Νίκος Παναγιωτόπουλος: «Η υφ’ όρων απόλυση κρατουμένων πρέπει να γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις»

Παρέμβαση του βουλευτή Καβάλας, με την ιδιότητα του τομεάρχη δικαιοσύνης της ΝΔ για υπό όρους αποφυλάκιση κρατουμένων από τις φυλακές

Παρέμβαση στη συζήτηση στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, επί της τροπολογίας με την οποία διορθώνεται το πλαίσιο της υφ’ όρων απόλυσης κρατουμένων στις φυλακές, έκανε ο Τομεάρχης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Νέας Δημοκρατίας, Βουλευτής Ν. Καβάλας, Νίκος Παναγιωτόπουλος.

Επισήμανε πως όταν κρίνεται σκόπιμο να ρυθμίζεται τουλάχιστον μία φορά κατά έτος το ζήτημα της αποσυμφόρησης των φυλακών τότε έχουμε να κάνουμε με μία διαρκή κατάσταση που συνιστά τελικά συστηματική νομοθετική παρέμβαση.

Αναφέρθηκε στους προηγούμενους νόμους, σχετικά με την υφ’ όρων απόλυση, αυτόν του 1993 που αφορούσε περιπτώσεις συνδρομής πολύ σοβαρής πάθησης υγείας (ιός του AIDS, παραπληγία κλπ), όπως και στους αντίστοιχους νόμους του 2008 και 2014, που χορηγούσαν την υφ’ όρων απόλυση εφόσον συνέτρεχαν τα κριτήρια της έκτισης του 1/5 της ποινής και της πιστοποίησης ποσοστού αναπηρίας 67% για τον αιτούντα κρατούμενο.

Ο ν. 4331/2015, ανέφερε ο κ. Παναγιωτόπουλος, εισήγαγε μια νέα παράμετρο, η οποία συνοψίζεται στο δόγμα, ό,τι λέει το ΚΕ.Π.Α. είναι δεσμευτικό, δεν εναπόκειται στο δικαστή να το εξετάσει. Αυτό, βέβαια, οδήγησε και στη στρέβλωση της δημιουργίας μιας βιομηχανίας παραγωγής πλαστών πιστοποιητικών, προκειμένου να επιτυγχάνεται έτσι η υφ’ όρων απόλυση με τη διαπίστωση ψευδούς επίπλαστης αναπηρίας. Αυτό είναι το σημείο, αυτήν την υπαρκτή στρέβλωση επιχειρεί να διορθώσει τώρα η παρούσα νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης.

Αναλυτικά το κείμενο της τοποθέτησης του κ. Παναγιωτόπουλου έχει ως ακολούθως:

«Θα κάνω μια πολύ ειδική τοποθέτηση σχετικά με την τροπολογία με την οποία διορθώνεται το πλαίσιο της υφ’ όρων απόλυσης και θα αντισταθώ στην τάση να τον αποκαλέσω διόρθωση του νόμου Παρασκευόπουλου.

Το πρώτο που έχω να πω είναι ότι όταν το ζήτημα της αποσυμφόρησης των σωφρονιστικών καταστημάτων πρέπει να ρυθμίζεται τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, τότε έχουμε να κάνουμε με μια διαρκή κατάσταση και η τροποποίηση των νόμων για την υφ’ όρων απόλυση μετατρέπεται σε συστηματική νομοθετική παρέμβαση. Επομένως, μια συστηματική νομοθετική παρέμβαση αλλάζει το πνεύμα του νόμου που είναι η εξαιρετική αντιμετώπιση εξαιρετικών καταστάσεων.

