Κοινή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό απέστειλαν οι πρόεδροι των Επιμελητηρίων Καβάλας και Δράμας, προκειμένου να αρθεί η αδικία στην καταβολή της επιδότησης του κόστους μισθοδοσίας 4% και 12%, μετά και τις αντιρρήσεις που έθεσε το Υπουργείου Εργασίας. Οι Μάρκος Δέμπας και Στέφανος Γεωργιάδης καλούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εξετάσει το δίκαιο αίτημα των επιχειρήσεων της Ανατολικής Μακεδονίας, επισημαίνοντας ότι με τον τρόπο που επέλεξε να καταβάλλει την επιδότηση του κόστους μισθοδοσίας το Υπουργείο, αποκλείονται απ’ αυτήν το 90% των επιχειρήσεων, μιας και δεν είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη για να σταματήσει η παραγραφή της απαίτησης τους από την Πολιτεία.
Ακολουθεί η κοινή επιστολή των προέδρων των Επιμελητηρίων Καβάλας και Δράμας
«Οι αρχικές ελπίδες μας για την λειτουργία ενός Κράτους Δικαίου διαψεύστηκαν»
«Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ, Οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρές και πολύ μικρές, της Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης ανέμεναν με ανυπομονησία επί σειρά ετών την αποκατάσταση της αδικίας, που είχε συντελεστεί από την αδικαιολόγητη μη καταβολή της οικονομικής ενίσχυσης μέσω του ΟΑΕΔ, για τα έτη 2010 και εφεξής, του συνολικού κόστους μισθοδοσίας των θέσεων εργασίας με ποσοστό 4% και 12%. Η αδικία μάλιστα αυτή, “επισφραγίσθηκε” με την απαράδεκτη έκδοση της 1331/273/21-03-2016 απόφασης (ΦΕΚ Β΄ 997/11-04-2016) των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης & Τουρισμού, Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, με την οποία (παρανόμως) καταργούνταν όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 1767/1988.
Καμία Κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε σοβαρά με αυτό το ζήτημα και ευτυχώς κ. Πρωθυπουργέ, έρχεστε εσείς και γίνεται επιτέλους πράξη με την ψήφιση του άρθρου 87 του ν. 4706/2020, όπου μετά από μακρά περίοδο αναμονής και αβεβαιότητας, γινόταν δεκτό το δίκαιο αίτημα όλων των επιχειρήσεων των παραμεθορίων περιοχών, για συμψηφισμό των απαιτήσεών μας με αντίστοιχες υποχρεώσεις μας προς το Δημόσιο (φορολογικές – ασφαλιστικές υποχρεώσεις).
Δυστυχώς όμως, η πρόσφατη έκδοση της με αριθ. 34341/5991/18-9-2020 ΚΥΑ, με την οποία εξειδικεύονται οι όροι και προϋποθέσεις για την διαδικασία συμψηφισμού, διέψευσε τις όποιες αρχικές ελπίδες και εντυπώσεις μας είχαν δημιουργηθεί, για την λειτουργία ενός Κράτους Δικαίου, απαλλαγμένου από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και δεν δίνει λύση για χιλιάδες επιχειρήσεις που δικαιούνται την επιστροφή των χρημάτων τους, έστω και με συμψηφισμό.
Αυτό δημιουργείται, αφού μεταξύ των προϋποθέσεων για τον συμψηφισμό τίθεται και το ότι “οι εν λόγω απαιτήσεις να μην έχουν υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία”.
