το Πασχαλινό Μήνυμα του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως & Θάσου

Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
«Καθώς έφθασαν οι γυναίκες στο μνήμα σου και δεν ευρήκαν το άχραντο σώμα σου, αξιολύπητα έ­κλαιγαν και έλεγαν: ΄άραγε έκλεψαν εκείνον πού τού έκλεψε η αιμορροούσα γυναίκα την γιατρειά; Άραγε αναστήθηκε εκείνος που προείπε και πριν από το Πά­θος την Ανάσταση; Αληθινά ανεστήθη ο Χρι­στός, αυτός που χαρίζει στους πεσμένους την Ανά­στα­ση΄»[1].

Με αυτά τα μοναδικά ποιητικά λόγια αναφέρεται στο συγκλονιστικό γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο άγιος Ρωμανός ο Με­λωδός, που συνέθεσε το θαυμάσιο Κοντάκιο το αφιε­ρωμένο στην αγία και ζωηφόρο ημέρα της Αναστάσε­ως του Πάσχα. Και μεταφερόμεθα όλοι νοητώς εκεί στον Πανάγιο Τάφοτου Θεανθρώπου και με δέος και άπειρη ευγνωμοσύνη αντικρύζομε τις άγιες Μυροφό­ρες Γυναίκες που επήγαν πολύ ενωρίς το πρωΐ εκείνης της πρώτης ημέρας του Κυρίου για να απλώσουν ε­πά­νω στο νεκρό σώμα του Διδασκάλου πολύτιμα α­ρώ­ματα, σύμφωνα με τα έθιμα της Ιουδαϊκής Θρη­σκείας, και μαζύ με αυτά να κλαύσουν και να θρηνή­σουν τον Χριστό, ο οποίος πριν από δύο ημέρες είχε σταυρωθή στον Γολγοθά και τον οποίο ενεταφίασαν και αυτές μαζύ στο μνημείο, όπως ακριβώς καταγρά­φε­ται στα Ευαγγέλια. Ήταν ακόμη νωπές στη σκέψη τους οι μνήμες των γεγονότων που προηγήθηκαν. Η Ανάσταση του Λαζάρου, η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ με τα βαΐα, η συκιά που ξε­ράθηκε, η γυναίκα εκείνη η αμαρτωλή που έπλυνε  τα πόδια του Κυρίου, τὸ πλύσιμο των ποδιών των μαθητών, ο Μυστικός Δείπνος, η προσευχή του Δι­δα­σκάλου εκεί στη Γεθσημανή, τα δάκρυα, ο ιδρώ­τας, η προδοσία του Ιούδα, η φυγή των μαθητών, η άρνηση του Πέτρου, το Πραιτώριο, ο Πιλάτος, οι φω­νές, οι χλευασμοί, τα γέλια, οι εμπτυσμοί, τα ρα­πί­σματα, οι κολαφισμοί, οι ύβρεις, η κόκκινη χλαμύ­δα, ο δρόμος του μαρτυρίου για τον Γολγοθά, ο Σταυρός, το καλάμι, ο σπόγγος, το ξύδι, τα καρφιά, η λόγχη, ο σεισμός, το σχίσιμο του καταπετάσμα­τος, οι δύο ληστές, και ο θάνατος εκείνου που προσ­έφε­ρε τον εαυτό του θυσία ζωντανή επάνω στο θυ­σια­στήριο της πληγωμένης από την αμαρτία ανθρω­πό­τη­τος. Ὀλα αυτά ήταν μέσα στις σκέψεις τους, και καθώς το χάραμα της νέας ημέρας φαινόταν στο πρόσωπό τους, και η λεπτή αύρα εκινούσε ελάχιστα τα φύλλα των δένδρων, ἐφθασαν στον Τάφο. Ήταν αυτές οι ηρωϊκές και συνάμα φοβισμένες γυναίκες που μετέφεραν μαζύ με τα μύρα των αρωμάτων και τα μύ­ρα τα πνευματικά της πίστεως που είχαν μέσα στην ψυχή τους.

Γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος: «Και όταν επέρα­σε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν α­ρώ­ματα για να πάνε να αλείψουν το Σώμα του Ιη­σού. Ήλθαν στο μνήμα πολύ πρωΐ την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Και ἐλεγαν μεταξύ τους: ΄Ποιος θα βρεθή για να κυλήση για εμάς την πέ­τρα από την είσοδο του μνημείου;΄ επειδή ήταν πά­ρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως εκοίταξαν προς τα εκεί, παρετήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλισθεί από τον τόπο της. Μόλις εισήλθαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά και ε­τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: ΄Μη τρομάζετε. Ψά­χνετε για τον Ιησού από την Ναζαρέτ, τον Ε­σταυ­ρωμένο; Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Νά και το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πή­τε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι ο Ιησούς πηγαίνει πριν από σάς στην Γαλιλαία και σάς πε­ριμένει. Εκεί θα τον ιδήτε, όπως σάς το είπε. Οι γυ­ναίκες εβγήκαν και έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρό­μο και δέος. δεν είπαν όμως τίποτε σε κανέναν, ε­πειδή ήταν φοβισμένες»[2].