Το άλλο σχόλιο που έχω να κάνω είναι ότι, σχετικά με την υφ’ όρων απόλυση, ο πρώτος νόμος ψηφίστηκε το 1993, ακολούθησε ο νόμος του 2008 και ο νόμος του 2014. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των νόμων είναι η υφ’ όρων απόλυση σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού προβλήματος υγείας του κρατουμένου, για λόγους επιείκειας και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Οι δύο νόμοι που εισήχθησαν από τον κ. Παρασκευόπουλο, ο ν. 4322/2015 και ο ν. 4331/2015, άλλαξαν την αντιμετώπιση του ζητήματος της υφ’ όρων απόλυσης σε δύο σημεία. Αυτό με τον πρώτο νόμο είχε να κάνει με τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτών, όχι απλά για μια περίπτωση σοβαρής πάθησης υγείας, όπως ο ιός του AIDS που αντιμετώπιζε ο πρώτος νόμος του 1993 ή πάρα πολύ σοβαρές παθήσεις όπως η ημιπληγία, η παραπληγία, η νεφρική ανεπάρκεια κ.λπ. που αντιμετώπιζε ο νόμος του 2008, αλλά για κάθε αναπηρία. Για κάθε αναπηρία, λοιπόν, εφόσον συνέτρεχαν τα κριτήρια της έκτισης του 1/5 της ποινής και της πιστοποίησης αυτού του ποσοστού αναπηρίας στο 67% για τον αιτούντα κρατούμενο, μπορούσε να χορηγηθεί η υφ’ όρων απόλυση από τις φυλακές.

Ο επόμενος νόμος, ο ν. 4331/2015 εισήγαγε μια νέα παράμετρο. Η παράμετρος που συνοψίζεται στο δόγμα, ό,τι λέει το ΚΕ.Π.Α. είναι δεσμευτικό, δεν εναπόκειται στο δικαστή να το εξετάσει, αφού το λέει το ΚΕ.Π.Α., έτσι θα είναι. Το αμάχητο τεκμήριο της δεσμευτικότητας της πιστοποίησης της αναπηρίας.

Αυτό, βέβαια, οδήγησε και στη στρέβλωση της δημιουργίας μιας βιομηχανίας παραγωγής πλαστών πιστοποιητικών, προκειμένου να επιτυγχάνεται έτσι η υφ’ όρων απόλυση με τη διαπίστωση ψευδούς επίπλαστης αναπηρίας.

Αυτό είναι το σημείο που επιχειρεί να διορθώσει και η παρούσα νομοθετική παρέμβαση.

Αυτή η τροπολογία προσπαθεί να εισαγάγει κάποια κριτήρια αυστηροποίησης αυτής της κατάστασης. Πώς; Βάζοντας τον δικαστή, δίνοντας του τη δυνατότητα ξανά να κρίνει ή να διερευνήσει τη γνησιότητα ή όχι των πιστοποιητικών που εκδίδονται από το Κ.Ε.Π.Α., αλλά μέχρι πρότινος θεωρούνταν δεσμευτικά ως προς την κρίση του δικαστή.

Επομένως, μόνο και μόνο η διορθωτική αυτή παρέμβαση αποδεικνύει το γεγονός ότι υπήρχε μια στρέβλωση που πρέπει να διορθωθεί.

Και το τελευταίο σχόλιο και κλείνω, είναι ότι τελικά υπάρχει και ένα γενικότερο ζήτημα ως προς την αρχή της εφαρμογής αυτών των νόμων, ότι εδώ έχουμε μια στρέβλωση ολόκληρου του συστήματος επιβολής των ποινών, που θα μπορούσε να αναχθεί και στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών στη χώρα μας.

Διότι στην ουσία, το έργο των δικαστών ως προς την επιβολή της ποινής στον καταδικασθέντα και μελλοντικό κρατούμενο ακυρώνεται κατά κάποιο τρόπο με νομοθετική παρέμβαση. Και δεν είναι έργο του νομοθετικού σώματος να παρεμβαίνει στο ζήτημα της επιβολής της ποινής από το δικαστικό σώμα. Για να μη πω ότι καθιερώνεται και κατά κάποιο τρόπο ένας προνοιακός χαρακτήρας, ένα κοινωνικό κριτήριο στο ζήτημα της εκτέλεσης της ποινής.

Αυτές είναι οι στρεβλώσεις αυτών των νόμων κατά την άποψή μας και θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε και άλλα, αλλά και στο κυρίως θέμα που είναι το πόθεν έσχες των δικαστικών, αργότερα, όταν θα γίνει η συζήτηση στην Ολομέλεια».