Οι μόνες απαιτήσεις που δεν έχουν παραγραφεί, αφορούν απαιτήσεις για τις οποίες κατατέθηκαν αγωγές σε βάρος του Δημοσίου μέχρι και το έτος 2015, με τις οποίες διεκόπη, κατά νόμο, η παραγραφή. Δυστυχώς όμως οι επιχειρήσεις αυτές, σύμφωνα και με στοιχεία των Επιμελητηρίων Δράμας και Καβάλας, αφορούν μετά βίας το 10% του συνόλου των επιχειρήσεων. Το υπόλοιπο 90% ευρισκόμενο ήδη σε οικονομική δυσκολία, αφενός μεν από την μη καταβολή της δικαιούμενης επιδότησης, αφετέρου δε από τις ιδιαίτερα δύσκολες οικονομικές συγκυρίες της περιόδου εκείνης, δεν προέβη σε κατάθεση ενδίκου μέσου, με αποτέλεσμα σήμερα να εμφανίζεται ότι δεν δικαιούται συμψηφισμού, για όλο το χρονικό διάστημα 2010-2015, αλλά μόνο για ένα μικρό μέρος αυτού. Αυτό και μόνο έχει απογοητεύσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέλη μας, οι οποίες αισθάνονται δυστυχώς για ακόμη μια φορά αδύναμοι μπροστά στα νομικά τεχνάσματα του Υπουργείου Εργασίας, πράγμα που βιώνουμε διαχρονικά σε πολλά ακόμη θέματα δυστυχώς που δεν είναι της παρούσης να σας αναφέρουμε.
Για να αντιληφθείτε το μέγεθος της αδικίας που δημιουργείται από την έκδοση της ανωτέρω ΚΥΑ, θα θέλαμε να θέσουμε υπόψη σας τα εξής:
Από τον Απρίλιο του έτους 2016 και εφεξής η έκδοση της ΚΥΑ 1331/273/21-03-2018 της προηγούμενης Κυβέρνησης, με την οποία καταργούνταν όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 1767/1988, στερούσε από τον οποιοδήποτε το νομικό έρεισμα και τον αποθάρρυνε από το να καταθέσει ένδικο μέσο και να διακόψει την παραγραφή, αφού πλέον δεν ίσχυε κάποιος νόμος. Έτσι λοιπόν η νομοθετική πράξη της ίδιας τότε Κυβέρνησης στέρησε το δικαίωμα όλων ημών των δικαιούχων της επιδότησης, να καταθέσουμε αγωγή και να διακόψουμε την παραγραφή. Βεβαίως η ανωτέρω ΚΥΑ ακυρώθηκε πρόσφατα με την με αριθμό 305/2020 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πλην όμως το επίδικο χρονικό διάστημα 2016-2020 είχε έννομα αποτελέσματα.
Και έρχεται σήμερα μια ΚΥΑ που με καταφανή απαράδεκτο τρόπο, δίνοντας προσχηματικά στον νόμο την δυνατότητα συμψηφισμού, με απαιτήσεις όμως παραγεγραμμένες, οι οποίες δεν συμψηφίζονται.
Στην παρούσα χρονική στιγμή φαντάζει εξαιρετικά οξύμωρο να θεσμοθετείται μία Διακομματική Επιτροπή για την «Θράκη» και την ίδια ώρα να στερούνται οι επιχειρήσεις της περιοχής μας χρηματικών ποσών, που δικαιούνται και που δεν τους καταβλήθηκαν από παράληψη των Κυβερνήσεων της Χώρας, απλώς και μόνο επειδή δεν κατέθεσαν ένδικο μέσο για να διακόψουν την παραγραφή, το οποίο όμως ένδικο μέσο δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν, ακόμα και εάν το ήθελαν, αφού η προηγούμενη Κυβέρνηση μας στέρησε αναδρομικά το σχετικό δικαίωμα, με την έκδοση της ΚΥΑ 13311/273 τον Απρίλιο του 2016.
