Ο Αρσλάν αγάς και η απόγονος των Κομνηνών

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος γράφει για «Το άκυρο αύριο» του Κοσμά Χαρπαντίδη

Αν κάτι μας γίνεται συνειδητό μ’ έναν συγκλονιστικό μάλιστα τρόπο διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Κοσμά Χαρπαντίδη «Το άκυρο αύριο» δεν είναι μόνον ότι οι εθνικές περιπέτειες των αρχών της δεκαετίας του 1940 είχανε προεξοφλήσει το τι θα συνέβαινε σε πολιτικό επίπεδο στη χώρα μας στις αρχές του 1980. Μας γίνεται κυρίως κατανοητό πως αν θα ήθελε ν’ αναζητήσει κανείς ακόμη και στα 2013 τις αιτίες για πολλές αιμορραγούσες κοινωνικά πληγές θα έπρεπε να στραφεί εβδομήντα το λιγότερο χρόνια πίσω, έτσι ώστε το «πρέπει να ξεχνάμε για να συνεχίσουμε να ζούμε» να αποτελεί απλά ένα βολικό σύνθημα ή ένα άλλοθι. Η Ιστορία, όταν δεν την μαθαίνεις ή όταν συνειδητά την αγνοείς, σε εκδικείται, χωρίς επιπλέον να σημαίνει ότι γίνεσαι μισαλλόδοξος ή φανατικός σε περίπτωση που ανακαλείς τα πεπραγμένα πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων, ακόμη και απομακρυσμένων ιστορικών περιόδων.

Η απόσταση

Η σημασία του μυθιστορήματος «Το άκυρο αύριο» έγκειται στο γεγονός πως είτε θα είχε γραφεί είκοσι χρόνια πριν είτε θα γραφόταν τριάντα χρόνια αργότερα κατορθώνει όποια απόσταση και αν υπάρχει ανάμεσα στα εξιστορούμενα περιστατικά και τον αναγνώστη σχεδόν να καταργείται και η Μακεδονία, ή μάλλον μια σημαίνουσα περιοχή της, της δεκαετίας του ’40 αλλά και μεταγενέστερων, να φαντάζει σαν ένα πεδίο συγκρούσεων που ξετυλίγονται αυτή τη στιγμή μπροστά στα μάτια του. Με τους πρωταγωνιστικούς ή τους δευτερεύουσας και τριτεύουσας σημασίας αφηγηματικούς ήρωες να διατηρούν τόση ζωντάνια όση και ο βασιλιάς Παύλος, ο λοχαγός Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας) ή ο εμφανώς υπογραμμισμένος, χωρίς ωστόσο να γίνεται μνεία του ονόματος του, Κωνσταντίνος Καραμανλής, καθώς τόσο τους πρώτους όσο και τους δεύτερους, πριν τους αντιμετωπίσεις ως φορείς μιας πολιτικής ιδεολογίας, σε έχουν στοιχειώσει ως μορφές αισθητικά αρτιωμένες μέσα σ’ ένα στέρεα συγκροτημένο αφηγηματικό κάδρο.

Αν και σαφέστατα πολιτικό μυθιστόρημα «Το άκυρο αύριο» διαχωρίζει την ουσία της πολιτικής θεώρησης από την αντίστοιχη ιδεολογική σάμπως και ο Χαρπαντίδης να έχει ενστερνιστεί μια τρομερή φράση του πανεπιστημιακού δασκάλου – ιταλού – Φραντσέσκο Αλμπερόνι που έγραφε τριάντα χρόνια πριν: «Ο ιδεολογικός τρόπος του σκέπτεσθαι είναι πάντα εναντίον κάποιου. Υπηρετεί πάντα έναν αγώνα και πάντα είναι αντικείμενο της βίας, της βίας που τον έχει σφραγίσει και τον χαρακτηρίζει. Ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι βάναυσες, σκληρές, βίαιες, υποτιμητικές, γεμάτες κακία. Μια προσεκτική ανάλυση αυτής της φρασεολογίας θα έδειχνε ότι μια λογοτεχνία ιδεολογικής κοπής είναι μια λογοτεχνία ασήμαντη. Ακόμη και μια λογοτεχνία που μοιάζει να βρίσκεται μακριά από την πολιτική».

Επεξεργασμένο δίχτυ

Πολιτικό και ιστορικό βέβαια μυθιστόρημα «Το άκυρο αύριο», αφού αν του αφαιρούσες συγκεκριμένα γεγονότα, όπως η παραχώρηση της Καβάλας στους Βουλγάρους το 1915, ύστερα από πρόταση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ή οι δεκαεννέα πετσοκομμένοι Βούλγαροι στη μάχη του Τσαρ Τεπέ τον Σεπτέμβριο του 1944 όταν στη Σόφια μαινόταν το μέτωπο μεταξύ των κομμουνιστών και των υποτελών του βασιλιά, θα ακουγόταν σχεδόν ως ακατάληπτο όσο κι αν η ύπαρξη των Φιλίππων, της Αμφίπολης, των νερών της Λυδίας, των μουσουλμανικών τεκέδων, των τάφων, ακόμη και του κινηματογράφου Αύρα στη Μικρόπολη Δράμας φαίνεται να καθορίζουν μόνο με την ονομασία τους τα όρια μιας περιοχής και ταυτόχρονα ένα ακριβά επεξεργασμένο δίχτυ, που φιλτράρει και συγκρατεί γεγονότα μιας ιδιαιτερότητας άγνωστης για άλλα, πυρίκαυστα ωστόσο, γεωγραφικά σημεία της χώρας.

