Διαβάστε αναλυτικά την εισήγηση του βουλευτή Καβάλας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Εμμανουηλίδη στην Ολομέλεια της Βουλής για τους Μουσουλμάνους Θρησκευτικούς λειτουργούς.
Η ασφάλεια δικαίου είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε οργανωμένη και λειτουργική έννομη τάξη. Υπό αντίθετη σκοπιά, η νομική ανασφάλεια και αβεβαιότητα είναι δυνατόν να πλήττουν τις συναλλαγές και να βλάπτουν το αίσθημα δικαίου των πολιτών. Η πολυνομία ή τα κενά δικαίου και η ασαφής νομοθεσία, συνιστούν μερικούς από τους παράγοντες που συμβάλλουν στο φαινόμενο αυτό.
Στην ελληνική έννομη τάξη και συγκεκριμένα στη Θράκη, ένα πεδίο στο οποίο φαίνεται να πλήττεται η ασφάλεια του δικαίου που αφορά στα εμπράγματα δικαιώματα και στην έμφυλη ισότητα είναι η εφαρμογή του θρησκευτικού δικαίου στους μουσουλμάνους συμπολίτες μας.
Συζητούμε λοιπόν σήμερα την τροποποίηση του άρθρου 5 του νόμου 1920 του 1991, το οποίο αφορά μια μερίδα συμπολιτών μας στους οποίους η ελληνική πολιτεία δεν συμπεριφέρθηκε διαχρονικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η υποχρεωτική υπαγωγή των Μουσουλμάνων της Θράκης στον ιερό νόμο του Ισλάμ για συγκεκριμένες υποθέσεις, ενώ φαίνεται να υπερασπίζεται τις θρησκευτικές ελευθερίες, έχει στερήσει στους συμπολίτες μας την υπαγωγή τους στον Αστικό μας Κώδικα. Ήδη τις τελευταίες δεκαετίες έχει ξεκινήσει σημαντικός διάλογος για το κατά πόσο το υφιστάμενο νομικό καθεστώς είναι συμβατό με το σύγχρονο διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σήμερα λοιπόν το Υπουργείο εισάγει το παρόν σχέδιο νόμου το οποίο καταργεί την υποχρεωτική εφαρμογή της Σαρία, του Ισλαμικού Δικαίου, το οποίο ισχύει για τις οικογενειακές και κληρονομικές υποθέσεις των μελών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη. Με τον τρόπο αυτό, εισάγεται μια μεταρρύθμιση η οποία έχει χαρακτηριστεί μια από τις σημαντικότερες θετικές εξελίξεις στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μειονότητας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Καλωσορίστηκε άλλωστε τόσο από τους φορείς που εκλήθησαν στη συνεδρίαση της επιτροπής μας, όσο και από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα.
Είναι αλήθεια ότι η ελληνική Πολιτεία έχει μακρά παράδοση σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας και των αντίστοιχων κοινοτήτων, από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Ιδιαίτερα με την προσάρτηση νέων εδαφών στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, όπως της Θεσσαλίας και των Νέων Χωρών, αλλά και της Κρήτης, υιοθετήθηκαν νόμοι και κανόνες που αποσκοπούσαν στην ομαλή συνύπαρξη των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων. Στη Θράκη, από το 1920 και έκτοτε ισχύουν οι διατάξεις του 2345 και πλέον του νόμου 1920 του 1991, βάσει των οποίων επιτρέπεται η εφαρμογή του Μουσουλμανικού Νόμου σε συγκεκριμένο εύρος υποθέσεων.
Ο θεσμικός αυτός σεβασμός της θρησκευτικής ετερότητας δεν έγινε βέβαια χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες, καθώς και χωρίς να συνεπάγεται αποκλεισμούς.
Από πολύ νωρίς και ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και την ανάπτυξη του διεθνούς καθεστώτος των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των αντίστοιχων μηχανισμών προστασίας τους, δημιουργήθηκε προβληματισμός για τη συμβατότητα των εφαρμοζόμενων Ιερών διατάξεων με τα διεθνή πρότυπα.
