Με χίλιους τρόμους γενναίος ή Η επίζηλη κατάκτηση της κορυφής ενός συγγραφέα

Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γράφει για την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Διαμαντή Αξιώτη

Μέσα σε μια χοάνη χρόνου και ματαιότητας κινούνται οι ήρωες του Διαμαντή Αξιώτη και συνδέονται από την ενέργεια που άλλοτε καταφέρνει να διοχετευθεί και άλλοτε παραμένει εγκλωβισμένη και βιαιοπραγεί. Οι ήρωές του, από χαμηλόφωνους αυτόχθονες της διπλανής πόρτας μέχρι σαλεμένους νάνους και πελαγωμένους μεσήλικες, περιπλανούνται σε έναν κόσμο άδειο, που σπάνια θα τους σταθεί και συνήθως θα τον βρουν απέναντι. Έναν κόσμο που δεν θα τους προσφέρει αγάπη και ζεστασιά, αλλά θα τους προσπεράσει και θα αδιαφορήσει για πάρτη τους. Όχι για να καταλήξουν στο περιθώριο και την απόρριψη, δεν είναι ακριβώς περιθωριακοί οι ήρωες και οι πρωταγωνιστές του Δ. Αξιώτη, το πολέμησαν πριν πέσουν, απέδειξαν ότι ήταν με χίλιους τρόμους γενναίοι, αλλά τελικώς υπέκυψαν ή δεν διέφυγαν το μοιραίον. Και αυτό είναι που τους καθιστά οικείους και αναγνωρίσιμους. Δεν ανήκουν στο πάνθεον των περιθωριακών που σπάνια μπορεί να ταυτιστεί κανείς μαζί τους. Ανήκουν στο μέσο όρο που κατέπεσε και σήμερα μοιάζουν να κινούνται στο σωρό της κρίσης, αν και τα διηγήματα αυτά έχουν γραφεί σε χρόνο ανύποπτο και προγενέστερο της κρίσης. Όμως περιγράφουν τον άνθρωπο στην κρίση και ειδικά στην Ελλάδα.

Όμως η κρίση προκαλεί την πτώση. Όμως η πτώση προηγείτο πάντα της κρίσης, και το βιβλίο του Δ. Αξιώτη, αν δεν είχε τον ωραίο αυτόν τίτλο, θα μπορούσε να ονομάζεται «Άνθρωποι που πέφτουν». Πέφτουν, ενώ αγωνίστηκαν να μην πέσουν, να μην προβούν στο απονενοημένο διάβημα, να μην καταστρέψουν, να μην διανύσουν την απόσταση από την ταράτσα στο ισόγειο, να μην εμπλακούν σε αυτοχειρίες, να μην σκοτώσουν, να διασώσουν και να διασωθούν.

Εάν κάτι συνδέει οργανικά αυτές τις ιστορίες είναι η ματιά του συγγραφέα επάνω στο σώμα: το δικό του και των ηρώων του. Η ματιά αυτή είναι λατρείας και συχνά αγάπης, είναι η ματιά ενός παρατηρητή και ενός θερμού συμμέτοχου ή ενός συνδιαμορφωτή της πραγματικότητας. Η ματιά διαμορφώνει το περιεχόμενο και συχνά την τροπή της υπόθεσης. Το σώμα που βλέπει, θεάται το άλλο σώμα που πάσχει και επιθυμεί. Το σώμα που υποφέρει και περιμένει τη λύτρωση και μαζί το σώμα που δεν συνειδητοποιεί ότι κι αυτό τη λύτρωση περιμένει. Το εκθαμβωτικό της ανθρώπινης εκφραστικότητας μέσα από το καθοριστικό ξέσπασμα της σεξουαλικής ενέργειας ενεδρεύει, ενυπάρχει και καραδοκεί εκεί που δεν είναι καν φανερό ότι μπορεί να ανιχνευθεί. Τα σώματα των ηρώων περιγράφονται με θέρμη, αλλά και με μια στοχαστική πληρότητα του μέλλοντος. Τι θα απομείνει από αυτά; Τι θα απομείνει από τον πόθο και το τράνταγμα που τα δόνησαν; Πόσο η θνητότητα μας εμποδίζει να δούμε το επέκεινα;

