Βίλα Χλωροφύλλη: Ένα καινούριο, καλοκαιρινό διήγημα από τον Κοσμά Χαρπαντίδη

Ο συγγραφέας «συνομιλεί» με παλιότερο κείμενο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου με επίκεντρο την Καβάλα

Οσυγγραφέας Μισέλ Φάις επιμελείται και φιλοξενεί στην Εφημερίδα των Συντακτών την ενότητα «Ανοιχτό βιβλίο» που, για πέμπτη συνεχή χρονιά, φιλοξενεί στις σελίδες του πρωτότυπα διηγήματα, με τελευταίο αυτό του «δικού μας» Κοσμά Χαρπαντίδη, με τίτλο «Βίλα Χλωροφύλλη» που δημοσιεύτηκε την Κυριακή 2 Ιουλίου 2017.

Η σειρά αυτοπροσδιορίζεται ως εξής: «Δώδεκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού άξονα και αφηγηματικής παλέτας, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες προσφέρουν, εκτός από κριτική πυξίδα, και λογοτεχνική απόλαυση). Μ’ άλλα λόγια, δώδεκα μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη ή ειρωνικά, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά, ή ανατρεπτικά―διηγήματα που θα μας συντροφεύσουν ώς το τέλος Σεπτεμβρίου».

Το διήγημα του Κοσμά Χαρπαντίδη ενσωματώνει αποσπάσματα από το διήγημα του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη» (Εγνατία 1979) το οποίο έχει ως επίκεντρό του την Καβάλα.

Βίλα Χλωροφύλλη

Ένα εκατομμύριο διακόσιες πενήντα χιλιάδες ήταν το τελευταίο τίμημα που έδινε ένας Ρώσος λεφτάς για να αγοράσει τη βίλα Χλωροφύλλη, με το οικόπεδο του ενός στρέμματος, πάνω στο κύμα.

Κι εκείνος δεν συμφώνησε.

Ο γέρος γραπώθηκε από το εξοχικό σαν να ήταν η παράταση της ζωής του και οκτώ χρόνια μετά την προσφορά-μαμούθ το κράτησε με την επιμονή του στριμμένου που δεν ήθελε να ακούσει για κρίση, ούτε για την ανέχεια των παιδιών του.

Είχε κανείς την αίσθηση ότι το προασπιζόταν σαν να επρόκειτο για το τελευταίο κεκτημένο του, το φρούριό του, το ελιξίριο για την παράταση της ζωής του. Ηταν τα χρόνια που δεν έζησε, οι εκδρομές που δεν έκανε, τα μέρη που δεν περιηγήθηκε, η φύση που δεν λάτρεψε, οι άνθρωποι που δεν γνώρισε, οι ώρες που δεν επένδυσε για να αγαπήσει ή να τον αγαπήσουν, οι ώρες και τα λεπτά που δεν αφιέρωσε στα παιδιά του και τη γυναίκα του. Γραπωμένος από το εξοχικό αυτό δεν άφηνε κανέναν να το σφετεριστεί. Εξάλλου ποτέ δεν είπε ότι το αγόρασε για τους άλλους κι όχι για τον εαυτό του.

Η ζωή τού χρωστούσε κι εκείνος ήθελε να τη ζήσει, να μην τη στερηθεί, να την παρατείνει, να την εξαντλήσει και να την κινητοποιήσει να τον θελήσει. Δεν ήθελε να πεθάνει με τη γεύση της δουλειάς στο στόμα, αλλά να αποσυνδεθεί από την αγωνία της και να ζήσει αποδεσμευμένος. Ναι, θυσιάστηκε και τώρα ήθελε να έχει την αναγνώριση των θυσιών του και την αναγνώριση των κόπων του.

Τα παιδιά του έπρεπε να τον δικαιολογήσουν και να αναγνωρίσουν τους αγώνες του. Και επειδή κατάλαβε ότι επιδιώκουν να τον βγάλουν από εκεί μέσα άρχισε να μένει και τις άλλες εποχές του χρόνου και σιγά σιγά μετέτρεψε τη θερινή του διαμονή σε μόνιμη, όλη τη διάρκεια του χρόνου. Εμενε μόνος, χωρίς παρέα, με πρωτόγονες συνθήκες γιατί το εξοχικό ήταν χτισμένο με τις συνθήκες της δεκαετίας του 1960, φτωχό σε ανέσεις και χωρίς υποδομή για τον χειμώνα.