Ιδίως από την δεκαετία του 1990 και έκτοτε, με την εξέλιξη του ευρωπαϊκού κεκτημένου και την υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η υποχρεωτική εφαρμογή του Μουσουλμανικού νόμου στη Θράκη για τις κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις, τόσο των οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και της Αριστεράς. Ακόμη και αν πρόκειται για μια εκδοχή του Ισλαμικού νόμου προσαρμοσμένη στα τοπικά και ιστορικά δεδομένα της περιοχής, η οποία δεν είναι τόσο ακραία όσο αυτά που ισχύουν σε πολλές Μουσουλμανικές χώρες, σοβαρά ζητήματα παρατηρήθηκαν ιδιαίτερα σε σχέση με τη θέση της γυναίκας και το συμφέρον του παιδιού σε περιπτώσεις λύσης του γάμου.
Η υποχρεωτική λοιπόν εφαρμογή μίας τοπικής εκδοχής του ιερού Ισλαμικού Δικαίου σε ζητήματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου (όπως διαζύγια, ζητήματα διατροφής και επιμέλειες παιδιών, διαθήκες, και άλλα) των μελών της μειονότητας, χωρίς να υπάρχει η επιλογή επίλυσης των ζητημάτων αυτών από τα αστικά δικαστήρια της χώρας, δημιουργεί όπως είναι προφανές, μείζονα ζητήματα. Η χώρα μας δηλαδή κατέχει το (θλιβερό από πλευράς θεμελιωδών δικαιωμάτων) προνόμιο να είναι η μόνη στην Ευρώπη που εφαρμόζει υποχρεωτικά ιερό δίκαιο σε μερίδα των πολιτών της.
Έτσι λοιπόν, το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ξεκαθαρίζει οριστικά ότι για τις οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές των μελών της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νόμου 1920 του 1991 ισχύουν οι κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, και μόνο κατ’εξαίρεση και έπειτα από ρητή επιθυμία αμφοτέρων των διαδίκων μπορούν να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του Μουφτή. Καταργείται συνεπώς η μέχρι σήμερα αυτόματη υπαγωγή των μελών της μειονότητας στο Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο, η οποία επικράτησε ακόμη και όταν υπήρχε εκφρασμένη αντίθετη βούληση, όπως στην υπόθεση που συζητήθηκε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά της Ελλάδας και για την οποία καταδίκη της χώρας μας είναι πιθανή.
Η προτεινόμενη αυτή ρύθμιση δε φέρνει καμία αλλαγή στις αρμοδιότητες του Μουφτή, οι οποίες δεν περιορίζονται αλλά συνεχίζουν απαράλλακτες. Δεν μεταβάλλεται ούτε η αρμοδιότητα που έχουν τα πολιτικά δικαστήρια της χώρας να ασκούν έλεγχο συνταγματικής νομιμότητας σε κάθε απόφαση του Μουφτή και να κηρύττουν την εκτελεστότητα αυτών. Η μεταβολή έγκειται μόνο στη δυνατότητα επιλογής που πλέον αποκτούν οι διάδικοι για την υπαγωγή της υπόθεσής τους στον οικείο Μουφτή ή στα πολιτικά δικαστήρια. Η υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Μουφτή, με δήλωση όλων των εμπλεκομένων είναι αμετάκλητη και αποκλείει τη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων στη συγκεκριμένη διαφορά, για ευνόητους λόγους.
Ιδιαίτερα για τις κληρονομικές σχέσεις των μελών της μειονότητας, η εφαρμογή των προτεινόμενων διατάξεων σημαίνει ότι ως γενικός κανόνας εφαρμόζεται ο Αστικός Κώδικας, εκτός αν ο διαθέτης συντάξει ενώπιον συμβολαιογράφου δήλωση τελευταίας βούλησης, κατά τον τύπο της δημόσιας διαθήκης, όπου ρητά θα διατυπώνεται η επιθυμία του να υπαχθεί η κληρονομική διαδοχή του στον Ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Η επιλογή αυτή δε δεσμεύει τον διαθέτη αμετάκλητα και μπορεί σε μεταγενέστερο χρόνο να ανακαλέσει τη δήλωση και να υπαχθεί στο κοινό δίκαιο και τις προβλέψεις του Αστικού Κώδικα. Δεν είναι ωστόσο δυνατή η ταυτόχρονη εφαρμογή του Αστικού Κώδικα και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, καθώς αυτό θα συνιστούσε νόθευση και των δύο δικαιϊκών συστημάτων.