Και μετά άλλαξαν όλα μέσα στις ψυχές των μα­θη­τών, των μυροφόρων, των πρώτων εκείνων χρι­στιανών. Η χαρά της Αναστάσεως του Χριστού μετ­εδόθη αμέσως και η εμφάνιση του στους μαθητές του και σε όλους τους άλλους που αναφέρονται στα Ευ­αγ­γέ­λια τούς ήνωσε, τους εχάρισε την πνευματική ε­κείνη δύναμη, η οποία την ημέρα της Πεντηκοστής καθιέρωσε την ίδρυση της αγίας μας Εκκλησίας.

Γι΄ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ψάλ­λει: «Ελάτε τώρα να γίνωμε μέτοχοι και κοινωνοί της βασιλείας του Θεού, σήμερα που είναι η δοξασμένη η­μέρα της εγέρσεως του Χριστού πίνοντας από το και­νούργιο κρασί του αμπελιού της ευφροσύνης του Θεού και να τον υμνήσωμε σαν Θεό στους αιώνες»[3].

Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στον Κατηχητικό του Λόγο για την Ανάσταση τονίζει μεταξύ των άλλων: «Ελάτε να απολαύσετε τον πλού­το της απείρου καθαρότητος της δωρεάς του Θεού. Ουδείς πλέον δεν πρέπει να θρηνή για την πτω­χεία του επειδή τώρα εφάνη η βασιλεία για ό­λους. Ουδείς πλέον δεν πρέπει να οδύρεται για τα σφάλματά του επειδή η συγγνώμη ανέτειλε από τον τάφο του Χριστού. Ουδείς πλέον δεν πρέπει να φο­βή­ται τον θάνατο επειδή μας ηλευθέρωσε ο θάνατος του Σωτήρος»[4].

Ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης γράφει α­να­φερόμενος στην Ανάσταση τού Χριστού: «Άς εορ­τάσωμε λοιπόν την τριήμερη Ανάσταση που έγινε πρόξενος αιωνίου ζωής… Φέρνοντας λοιπόν στο νού του ο προφήτης Δαβίδ την αποκατάσταση του με­γα­λείου, την κατάργηση του θανάτου, την ελευ­θερία όσων ήταν κάποτε δούλοι, φωνάζει και λέγει: ΄ο Κύριος έγινε βασιληάς, εφόρεσε το μεγαλείο του΄. Ποιό μεγαλείο εφόρεσε; Την αφθαρσία, την αθανασία, την σύναξη των Αποστόλων, το στεφάνι της Εκ­κλη­σίας. Δεν προδίδει πλέον ο Ιούδας, δεν απειλεί ο Καϊάφας, δεν αρματώνεται ο Ηρώδης για τον φόνο των παιδιών, δεν δικάζει ο Πιλάτος, ούτε φυλακίζουν οι Ισραηλίτες. Το φθαρτό έγινε άφθαρτο και Εκείνος πού τον εθεωρούσαν απλό άνθρωπο μόνον, απεδεί­χθη Θεός αληθινός»[5].

Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Χθές σταυρωνόμουν  μαζύ με τον Χριστό και σή­με­ρα δοξάζομαι μαζύ του. Χθές νεκρωνόμουν και σή­μερα ζωοποιούμαι μαζύ του. Χθές έμπαινα στον τά­φο και σήμερα αναστένομαι μαζύ του. Εμπρός ὰς προσφέρωμε καρπούς σε Εκείνον ο οποίος έπαθε για χάρη μας και ανεστήθη. …Άς προσφέρωμε ως καρ­πούς τους εαυτούς μας, το πολυτιμώτατο και το α­γαπητώτατο κτήμα του Θεού»[6].

Ο άγιος Απόστολος Πέτρος μάς λέγει στην πρώτη Καθολική Επιστολή του: «Γνωρίζετε καλά τί πληρώθηκε σαν αντάλλαγμα για να απευλευθερω­θήτε από τον μάταιο τρόπο ζωής, που εκληρονομή­σατε από τους προπάτορές σας. Δεν δόθηκε σαν αν­τάλλαγμα κάτι πού φθείρεται, όπως το ασήμι ή το χρυσάφι, αλλά το ανεκτίμητο αίμα του Χριστού, ο οποίος θυσιάσθηκε σαν άμωμος και άσπιλος αμνός»[7].