Θα ‘λεγε μάλιστα κανείς πως η δύναμη του «Ακυρου αύριο» είναι στην ουσία και η «αδυναμία» του καθώς ένα καθ’ όλα σημαντικό όπως αυτό μυθιστόρημα δεν μεταβάλλεται, όπως θα μπορούσε να έχει συμβεί, σε μια αναντικατάστατη αφηγηματική σύνθεση, αφού η εμμονή στο ιθαγενές υπέδαφος είναι τόση ώστε την τοιχογραφία που συνιστά να μην μπορεί να την αναγνωρίσει παρά μόνον ένας Ελληνας – γεγονός κάθε άλλο παρά αξιοκαταφρόνητο. Μένεις όμως με το παράπονο πως ένα δυνατό από κάθε άποψη μυθιστόρημα σε περίπτωση που μεταφραζόταν θα συγκινούσε εν μέρει τον αλλοδαπό αναγνώστη καθώς τα αναπαριστάμενα γεγονότα – παρά την έξοχα απρόβλεπτη μυθιστορηματική τους διαπλοκή – μοιάζει να προορίζονται αποκλειστικά για ημεδαπή κατανάλωση, έστω κι αν θα αποτελούσε το μυθιστόρημα αυτό την ιδεωδέστερη απάντηση στη μάλλον φιλοκατήγορη ρήση του Τσόρτσιλ, ότι εμείς στα Βαλκάνια παράγουμε περισσότερη Ιστορία από όση μπορούμε να καταναλώσουμε.

Η διάλυση του ιστού

Χωρίς όμως αυτή η «στενότητα» να επηρεάζει τη διαμόρφωση μιας γλώσσας που όσο αποτελεσματική αναδεικνύεται στα ευθέως αναγνωρίσιμα ως κρίσιμης σημασίας ιστορικά περιστατικά άλλο τόσο καταλυτική θα την χαρακτήριζες στην απεικόνιση των διαπροσωπικών σχέσεων. Με την προϋπόθεση πως το ίδιο το μυθιστόρημα θα κέρδιζε σε διάρκεια αν το βάρος έπεφτε στη «μικροκοινωνιολογία» και μαζί με τη δράση της παρακρατικής οργάνωσης Σπαρτιατική Λάβρυς ή τις περικοπές από τα λογύδρια του αιματοβαμμένου αρχηγού εθνικιστικής ανταρτικής ομάδας του 1941-44 Πρόδρομου Αρσλάνογλου (που συνιστά τον κεντρικό άξονα του μυθιστορήματος), του επονομαζόμενου και καπετάνιου ή Αρσλάν αγά, είχαμε εξίσου παραστατικές τις μορφές της Ξένιας Πουρσαϊτίδου ή της Λουλούς Μανούρη, που τώρα κινούνται στο περιθώριο συμβάντων τοπικής βέβαια σημασίας, αν και για τις ίδιες φαντάζουν ως κοσμοϊστορικής. Καμιά φορά ή σχεδόν πάντα η διάλυση του κοινωνικού ιστού γίνεται πολύ πιο απτή αν επιμείνεις σε ιδιωτικής φύσεως συμπεριφορές παρά σε τεράστιας εμβέλειας πολιτικά γεγονότα – αψευδής μάρτυρας το αγγλοσαξονικό μυθιστόρημα. Φτάνει να σκεφτεί κανείς πώς θα γραφόταν ένα μυθιστόρημα σε σχέση με τη δεκαετία που διανύουμε έπειτα από πενήντα χρόνια, ότι δηλαδή ακρογωνιαίος λίθος του δεν θα μπορούσε να είναι μια τηλεφωνική επικοινωνία του σημερινού πρωθυπουργού με τη γερμανίδα καγκελάριο, όσο τουλάχιστον θα λογαριαζόταν η φωτογράφηση ενός πρώην υπουργού Οικονομικών με τη σύζυγό του και με θέα τον Παρθενώνα σε στιγμές ευωχίας.

Τελειώνοντας μένει να υπογραμμίσουμε το κύριο προσόν του Κοσμά Χαρπαντίδη στο «Ακυρο αύριο», που είναι να στήνει ένα σκηνικό και να υφαίνει την ατμόσφαιρά του με τόση μαεστρία ώστε με όση φυσικότητα μπορεί να περιλάβει μέσα του τους παπάδες της ενορίας της Αγίας Ελεούσας, που ανηφορίζουν τον Μάιο του 1999 προς το μοναστήρι, στην κορυφή της Αητοβίτσας, με άλλη τόση μπορεί να ενσωματώνει την ανίχνευση της αρρώστιας του Αρσλάνογλου σε γονίδια τα οποία μεταφέρθηκαν μέσω της μετανάστευσης των τουρκικών νομαδικών φυλών από τις περιοχές της Κεντρικής Ασίας, ή ένα παραλήρημα της ίδιας της αφηγήτριας (ένα ακόμη πρόσωπο του μυθιστορήματος) που σε μια κρίση μεγαλείου λογαριάζει τον εαυτό της απόγονο των Κομνηνών.

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 24 Ιουνίου 2017