Τέλος, με την περίπτωση β’ του 1ου άρθρου στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου προβλέπεται ότι θα ακολουθήσει προεδρικό διάταγμα έπειτα από πρόταση των Υπουργών Παιδείας και Δικαιοσύνης, που θα αφορά τον καθορισμό όλων των αναγκαίων δικονομικών κανόνων για τη συζήτηση μιας υπόθεσης ενώπιον του Μουφτή, προκειμένου να εκδοθούν οι αποφάσεις του.
Γιατί έπρεπε να φτάσουμε στο 2018 και στην κυβέρνηση μας, προκειμένου να κατατεθεί μια νομοθετική πρωτοβουλία που θεωρείται όχι μόνον εύλογη, αλλά και επιβεβλημένη; Γιατί αρνηθήκαμε για δεκαετίες στους θρακιώτες μειονοτικούς συμπολίτες μας να προσφεύγουν στον Αστικό Κώδικα στον οποίο υπόκεινται όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες και τους αναγκάσαμε να βρίσκονται μόνιμα υπό ένα θρησκευτικό νομικό καθεστώς;
Πρέπει νομίζω να αναγνωρίσουμε ότι η υποχρεωτική εφαρμογή της Σαρία στη Θράκη έως και τις μέρες μας είχε σαφή αίτια, που δεν συνδέονται μόνο με τη σεβαστή προσήλωση μεγάλου μέρους των θρακιωτών Μουσουλμάνων στα θρησκευτικά τους πιστεύω και τις θρησκευτικές τους παραδόσεις, αλλά έχουν κυρίως να κάνουν με αδιέξοδες πολιτικές σκοπιμότητες του παρελθόντος, οι οποίες απομόνωσαν τους μειονοτικούς συμπολίτες μας και τους ανάγκασαν να μην έχουν άλλη επιλογή για την επίλυση των οικογενειακών και κληρονομικών υποθέσεων τους, παρά μόνο τον ιερό νόμο του Ισλάμ, ακόμη και χωρίς την επιθυμία τους.
Για τους λόγους αυτούς είναι ιδαίτερα σημαντική η πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας, γιατί δημιουργεί μία ευεργετική τομή σε σχέση με ένα αναχρονιστικό καθεστώς.
Τίθεται από ορισμένους καλοπροαίρετα, το ερώτημα: Γιατί δεν καταργείται πλήρως η αρμοδιότητα του Μουφτή; Είναι αλήθεια, ότι η πλήρης κατάργηση θα αποτελούσε μία επιλογή. Χρειάζεται όμως προσοχή και περίσκεψη για τους εξής λόγους:
Ολοσχερής και αιφνίδια απαγόρευση μιας πρακτικής αιώνων και απότομη στροφή 180 μοιρών, όταν για σχεδόν έναν αιώνα η ελληνική Πολιτεία επέβαλε την υποχρεωτική θρησκευτική επίλυση των διαφορών, θα ήταν τουλάχιστον άκαιρη και θα μπορούσε να επιφέρει τα αντίθετα απο τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Άρα λοιπόν αυτό που θεσπίζεται είναι ένα σημαντικό βήμα, ώστε στο άμεσο μέλλον να μπορεί να προχωρήσει και ο πλήρης εξορθολογισμός χωρίς κραδασμούς.