Αγαπητοί μου,

Μέσα σε μια κοινωνία παγκοσμιοποιημένη όπου ο φόβος του θανάτου και η αβεβαιότητα των στιγμών της ανθρωπίνης ζωής και της προσβολής και απαξιώ­σε­ως του ανθρωπίνου προσώπου, μόνον ο Κύριος η­μών Ιησούς Χριστός ο οποίος είναι «χθές και σήμερον α αυτός και εις τούς αιώνας»[8], με την εκ νε­κρών Ανάστασή του προσφέρει σε όλους μας την αιω­­νία αγάπη μέσα στην αγία μας Ορθόδοξο Εκκλη­σία. Αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο οποίος «δεν ήλθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήση και να προσφέρει την ζωή του λύτρο για όλους»[9].

Με εγκάρδιες πατρικές ευχὲς και πασχαλινές ευλογίες,

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ & ΘΑΣΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ


[1] Αγίου Ρωμανοῦ του Μελωδού, Προοίμιον ΙΙ Κοντακίου ΄Εις την αγίαν και ζωηφόρον της Ανα­στάσεως ημέραν του Πάσχα΄, του Όρθρου της Κυριακής του Πάσχα. «Καταλαβούσαι γυναίκες το μνήμα σου και μη ευρούσαι το άχραντον σώμα σου ελεεινά δακρύουσαι έλεγον. ΄Άρα εκλάπη ο συληθεὶς εκ της αιμόρρου την ίασιν; Άρα ηγέρθη ο προειπών και προ του πάθους την έγερσιν; Α­ληθώς ανέστη Χριστός ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν΄».-

[2] Μάρκ.16, 1-8. «Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. Και λίαν πρωΐ της μιάς σαβ­βάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου. Και έλεγον προς εαυτάς. τίς αποκυ­λίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος.  ήν γαρ μέγας σφόδρα. Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δε­­ξιοίς, πε­ρι­βεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. Ο δε λέγει αυταίς. μη εκθαμβείσθε. Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε. ίδε ο τόπος όπου έ­θηκαν αυτόν. Αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου. είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον. εφοβούντο γαρ».-

[3] Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Α΄ Τροπάριον της η΄ ωδής του Κανόνος του Πάσχα. «Δεύτε του καινού της αμπέλου γενήματος, της θείας ευφροσύνης, εν τη ευσήμῳ ημέρᾳ της εγέρσεως, βασι­λεί­ας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτόν ως Θεόν εις τους αιώνας».-

[4] Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος. «Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν. εφάνη γαρ η κοινὴ βασιλεία. Μηδεὶς οδυρέσθω πταί­σματα. συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον. ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος».-

[5] Aγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εις την Ανάστασιν του Κυρίου, ΕΠΕ 11, 32, 1 & 32, 8-11 καὶ 32, 15,1 – 7 & Ψαλμ. 92,1. «Εορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ανάστασιν ζωής αιωνίου πρόξενον… Σκο­πών τοίνυν ο προφήτης Δαβίδ της ευπρεπείας την διόρθωσιν, του θανάτου την λύσιν, των πο­τε δούλων την ελευθερίαν βοά και λέγει. ΄ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο΄. Ποίαν ευ­πρέπειαν ενεδύσατο; Την αφθαρσίαν, την ἀθανασίαν, των αποστόλων την σύγκλητον, της Εκ­κλησίας τον στέφανον. Ουκέτι Ιούδας προδίδωσιν, ουκέτι Καϊάφας απειλεί, ουκέτι Ηρώδης προς παιδοκτονίαν οπλίζεται, ουκέτι Πιλάτος δικάζει, ούτε Ισραηλίται κρατούσι. το γαρ φθαρτόν γέ­γονεν άφθαρτον και ο παρ’ αυτοίς νομιζόμενος άνθρωπος ψιλός, Θεός αποδεικνύεται αληθινός».-

[6] Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος Α΄ Εις το Άγιον Πάσχα. ΕΠΕ 1,66, 17-20 & 66, 24-25. «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι. χθες συνενεκρούμην, συζωοποιούμαι σήμε­ρον. χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι. Αλλὰ καρποφορήσωμεν τω υπέρ ημών πα­θόντι και αναστάντι. …Καρποφορήσωμεν ημᾶς αυτούς, το τιμιώτατον Θεώ κτήμα καὶ οικειό­τατον».-

[7] Α΄ Πέτρ. 1, 18-19. «Ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίῳ ή χρυσίω, ελυτρώθητε εκ της ματαίας υ­μῶν αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χρι­στού».-

[8] Εβρ. 13, 8.-

[9] Ματθ. 20, 28. «Ο Υἱός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυ­­­χήν αυτού λύτρον αντί πολλών».-~