Ένα ξεχωριστό βιβλίο, μια φρέσκια οπτική σε ένα παλιό βορειοελλαδίτικο τραύμα

Ο Κωνσταντίνος Παπαγιάννης γράφει για «Το άκυρο αύριο» του Κοσμά Χαρπαντίδη

Tο Άκυρο Αύριο (εκδ. Πόλις, Αθήνα 2017) είναι ένα κείμενο ζοφερής ατμόσφαιρας. Ένα αφήγημα για τη βίαιη παράκρουση της εξουσίας ως ύβρη αντιμέτωπη με την ανώτερη εξουσία του θανάτου. Η επάρατη βουλγαρική κατοχή, στην τρίτη της μετάσταση αυτή τη φορά σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ο εμφύλιος που αρχίζει ανεπίσημα το ’43, η γενικευμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της «Κόκκινης» βίας και του Μελιγαλά, αλλά και οι μαζικοί τάφοι της «Μαύρης Αντίδρασης», χτίζουν το μισαλλόδοξο σκηνικό του αφηγήματος και ταυτίζουν τον όποιο ιδεολογικό αντίπαλο, ήρωα ή και απλό πρόσωπο του έργου με το απόλυτο Κακό. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ακόμα πιο βαθύ και καθολικά άγνωστο στους Νότιους Έλληνες, κρύβεται μέσα στο Άκυρο Αύριο του Κοσμά Χαρπαντίδη εκείνη η άδοξη εμφύλια σφαγή ανάμεσα στους πρόσφυγες από τη Νότιο Ρωσία και τον Καύκασο από τη μια μεριά και τους τουρκόφωνους –κυρίως βενιζελικούς– Πόντιους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μακεδονίας από την άλλη, οι οποίοι επέλεξαν διαφορετικά στρατόπεδα και δημιούργησαν αξεπέραστα ρήγματα ανάμεσά τους έως πρόσφατα. Το αφήγημα επ’ ουδενί λόγω όμως δε μπορεί να χαρακτηριστεί αμιγώς ιστορικό καθώς συνιστά μερική μονάχα ιστορική αναπαράσταση χρονικών περιόδων κατά τις οποίες εξελίσσεται.

Το πεζογράφημα –φόρος τιμής στο γενέθλιο τόπο– κινείται μέσα σ’ ένα αενάως μετακινούμενο ιστορικό-χρονικό ρευστό, καλύπτοντας έτσι το μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα και φθάνοντας έως τις μέρες μας. Κεντρική ηρωίδα είναι η κόρη ενός έμπιστου συνεργάτη του μακροβιότατου δημάρχου μιας μικρής μακεδονικής πολίχνης, ο οποίος υπήρξε εθνικιστής αντάρτης κατά την κατοχή και στη συνέχεια και κατά τον εμφύλιο. Αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού αργότερα, ως την πολιτική και βιολογική του παρακμή και το αναπόδραστο τέλος που έρχεται με στοιχεία μεταφυσικού σχεδόν θρίλερ. Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης κινείται με σπάνια για την ελληνική πεζογραφία παρρησία, –και το τονίζω αυτό εμφατικά– προς μια ψυχολογική ψηλάφηση του έτερου κεντρικού αλλά αρνητικού ήρωα Πρόδρομου Αρσλάνογλου, ενός από τα ιστορικά υποκείμενα την ταραχώδη εποχή του εθνικού διχασμού και των φρικιαστικών ετερόκλητων εγκλημάτων. Ο συγγραφέας αντιστέκεται έτσι στη νόρμα. Αντιστέκεται σ’ αυτούς που συστρατεύονται υπέρ του απόλυτου Καλού και επιλέγει αντί αυτού να κινηθεί στα χνάρια του επίσης εκτός ιδεολογικού διπόλου μεγάλου και παρεξηγημένου απ’ τους συντρόφους του πεζογράφου μας, του Αλέξανδρου Κοτζιά, όπως αυτός κινήθηκε στη μνημειώδη Πολιορκία του. Ο Κοτζιάς καταδικάστηκε με αυθαίρετο τρόπο όπως και τόσοι άλλοι έντιμοι άνδρες της εποχής εκείνης από την «άλλη» παράταξη. Ο Ρόδης Ρούφος με το Χρονικό μιας Σταυροφορίας κι ο Νίκος Κάσδαγλης με τα Δόντια της Μυλόπετρας είναι μονάχα δυο απ’ αυτούς. Τι άλλο θα μπορούσε άραγε να περιμένει κανείς από μια χώρα –τη μοναδική στον κόσμο– που δε γιορτάζει τη λήξη του δεύτερου Πολέμου, παρά μόνον την αρχή του; Απέχει λοιπόν από την πόλωση του Ψυχρού Πολέμου που ανένδοτος μας οδηγεί ακόμη και σήμερα σε χιλιάδες μικρούς καθημερινούς εμφύλιους πολέμους ο Χαρπαντίδης, χωρίς όμως να απεμπολήσει και τους ιδεολογικούς του συμμάχους, όπως έκανε ο Κοτζιάς τότε.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την πολιτική βία του χτες ως όχημα για να τη μεταφέρει αυτούσια στο παρόν παρακμιακό τοπίο. Ένα τοπίο που αλληθωρίζει προς τα πίσω και ηδονίζεται με τα ολοκληρωτικά οράματα του παρελθόντος, ένθεν και ένθεν της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής. Το παρακμιακό τοπίο της κρίσης, αποκαλύπτει τις δυσώδεις, βαθιά αντιδημοκρατικές καταβολές ενός λαού που βρίσκεται σε διπολική διαταραχή και αντιπαρατίθεται απαξιώνοντας το δημοκρατικό πολίτευμα, εμπνεόμενο από συνθήκες που προσομοιάζουν τη Γερμανία του μεσοπολέμου. Οι συνθήκες των διαφόρων «κινημάτων» των δήθεν αγανακτισμένων, είναι πλήρεις και μεστές για να ενισχύσουν τη νεοναζιστική οργάνωση της οποίας ο γέρο-καπετάνιος θα αποτελέσει την ιδεαλιστική χρονοκάψουλα. Ο μηχανισμός της οργάνωσης θα προβάλει μιαν ατζέντα απαλοιφής όσων δεν είναι αρεστοί από την ιδεολογία της που αποθεώνει τη βία. Η μετουσίωση του Αρσλάνογλου από άνθρωπο της βίας σε σεπτό σκήνωμα, με τη σκηνοθετημένη ανεύρεση των λειψάνων του και σκοπό την αγιοποίησή του, αναδεικνύει τον Κοσμά Χαρπαντίδη σε γνώστη της ποιητικής γραφής ολιγόλογων, αλλά, πολύ πυκνών κεφαλαίων με έντονο το μεταφυσικό-σαμανιστικό στοιχείο. Το κείμενο είναι πολύπτυχο και καθηλωτικό. Αν και ο συγγραφέας δημιουργεί αφηγηματικά πρόσωπα «απτά και δια της οράσεως ακόμη», όπως θα έλεγε ο ποιητής, δε φαίνεται ωστόσο να χαρίζεται σε κανένα από αυτά. Η γλώσσα του ξάστερη χωρίς ρητορείες και χωρίς φράσεις που έχουν μπερδέψει το βήμα τους, καθιστά το Άκυρο Αύριο όχι μόνο θαρραλέο όσον αφορά στο θέμα του, αλλά και αποτελεσματικό σε ό,τι έχει να κάνει με την πραγμάτωσή του. Ξέρει να χειρίζεται με ικανότητα τα χρονικά πισωγυρίσματα και προσδίδει στο κείμενο ήχο και φωνή τόσο κοντινή, που είναι θαρρείς κάποιες φορές εσωτερική σχεδόν. Το αποτέλεσμα είναι εξόχως πολιτικό μα συγχρόνως και μεταφυσικό στην απόδοση της (αυτό)καταστροφικής εθνικής μας αναλγησίας. Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης αποφεύγει εντέχνως τη λογοτεχνίζουσα καλλιέπεια και μας οδηγεί με λόγο κοφτό στη συντριβή και τον αυτοεξευτελισμό της συλλογικής ιστορικής μας παραπραξίας.