Επιπλέον, η εισαγωγή της επιλογής, εφόσον πρόκειται για πολίτες οι οποίοι είναι ντόπιοι και ζουν στις περιοχές αυτές για αιώνες, όπως οι Θρακιώτες μουσουλμάνοι, είναι ένδειξη μιας πλουραλιστικής κοινωνίας η οποία αντιμετωπίζει ισότιμα τα μέλη της. Σε εποχές όπου στο δημόσιο χώρο διατυπώνονται αιτήματα όχι μόνο αναγνώρισης, αλλά και προστασίας διαφορετικών ταυτοτήτων, την ίδια στιγμή που οι Ισλαμοφόβοι επιδιώκουν την εκδίωξη του Ισλάμ από τη Δύση και -σκοπίμως- το ταυτίζουν με την τρομοκρατία, προοδευτικό αίτημα μπορεί να είναι εξίσου η ανάπτυξη πλουραλιστικών θεσμών συνύπαρξης. Με άλλα λόγια, η αποδοχή, και αναγνώριση της διαφορετικότητας είναι επίσης προοδευτική, ιδιαίτερα σε περιοχές με μακρά ιστορική παρουσία ντόπιων Μουσουλμάνων.
Παραπέμπω εδώ σε πρόσφατα δημοσιεύματα στο διεθνή Τύπο, σύμφωνα με τα οποία, υποστηρικτές του Τραμπ στην Αμερική σε ένα κλίμα Ισλαμοφοβίας προσπαθούν να απαγορεύσουν την έκδοση αποφάσεων από τα δικαστήρια των ΗΠΑ, τα οποία ήδη λαμβάνουν υπόψη το Ιερό Ισλαμικό Δίκαιο όταν εκδίδουν αποφάσεις που αφορούν Μουσουλμάνους πολίτες.
Ας μη ξεχνούμε επιπλέον, ότι και στην Ευρώπη αυξάνονται οι χώρες οι οποίες προσπαθούν να προσαρμοστούν στα αιτήματα αναγνώρισης και προστασίας των θρησκευτικών ταυτοτήτων ενός αυξανόμενου αριθμού πολιτών τους και αναζητούν τρόπους, πάντα συμβατούς με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε να εντάξουν στην πρακτική τους τα διαφορετικά ήθη, έθιμα και θρησκευτικές πρακτικές των μελών τους. Από την άλλη, εκεί όπου απαγορεύονται ακόμη και συγκεκριμένες θρησκευτικές ενδυμασίες και σύμβολα, έχουν δημιουργηθεί κοινωνική ένταση και συγκρούσεις.
Για τους παραπάνω λόγους, είναι σαφές ότι η προαιρετικότητα που εισάγει ο υπουργός στη δυνατότητα των διαδίκων να προσφεύγουν στον τοπικό θρησκευτικό τους ηγέτη έπειτα από συμφωνία και των δύο μερών, αντί της πλήρους απαγόρευσης μιας τέτοιας δυνατότητας, είναι σε αυτό το στάδιο η προσφορότερη λύση. Η εισαγωγή της επιλογής λαμβάνει υπόψη μια υπαρκτή κοινωνική δυναμική-αφού στην πράξη οι ντόπιοι Μουσουλμάνοι έχουν βρει τρόπους να προσφεύγουν στα αστικά δικαστήρια για τις κληρονομικές αλλά και για τις οικογενειακές τους υποθέσεις.
Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι τα ελληνικά δικαστήρια διατηρούν την υποχρέωση να ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας σε κάθε απόφαση του τοπικού Μουφτή: άρα να έχουν αυτά τον τελικό λόγο διασφάλισης των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω, ότι η λειτουργικότητα και εν τέλει η αποτελεσματικότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων κρίνεται από το αν και κατά πόσο αυτές θεραπεύουν χρόνιες παθογένειες που ταλαιπωρούν διάφορες κοινωνικές ομάδες. Το συζητούμενο νομοσχέδιο -εδραζόμενο στην αρχή της προαιρετικότητας- διασφαλίζει την πρόοδο και τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και δημιουργεί συνθήκες απαλλαγμένες από κάθε είδους καταναγκασμούς. Είναι άλλωστε ιδιαίτερα θετικό ότι όπως φαίνεται εξασφαλίζει ευρεία πολιτική συναίνεση.