Αρκετά εκτεταμένα τα θέματα, χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή στο Γ3β ζητούμενο…

Προτεινόμενες λύσεις στο μάθημα της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας


 

Της Χριστίνας Γιαλαμίδου

 


Το πρωί της Παρασκευής 9 Ιουνίου 2017, οι μαθητές της Γ’ Λυκείου εξετάστηκαν στο μάθημα της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Ομάδας Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών) με τα θέματα να χρειάζονται αρκετή “εμβάθυνση”, χωρίς να είναι ιδιαίτερα δύσκολα για τους καλά προετοιμασμένους, κρύβοντας ωστό και μία… “παγίδα”!

Εν τάχει:

  • Α1: Πρώτη φορά έπεσαν τα συγκεκριμένα αποσπάσματα. Η μετάφραση δεδομένη και γνωστή.
  • Β1: Μια ερώτηση κατανόησης απλή και σύντομη αρκεί να είναι γνωστή η μετάφραση.
  • Β2: Επεξήγηση ενός από  τα δύο παραδείγματα της προηγούμενης ερώτησης αναλυτικότερα.
  • Β3: Συνδυαστική ερώτηση δύο αποσπασμάτων της 4ης και της 1ης ενότητας. Απαιτητικό ερώτημα γιατί χρειαζόταν συνδυαστική σκέψη και σύγκριση δύο κειμένων. Παρόλα αυτά όχι κάτι αναπάντεχο και αδίδακτο.
  • Β4: Άσκηση σωστού-λάθους για την εισαγωγή, χωρίς παγίδες.
  • Β5 α: Εύκολη αντιστοίχιση λέξεων.
  • Β5 β: Εύκολη άσκηση δημιουργίας προτάσεων με λέξεις, πρόσοχή απαιτούσε να μην αλλάξει το μέρος του λόγου της λέξης και έπρεπε να αλλάξουν τη σημασία της λέξης.
  • Γ1: Ρητορικός λόγος του Ισοκράτη. Βατό κείμενο χωρίς δυσκολίες αλλά χρειαζόταν και η απαιτούμενη προσοχή.
  • Γ2: Μικρή άσκηση με λίγα ζητούμενα γραμματικής, αναμενόμενης δυσκολίας.
  • Γ2 β: Αλλαγή αριθμού λέξεων, πολύ εύκολη.
  • Γ3 α: Συντακτική αναγνώριση όρων της πρότασης, μέτριας δυσκολίας. Μόνο η μετοχή τοῖς ἀκούουσιν ήταν κάτι απαιτητικό αλλά όχι περίεργο.
  • Γ3 β: Η πρόταση ήταν παγίδα γιατί ήταν κύρια πρόταση κι όχι δευτερεύουσα. Θα έπρεπε να προσέξουν ότι είναι μετά από ισχυρό σημείο στίξης κι όχι δευτερεύουσα.

Διαβάστε τις εκφωνήσεις των θεμάτων εδώ


Οι απαντήσεις

Α1: Στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως ακριβώς εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής, ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία δεν είναι, τον περιγελούν ή αγανακτούν, και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν με τη σκέψη ότι είναι τρελός˙ στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, και αν ακόμα γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς, πράγμα το οποίο στην πρώτη περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, το να λέει δηλαδή κανείς την αλήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και ισχυρίζονται ότι όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, διαφορετικά (ισχυρίζονται) ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι κατέχει τη δικαιοσύνη˙ γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι αναγκαίο ο καθένας να μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή, διαφορετικά (είναι αναγκαίο) να μη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους.

Β1: Τα παραδείγματα που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση από τον καθημερινό βίο:

αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι καλός αυλητής ενώ δεν είναι και ένας άδικος που παραδέχεται ότι είναι άδικος. Ο Πρωταγόρας παραδέχεται το παράδειγμα του Σωκράτη για εκείνους που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις παραλλάσσοντάς το:

  • αντί να αναφερθεί σ’ αυτούς που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις οικοδομικής και ναυπηγικής, αναφέρεται στον αυλητή. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
  • Μεταφέρει το παράδειγμα από την εμπειρία της πολιτικής στη εμπειρία όλης της κοινωνίας, διευρύνοντας το χώρο. Θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας -είτε είναι δίκαιος είτε όχι- πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας.

Κοντά στο παράδειγμα του Σωκράτη δίνει και το παράδειγμα με τον άδικο για να ενισχύσει ακόμα πιο πολύ το συλλογισμό.

Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μερίδιο στην αρετή και όποιος δεν το έχει δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων. Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη κοινωνίας είναι η συμμετοχή όλων των ανθρώπων στη δικαιοσύνη (γενικά στην αρετή). Η συμμετοχή αυτή στην αρετή πρέπει να φαίνεται με οποιονδήποτε τρόπο και αυτό σημαίνει ότι είτε πρέπει κανείς να την έχει πράγματι είτε να προσποιείται ότι την έχει.

Β2: Το σκεπτικό του Πρωταγόρα ότι θεωρείται «τρελός», όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή μπορεί να ερμηνευθεί ως εξής:

α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος.

β) Το να ομολογεί ο άδικος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, επειδή αυτό αμαυρώνει την κοινωνική του εικόνα κι επειδή ενδέχεται να  του δημιουργήσει προβλήματα με τη δικαιοσύνη. Όλοι λοιπόν γενικά ισχυρίζονται ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να επιμένει ότι είναι δίκαιος είτε είναι δίκαιος είτε δεν είναι. Αν δηλαδή δεν είναι πρέπει να προσποιείται ότι είναι. Και αν δεν τηρεί αυτή την αρχή, θεωρείται τρελός.

Ο Πρωταγόρας φαίνεται να εμβαθύνει στη νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν αλλά το τι τους συμφέρει να κάνουν. Επίσης, δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα που συνάδει με τα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα και το κοινώς αποδεκτό σύστημα αξιών (το φαίνεσθαι). Συνεπώς, η κοινωνική ηθική και το συμβατικό αίσθημα δικαίου αφορά (και πρέπει να αφορά) όλους τους ανθρώπους, διαφορετικά θέτουν τον εαυτό τους έξω από την κοινωνία και υφίστανται ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Είναι ανάγκη όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη ή έστω να αποδέχονται καταρχήν το δίκαιο, για να μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες.  «ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»ü Σ’ αυτό το σημείο ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι δέχεται πως η πολιτική ιδιότητα, έστω και ως κατάφαση στην έννοια της δικαιοσύνης, είναι ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι δεκτός στην πολιτική κοινωνία. Όταν και αυτό το ελάχιστο της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί υστερεί και αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Έτσι, σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται αυτός να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα.

Ο Πρωταγόρας εισδύει στη νοοτροπία του κόσμου και παρατηρεί ότι τους ανθρώπους δεν τους ενδιαφέρει τόσο η δεοντολογία ως προς τη συμπεριφορά τους όσο το συμφέρον τους όχι τι πρέπει να κάνουν αλλά τι τους συμφέρει να κάνουν, ούτε η πραγματική τους εικόνα, όσο η εικόνα που θα δείξουν στους άλλους για τον εαυτό τους (ίματζ, πρεστίζ της σημερινής εποχής).

Η απόκρυψη της αδικίας και η προσποίηση δικαιοσύνης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προσπάθεια να μην απομακρύνονται οι άνθρωποι από τη δικαιοσύνη έστω και με αυτόν τον τρόπο. Όμως αυτή ερμηνεία μάλλον εξιδανικεύει την άποψη των ανθρώπων κι αυτήν την προσποίηση.

Υπάρχει α αδύνατο σημείο σ’ αυτό το χωρίο: στην εάντε ωσιν εάντε μη  υπoδηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι, κάτι που έρχεται σε αντίφαση με την καθολικότητα της αρετής. Επίσης, η ομολογία ή η απόκρυψη της αδικίας και η προσποίηση της δικαιοσύνης εξετάζεται εδώ από την πλευρά της γνώμης του κόσμου. Διαφορετική θα ήταν η εκτίμηση του πράγματος αν εξεταζόταν από την πλευρά της ηθικής δεοντολογίας  ή της λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών. Καθώς ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αποδείξει ότι την αρετή την έχουν όλοι, καταλήγει στο ότι πρέπει να την έχουν όλοι, είναι ανάγκη να την έχουν όλοι. Μάλιστα εδώ ξεφεύγει ακόμα πιο πολύ: πρέπει να δείχνουν ότι την έχουν όλοι. Το ύφος του λοιπόν δεν είναι αποφαντικό όπως θα ταίριαζε στο στοχαστικό λόγο, αλλά δεοντολογικό.

Β3: Στο κείμενο από μετάφραση ο Σωκράτης, προκειμένου να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δε διδάσκεται, χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα το οποίο αντλεί από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονταν οι Αθηναίοι στο δημόσιο βίο τους.