– Τι να την κάνω τη ζέστη, δεν κρυώνω, είμαι χειμερινός κολυμβητής.

Ο ίδιος ταμπουρώθηκε με την έλευση του μεσίτη και του Ρώσου μεγιστάνα και δεν το ματακούνησε από εκεί μέσα. Οχι, δεν πουλούσε και το διαλαλούσε σε όλους τους τόνους, μέχρις ότου να καταλάβουν οι πάντες ότι ο γέρος είναι ημίτρελος και ότι αυτός έκανε κουμάντο στο εξοχικό-φιλέτο. Οχι τα παιδιά του.

– Αφήστε με να ζήσω τα επόμενα χρόνια με τις αναμνήσεις μου. Και αναμνήσεις θεωρούσε τα κολύμπια του με τους φίλους του, τον Γιώργο, τον Πρόδρομο και τον Ηλία και την κοπέλα της Χλωροφύλλης που χάθηκε τόσο απρόσμενα, ενώ κολυμπούσε στα ίδια αυτά μέρη κάτω από το εκτυφλωτικό φως σ’ εκείνον τον τεράστιο επίπεδο βράχο, όπου συνήθως μαζεύονται οι νέοι για μπάνιο.

Του έκανε αμέσως εντύπωση το ήμερο πρόσωπο του κοριτσιού με τα μεγάλα καθαρά μάτια καθώς και η άνεση με την οποία γδύθηκε και φόρεσε ένα ωραιότατο άσπρο μαγιό. Για πρώτη φορά έκαναν έρωτα υποβρυχίως και το κορίτσι έλιωνε σε αντίθεση με τον φίλο του που βαριόταν όλο και περισσότερο.

Θα ήθελε να την είχε αυτός φίλη, αλλά δεν ήταν δυνατόν, γιατί ήταν λίγο μεγαλύτερη από την κόρη του. Οταν την ανέσυραν πνιγμένη, δεν ήξερε γιατί, αλλά τη δική του κόρη σκέφτηκε σαν να ήταν το δικό του παιδί στη θέση της. Πόνεσε βαθιά και κάθε καλοκαίρι τής έκανε ένα άτυπο μνημόσυνο και δεν συγχωρούσε στον φίλο του τη σκληρότητα με την οποία της φέρθηκε.

Εκτοτε η παρέα του ονόμασε το εξοχικό του ως βίλα της Χλωροφύλλης και δεκάδες φορές κολύμπησαν παρέα στη θάλασσα όπου έχασε τη ζωή της η ερωτευμένη κολυμβήτρια.

Ο γέρος μέχρι τον θάνατό του το 2016 δεν διέθεσε ούτε μια μέρα το εξοχικό του για να κάνουν διακοπές τα παιδιά του. Κολυμπούσε μέχρι τα ενενήντα τρία του και ονειρευόταν να χαθεί μέσα στην ίδια αυτή θάλασσα, για να συναντήσει το κορίτσι της Χλωροφύλλης, αλλά δεν τα κατάφερε.

Πέθανε στο κρεβάτι του, σχεδόν ήσυχα και μάλλον ειρηνικά.

Πριν από τα σαράντα του τα παιδιά του έβγαλαν προς πώληση τη βίλα Χλωροφύλλη και γρήγορα κατέληξαν στην τιμή της ευχερούς διάθεσής της. Τα ονειρεμένα σχέδια να ξεφύγουν από τη μιζέρια εξατμίστηκαν μέσα στην κρίση που επέμενε.

-Εκατόν ογδόντα χιλιάδες, βία να πιάσουμε τα διακόσια χιλιάρικα, τους απογοήτευσε ο μεσίτης.

Κι άρχισαν να μαλώνουν που δεν έπεισαν τον γέρο πριν από οκτώ χρόνια να την πουλήσουν και να διαφωνούν για το αν θα τη σκότωναν αμέσως ή θα την άφηναν να ρημάζει μέχρι να φανεί κανένας μερακλής να τους δώσει κάτι παραπάνω.