Έφυγε ο Καβαλιώτης «Τσε Γκεβάρα»

Το συγκινητικό «αντίο» του Πάνου Λεονταράκη στον «απόμαχο»-ναυτικό κυρ-Τάκη που μέχρι τέλους δεν σταμάτησε να ονειρεύεται τους ανθρώπους να αγωνίζονται. «Μέχρι τη Νίκη»!

Πέθανε το απόγευμα της Παρασκευής 15 Μαΐου 2020 ο «κυρ-Τάκης», μια χαρακτηριστική φιγούρα της Καβάλας που πολλοί στην πόλη τον ήξεραν ως «παππού Τσε Γκεβάρα» λόγω της εμμονής του με τον Αργεντινό γιατρό και επαναστάτη Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα…

Ο κυρ-Τάκης φορούσε σχεδόν πάντα μπλούζες με τη μορφή του «Τσε», ενώ τον χειμώνα ο «κλασικός» μπερές της Επανάστασης με το χαρακτηριστικό αστέρι στο κέντρο πάνω από το κούτελο ήταν το «σήμα-κατατεθέν» του.

Ο κυρ-Τάκης κηδεύτηκε το πρωί του Σαββάτου 16 Μαΐου 2020 στον ιερό ναό των Αγίων Θεοδώρων, στα Δημοτικά Κοιμητήρια, παρουσία λιγοστών γνωστών και φίλων.




Ο Πάνος Λεονταράκης, ένας από τους ανθρώπους που τα τελευταία χρόνια φρόντιζαν όσο μπορούσαν τον κυρ-Τάκη με κάθε τρόπο, έγραψε το δικό του «ξόδι» στον «παππού Τσε Γκεβάρα» στον λογαριασμό του στο facebook:

«Έφυγε ο κυρ-Τάκης, γνωστότερος ως ο “παππούς Τσε Γκεβάρα”. Είχε μετατρέψει το τελείως ταπεινό σπιτάκι που έμενε τα τελευταία χρόνια σε ένα μικρό μουσείο για τον άνθρωπο που λάτρευε και αναγνώριζε για θεό του, τον Ερνέστο “Τσε” Γκεβάρα. Υπήρχαν παντού αφίσες, αφιερώματα, βιβλία και άλλα διάφορα αντικείμενα για τον Τσε, ενώ όταν μιλούσε για αυτόν, τα μάτια του πετούσαν σπίθες, παρά τα 80 χρόνια ζωής τους.

Έξω από το σπίτι, τα εγκαταλελειμένα από τον Δήμο σκαλάκια της Τσαμαδούς, είχαν μετατραπεί σε μια όαση από πεύκα και άλλα φυτά, που μεγάλωναν πριν χρόνια σε τεράστιες γλάστρες που ο ίδιος είχε με μεγάλη δυσκολία κουβαλήσει και φυτέψει.

Η ζωή του, ασύμβατη μέχρι το τέλος, λες και βγήκε από τα ποιήματα του Καββαδία. Πολύπλοκη και πολυτάραχη. “Γνώρισε” και αγάπησε τον Τσε μέσα από τα διαβάσματα του στα μεγάλα ταξίδια του σαν ναυτικός. Σε ένα από αυτά, γύρω στη δεκαετία του ’70, το πλοίο του “έπιασε” Αβάνα, και ο ίδιος, αδικαίωτος από τη διαμάχη που είχε αναπτυχθεί μεταξύ Κάστρο και Τσε, σήκωσε πανό στην πλατεία υπέρ του Τσε και κατά του Κάστρο. Το αποτέλεσμα ήταν να περάσει αρκετά βράδια στο κρατητήριο, μέχρις ότου να μεσολαβήσει η ελληνική πρεσβεία και να αφεθεί ελεύθερος.

Συνέχισε τα ταξίδια του με κύριο λιμάνι την Αμβέρσα, έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο. Επέστρεψε στη γενέτειρα του όταν πλέον δεν είχε τίποτε και νοίκιασε το μικρό σπίτι που παλιά ήταν δικό του για να γεράσει εκεί.

Ήταν ένας πολύ περήφανος άνθρωπος. Και έφυγε όπως ήθελε, όρθιος αν και, δυστυχώς, μόνος. Μόνη παρηγοριά η ελάχιστη βοήθεια και παρέα μας των τελευταίων μηνών.

Καλό ταξίδι, κυρ-Τάκη. Και σαν δεις τον Θεό σου κει πάνω πες του ότι οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουν να αγωνίζονται»!