Οι Αθηναίοι λειτουργούν σωστά, όταν καλούν στην εκκλησία του δήμου ειδικούς για να φωτίσουν επαρκώς μια υπόθεση και να δώσουν συμβουλές. Αν κάποιος δεν ήταν γνώστης του θέματος τον απομάκρυναν από το βήμα με τη βία.

Όλοι οι πολίτες είχαν χρέος αλλά και δικαίωμα να συμμετέχουν στις δημοκρατικές διαδικασίες και να εκφράσει ο καθένας την άποψή του. Εξάλλου, η γνώμη οποιουδήποτε Αθηναίου είχε αξία, αφού όλοι διέθεταν σε μεγάλο βαθμό πολιτική ωριμότητα.

Και στις σημερινές δημοκρατίες ζητείται η γνώμη των ειδικών, οι οποίοι δεν αγορεύουν στη βουλή, αλλά εργάζονται σε θέσεις των υπουργείων. Επίσης, υπάρχουν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των πολιτών που εκφράζουν την άποψή τους για λογαριασμό τους. Τέλος, μπορούν οι πολίτες να εκφράσουν τα αιτήματα και τις απόψεις τους μέσω συλλογικών οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης, συνδικαλιστικών οργάνων, Μ.Μ.Ε, τύπου κ.α.

 

Ο Συλλογισμός του Σωκράτη

  1. Οι Αθηναίοι είναι σοφοί.
  2. Άρα κάθε άποψή τους είναι αληθινή και σωστή.
  3. Για όποια ζητήματα μπορούν να διδαχθούν, οι Αθηναίοι ζητούν τη γνώμη των ειδικών.
  4.  Για τη διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων οι Αθηναίοι επιτρέπουν σε κάθε πολίτη να εκφράσει τη γνώμη του.
  5. Από το συνδυασμό των επιχειρημάτων 3 και 4 προκύπτει ότι οι σοφοί Αθηναίοι πιστεύουν πως η διαχείριση των ζητημάτων της πόλης δεν μπορεί να διδαχθεί.

Ο Σωκράτης, λοιπόν, ανάφερε ότι οι Αθηναίοι στην εκκλησία του δήμου επειδή λίγοι είναι αρμόδιοι να δώσουν συμβουλές για θέματα σχετικά με τις διάφορες τέχνες, οι Αθηναίοι δε δέχονται τις συμβουλές των άλλων αν δεν είναι ειδικοί και τους αποδοκιμάζουν. Αντιθέτως για πολιτικά θέματα όλοι έχουν δικαίωμα λόγου, άρα όλοι έχουν έμφυτη την πολιτική αρετή και αυτή δε διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας συμφωνεί με το παραπάνω παράδειγμα απλά το ερμηνεύει διαφορετικά: όλοι οι Αθηναίοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή ο Δίας έχει μοιράσει σε όλους  την αιδώ και τη δίκη, που συνιστούν την πολιτική αρετή. Είναι αναγκαίο να την έχουν όλοι, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούν να συσταθούν οι πόλεις.

Ο Πρωταγόρας επαναλαμβάνει τη θέση που υποστήριξε ο Σωκράτης στην 1η ενότητα του βιβλίου μας και φαίνεται να τη δέχεται, αλλά να την ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τον μύθο είναι τα εξής:
α) Το ότι όλοι οι Αθηναίοι έχουν την πολιτική αρετή, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν διδάσκεται, όπως υποστήριξε ο Σωκράτης, αλλά ότι είναι αναγκαία η ύπαρξή της για την οργάνωση κοινωνιών,

β) Ο Πρωταγόρας δέχεται και αιτιολογεί την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής, και σε αυτή τη βάση στηρίζει το διδακτό της αρετής.

γ) Τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα για το διδακτό της πολιτικής αρετής που συνάγονται από τον μύθο και τα κεφαλαιοποιεί στο επιμύθιο είναι τα εξής:

1) Οι τεχνικές γνώσεις δεν δόθηκαν σε όλους τους ανθρώπους και γι’ αυτό ένας που κατέχει μία τέχνη, πχ. την αρχιτεκτονική ή την ιατρική, μπορεί να καλύψει πολλούς ιδιώτες. Έτσι αιτιολογείται γιατί οι Αθηναίοι επιτρέπουν μόνο σε ειδικούς να εκφέρουν γνώμη για ζητήματα τεχνικής ειδίκευσης.