Όπως τα όψιμα σταλινικά περιτρίμματα προσπαθούν να μετατρέψουν το γενικευμένο ιστορικό τους σκοτάδι στην πάλαι ανθρωπιστική ουτοπία που ευαγγελίστηκαν αξιοσέβαστες μορφές στην Ευρώπη και τον κόσμο, έτσι και οι θανατηφόροι σύγχρονοι ευαγγελιστές της νεοναζιστικής ηθικής και εθνικής καθαρότητας, προσπαθούν από κοινού για μια ακόμη φορά και αποκρύπτοντας εντέχνως τις εκλεκτικές τους συγγένειες, να επιβάλλουν απολιθωμένες απόλυτες αλήθειες, κοινωνικές μηχανικές, μίσος και βία, χλευάζοντας την ελευθερία της σκέψης και προσπαθώντας να ποδηγετήσουν τα κριτικά πνεύματα. Όπως επισημαίνει ο μεγάλος μας Γιώργος Θεοτοκάς, «Και για τις δυο αυτές παρατάξεις η ελευθερία της σκέψης είναι μια σατανική επιχείρηση που αποβλέπει στο θόλωμα των ζητημάτων και στην παραπλάνηση των πνευμάτων, η ανεξάρτητη κριτική είναι προϊόν δόλου, αβουλίας, ντιλεταντισμού ή σκεπτικισμού, οι άνθρωποι που στέκονται υψηλότερα από τα τυφλά πάθη της εποχής μας είναι καθυστερημένοι ονειροπόλοι, δειλοί φυγάδες της μάχης ή φαύλοι οπορτουνιστές. Οι δύο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή. Πίστευε και μη ερεύνα».

Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης επιστρέφει με ένα ξεχωριστό βιβλίο και μια φρέσκια οπτική σε ένα παλιό βορειοελλαδίτικο τραύμα. Η πικρή διαπίστωση για την εθνική μας ύπαρξη θα μπορούσε εν κατακλείδι να συνοψιστεί ως εξής: Οι αδερφοφάδες «Παφραλήδες» και «Αούτοι», μόλις πρόσφατα ενώθηκαν κάτω από το κοινό αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας με τη δημιουργία ενός ριζοσπαστικού Ποντιακού κινήματος και ελπίζουμε, μιας νέας ανάγνωσης της δεκαετίας του ’40.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Φρέαρ