Ακόμη και σήμερα όμως, υπάρχει η δυνατότητα αποκατάστασης της αδικίας, αφού ο ίδιος ο νόμος 4270/2014 στο άρθρο 142 προβλέπει ότι: “Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδιστεί να ασκήσει την αξίωση”. Εν προκειμένω η έκδοση της ΚΥΑ 13371/273/21-03-2016 (ΦΕΚ Β΄997/11-4-2016) αποτελεί σε κάθε περίπτωση ανωτέρω βία, καθόσον με την αναδρομική ακύρωση όλων των προηγούμενων Υπουργικών Αποφάσεων δεν υπήρχε η δυνατότητα να ασκήσουμε το οποιοδήποτε ένδικο μέσο, ώστε να διακόψουμε την παραγραφή, με αποτέλεσμα σήμερα να αδικούμαστε από την ισχύ της νέας ΚΥΑ. Επομένως είναι ορθό να θεωρηθεί ότι από την έκδοση και δημοσίευση της ΚΥΑ 13371/273/21-03-2016 (ΦΕΚ Β΄997/11-4-2016, ανεστάλη η παραγραφή, η οποία συνεχίζεται μετά την έκδοση της με αριθ. 305/2020 απόφασης του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η ανωτέρω ΚΥΑ και ως εκ τούτου δεν έχει ακόμη παραγραφεί καμία αξίωση. Άλλωστε και η πρόσφατη ΚΥΑ κάνει λόγο ότι “οι εν λόγω απαιτήσεις να μην έχουν υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία”. Η ισχύουσα λοιπόν νομοθεσία περιέχει διατάξεις και για αναστολή της παραγραφής, που μπορούν, κατά τα παραπάνω, να γίνουν αποδεκτές, ώστε να αποκατασταθεί η σε βάρος μας αδικία.
Περαιτέρω, η αρχή της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικουμένου ομοίως συνηγορούν προς την ίδια ερμηνεία, διότι η ίδια η Πολιτεία απέτρεψε κατά το διάστημα μετά το 2015 τους δικαιούχους να διεκδικήσουν την καταβολή της επίμαχης επιδότησης με την απειλή και τον φόβο ότι αυτή αποτελεί παράνομη κρατική ενίσχυση και ότι αν διεκδικηθεί δικαστικά, οι επιχειρήσεις θα κληθούν να επιστρέψουν τα ποσά της ίδιας επιδότησης που είχαν λάβει μέχρι το έτος 2010, δημιουργώντας έτσι με τις ενέργειές της την εύλογη πεποίθηση στους δικαιούχους, ότι είναι περισσότερο συμφέρον να αδρανήσουν από το να διεκδικήσουν τις απαιτήσεις, οι οποίες αφενός βασίζονταν σε νόμο του ελληνικού κράτους, αφετέρου αναγνωρίστηκαν πλέον οριστικά με τον Ν. 4706/2020. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευλόγως μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι δικαιούχοι είχαν τότε εμποδιστεί να ασκήσουν αγωγή, με αποτέλεσμα την αναστολή της παραγραφής των αξιώσεών τους.
Θεωρούμε ότι μπορεί η Κυβέρνηση να προβεί στην έκδοση τουλάχιστον εγκυκλίου προς τον ΟΑΕΔ, ο οποίος είναι κατά νόμο αρμόδιος για τον προσδιορισμό του υπό συμψηφισμό ποσού, για τον ορθό τρόπο υπολογισμού του χρόνου παραγραφής, κατά τ’ ανωτέρω, ώστε να μην θεωρείται παραγεγραμμένο το διάστημα 2010-2015 ακόμη και για αυτούς που δεν άσκησαν κάποιο ένδικο μέσο.
Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,
πάντα σας διέκρινε η ευαισθησία για την περιοχή μας και έχετε αποδείξει εσείς προσωπικά ότι έχετε αντιληφθεί πλήρως το δίκαιο αίτημα μας. Προσφεύγουμε ακόμη μια φορά σε σας, αιτούμενοι να προβείτε σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια προς άρση των απαράδεκτων αντιρρήσεων του Υπουργείου Εργασίας, κάνοντας χρήση της προαναφερθείσας διάταξης & προς τελική αποκατάσταση της πολύχρονης αδικίας, που δυστυχώς ακόμη συνεχίζει να ταλαιπωρεί την συντριπτική πλειοψηφία των δικαιούχων μικρομεσαίων επιχειρήσεων».