2) Άποψη του Πρωταγόρα είναι ότι η πολιτική αρετή δόθηκε στον άνθρωπο σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο και όχι από την αρχή της δημιουργίας του. Αυτές τις δύο αξίες τις διαθέτει ο άνθρωπος ως ηθικές καταβολές και προδιάθεση. Για να γίνουν όμως κτήμα του και να φτάσει στην πλήρη κατάκτηση της πολιτικής αρετής πρέπει να καταβάλει προσπάθεια και αγώνα. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται, αλλά γίνεται κάτοχος της πολιτικής αρετής μέσα από μαθητεία σε αυτήν, δηλαδή με διδαχή και προσπάθεια. Σ’ αυτό θα συντελέσουν οι φορείς αγωγής αλλά και οι νόμοι με τις ποινές και τις κυρώσεις τους («Ἐπὶ πάντας,»… «καὶ πάντες μετεχόντων»… κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.»). Την άποψη αυτή θα επιχειρήσει να αποδείξει στις επόμενες ενότητες, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.

Β4:

  • α. Σ
  • β. Λ
  • γ. Σ
  • δ. Σ
  • ε. Λ

Β5:

α. ἴωσιν- εισιτήριο

Έξη- ἀνέχονται

δεῖ – ένδεια

εἰδῶσιν – συνείδηση

Β5 β: (ενδεικτικές προτάσεις)

Οι αρετές του ήταν αυτές που τον έκαναν να διακριθεί.

Ο λόγος που καθυστέρησε ήταν αδικαιολόγητος.

Διέπρεψε στον χώρο του κινηματογράφου λόγω της δημιουργικής του φαντασίας και της επίμονης δουλειάς.

Γ1: Γιατί αν ο λόγος στερηθεί τη γοητεία που ασκεί ο ρήτορας, τη φωνή του και τις μεταβολές της και ακόμα την επικαιρότητά του, όσο και τα συμφέροντα που υπάρχουν για το συγκεκριμένο εγχείρημα και δεν απομένει τίποτα που να τον στηρίζει για να είναι πειστικός , αλλά χάνει τα πάντα και μένει απογυμνωμένος, όταν διαβάζεται κατά τρόπο ελάχιστα πειστικό και χωρίς αίσθημα, σα να απαριθμεί κανείς, τότε κατά τη γνώμη μου, (ο λόγος) θα φανεί ασήμαντος στους ακροατές. Όλα αυτά θα μπορούσαν να βλάψουν εξαιρετικά τον λόγο που θα σου δείξω και να τον κάνουν να φανεί ασήμαντος.

Γ2 α: ἀνάγνωθι

ἀπαριθμοῖεν

ἀκούσεσθαι

μάλα

φανῆτε

Γ2 β: τοῦ μὲν προειρημένου ἅπαντος ἔρημοι γένωνται

Γ3 α: τῶν μεταβολῶν: αντικείμενο του ρήματος ἀποστερηθῇ

τῶν προειρημένων: επιθετική μετοχή ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός στο ἔρημος σε θέση γενικής αντικειμενικής

γυμνός: κατηγορούμενο στο υποκείμενο του ρήματος «λόγος» μέσω του συνδετικού ρήματος γένηται

εἰκότως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρήμα δοκεῖ

τοῖς ἀκούουσιν: επιθετική μετοχή ως δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο ρήμα δοκεῖ

Γ3 β: «Ἅπερ καὶ τὸν νῦν ἐπιδεικνύμενον μάλιστ΄ ἂν βλάψειε»: κύρια πρόταση κρίσεως, καταφατική, επαυξημένη. Η αναφορική αντωνυμία «ἅπερ» έχει θέση δεικτικής, εφόσον προηγείται ισχυρό σημείο στίξης και στην ίδια περίοδο δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση.

Ἅπερ: υποκείμενο του ρήματος ἂν βλάψειε (αττική σύνταξη)

τὸν ἐπιδεικνύμενον: επιθετική μετοχή ως αντικείμενο του ρήματος ἂν βλάψειε.

φαυλότερον: κατηγορούμενο στην επιθετική μετοχή «τὸν ἐπιδεικνύμενον» μέσω του ρηματικού τύπου φαίνεσθαι

φαίνεσθαι: τελικό απαρέμφατο ως έμμεσο αντικείμενο του ρήματος (ἂν) ποιήσειεν (ετεροπροσωπία).

Η Χριστίνα Γιαλαμίδου είναι φιλόλογος


Οι λύσεις που παραθέτουμε είναι ενδεικτικές και αντανακλούν την φιλοσοφία μας και τη μεθοδολογία με την οποία διδάσκουμε το μάθημα.