Νίκος Παναγιωτόπουλος: Αντισυνταγματικές οι διατάξεις περί υποχρεωτικότητας της διαμεσολάβησης

Ερώτηση του βουλευτή Καβάλας της ΝΔ, με την ιδιότητα του τομεάρχη δικαιοσύνης προς τον υπουργό δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου

Την επανεξέταση του ζητήματος της υποχρεωτικότητας της Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, μετά και την απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, περί αντισυνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων του πρόσφατου Νόμου 4512/2018, έθεσε ο βουλευτής Καβάλας και Τομεάρχης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρώπινων Δικαιωμάτων της ΝΔ, Νίκος Παναγιωτόπουλος, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μιχάλη Καλογήρου, καταθέτοντας σχετική ερώτηση στη Βουλή.

Ο κ. Παναγιωτόπουλος στην ερώτησή του επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου, παρά το γεγονός ότι έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα και κατ’ επέκταση δεν αξιώνει δεσμευτικότητα, ωστόσο, έχει τη βαρύτητα των αποφάσεων του ανώτατου ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας και συνάδει απόλυτα με τον γενικότερο προβληματισμό και αντίλογο που είχε  εξαρχής διατυπώσει η ΝΔ για τις εν λόγω διατάξεις κατά τη συζήτηση στη Βουλή του πρόσφατου σχετικού νόμου.

Μάλιστα, εκφράζει την έντονη ανησυχία του ότι ενόψει, αφενός, της έναρξης του δικαστικού έτους και αφετέρου, της επικείμενης εφαρμογής του νόμου για την υποχρεωτικότητα από 17 Οκτωβρίου 2018, θα δημιουργηθεί σοβαρή σύγχυση κατά τη δικονομική εφαρμογή του νόμου και καλεί τον Υπουργό να αναλάβει πρωτοβουλίες για την αναστολή των σχετικών διατάξεων και να προβεί σε τροποποίηση του σχετικού νόμου.

Αναλυτικά, το κείμενο της ερώτησης του κ. Παναγιωτόπουλου, έχει ως εξής: «Κύριε Υπουργέ,

Σύμφωνα με την υπ´ αριθ.34/2018 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε κατά πλειοψηφία (21-17), ότι οι διατάξεις του Νόμου 4512/2018 για την υποχρεωτική διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αντιβαίνουν  στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη  Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Μάλιστα, στην εν λόγω Απόφαση επισημαίνεται ότι με τις διατάξεις περί υποχρεωτικότητας «θίγεται ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, αφού όπως εξηγήθηκε προκαλούνται σοβαρά επιπλέον δαπανήματα και έμμεσα ο διάδικος οδηγείται στην υποχρεωτική αποδοχή της λύσης του Διαμεσολαβητή, ιδίως δε ο οικονομικά ασθενέστερος, με αποτέλεσμα τελικά να στερηθεί χωρίς τη θέλησή του το φυσικό δικαστή που του εγγυάται το Σύνταγμά και η ΕΣΔΑ. Στο επίπεδο τις τελευταίας, οι ίδιοι όροι διαμεσολάβησης αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που τελικά προσβάλλει την ίδια την ουσία του δικαιώματος για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.».

Παρά το γεγονός ότι η ως άνω απόφαση έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα – αποτελεί δηλαδή «γνώμη»  – και κατ’ επέκταση δεν αξιώνει δεσμευτικότητα, ωστόσο, έχει τη βαρύτητα των αποφάσεων του Αρείου Πάγου, του ανώτατου ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας.

Η Απόφαση αυτή συνάδει απόλυτα με τον γενικότερο προβληματισμό και αντίλογο που είχε  εξαρχής διατυπώσει η ΝΔ για τις εν λόγω διατάξεις κατά τη συζήτηση στη Βουλή του πρόσφατου σχετικού νόμου, αλλά και με τις ενστάσεις που είχε επίσημα και κατ’ επανάληψη διατυπώσει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και όχι μόνο.

Με δεδομένη τη σπουδαιότητα του θεσμού της Διαμεσολάβησης για την απονομή της Δικαιοσύνης,

Ενόψει, αφενός, της έναρξης του δικαστικού έτους και αφετέρου, της επικείμενης εφαρμογής του νόμου για την υποχρεωτικότητα από 17 Οκτωβρίου 2018, ο οποίος σημειώνεται ότι είναι ήδη σε ισχύ και

Προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν σύγχυση κατά τη δικονομική εφαρμογή του νόμου, μετά και την προαναφερόμενη γνωμοδοτικού χαρακτήρα Απόφαση,

Ερωτάται ο κ. Υπουργός,

  1. Είναι στις προθέσεις του Υπουργείου να λάβει σοβαρά υπόψη την ως άνω Απόφαση του Αρείου Πάγου και να επανεξετάσει το ζήτημα της υποχρεωτικότητας της Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις;
  2. Με ποιον τρόπο σκοπεύει να διαχειριστεί την ενδεχόμενη σύγχυση που θα προκύψει κατά την δικονομική εφαρμογή του νόμου; Σκοπεύει να αναστείλει τις σχετικές διατάξεις περί υποχρεωτικότητας και να προβεί σε τροποποίηση του σχετικού νόμου;
  3. Εάν ναι, προτίθεται να ανοίξει αυτή τη φορά, έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για το θέμα; Θα φέρει το ζήτημα στη Δημόσια Διαβούλευση, για επαρκές χρονικό διάστημα, κάτι που παρέλειψε κατά την προηγούμενη φάση»;