Δεν ξέρω τι μπορεί να αποκομίσει κανείς από την αναμέτρηση με το τίποτα που μας περιμένει στην άκρη του δρόμου. Ίσως μια βιαιότητα που δεν μετριέται ποτέ, αλλά ενεδρεύει συχνά στις ιστορίες του Δ. Αξιώτη. Μία βία, αντίδραση στον εγκλωβισμό και την αδυναμία του ανθρώπου να αντιδράσει και να αποτινάξει το μοιραίο, το μαύρο που έρχεται. Μία βία, σε αυτό που θα καταλήξουμε και από το οποίο είμαστε ανίκανοι να αποδράσουμε. Μια σύγκρουση συναισθημάτων και πραγματικότητας από την οποία το πάσχον σώμα θα ηττηθεί και η δεινή πραγματικότητα θα επιβληθεί. Η βία καταγράφεται στο ενδιάμεσο και ενώ ακόμη η πτώση δεν είναι οριστική. Η βία η δική μας και η βία των άλλων ως έσχατο μέσο ανάσχεσης του αναπότρεπτου.
Και η ευτυχία, πού είναι η ευτυχία;

Η ευτυχία είναι κάτι που, ή υπάρχει εκεί που βρίσκεσαι ή δεν υπάρχει όσα χιλιόμετρα κι αν διανύσει κανείς, δεν πρόκειται να την βρει…

Ωστόσο επιστρέφοντας στη βία των ηρώων του Δ. Αξιώτη και αξιολογώντας αυτά που περνάμε, θέλω να σημειώσω ότι έξοχα δένουν με την περιπέτεια των παράνομων κυρίως οικονομικών μεταναστών, που ταλαιπωρούνται στην σημερινή Ελλάδα. Εκείνο το οποίο εισπράττουν με την μεγεθυμένη οικονομική ανισότητα είναι η βία και πάλι η βία. Σε πολλά από τα διηγήματα της συλλογής το τέλος έρχεται με τη βίαια αποκοπή που είναι ο θάνατος. Ο θάνατος και ο έρωτας πρωταγωνιστούν στα κινηματογραφικής ματιάς διηγήματα του Δ. Αξιώτη.

Αναρωτιέμαι, γιατί αφού έχουμε να κάνουμε με σκληρά στην πλειοψηφία τους διηγήματα, ωστόσο δεν κυριαρχεί η μυρωδιά του θανάτου και η τελική αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε η βία, ούτε ο αναγκασμός, ούτε η πίεση. Είναι μια αίσθηση αφής ενός γλυκού, αν και παρελθοντικού, αισθήματος, όπου κυριαρχεί η σκέψη ότι «η απόλαυση σβήνει με την ηλικία». Σβήνει, αλλά είναι πανταχού παρούσα με την ζωική ενέργεια και ανατρέπει τα πάντα, ακόμη και τον θάνατο και σκορπά μια γλυκιά ευωδία ζωής, ερχόμενος ως ανάμνηση της ιδεατής Αριάδνης σ’ ένα βράδυ αναστάσιμο στην Κωνσταντινούπολη. Γράφει:

Στριμώχτηκαν κάτω από το κόκκινο αλεξιβρόχιον της Αριάδνης για να σμίξουν τα σώματα παρά για να προφυλαχτούν από την βροχή. Όταν άναψαν τα κεριά το πρόσωπο της νέας μεταμορφώθηκε σε αχνό, ροδόχρωμο αλάβαστρο. “Από τη λάμψη των κεριών ή από το χρώμα της ομπρέλας;”, αναρωτήθηκε ο Δανιήλ. Μπορεί και από το σμίξιμο των σωμάτων. Αποκλείοντας στο τέλος και τις τρεις εκδοχές, απέδωσε την μεταμόρφωση στη διαφανή ομορφιά της αγαπημένης του.

Ο έρωτας με κάθε μορφή, η αγάπη, η απόσπαση του πιο κρυφού χυμού, η γονιμότητα, η περασμένη ζωή που σπαταλήθηκε, η άλλη διάσταση των ηρώων τού Δ. Αξιώτη, η ταξική διάκριση, η πλευρά του αδύναμου, η ποικιλία των προσώπων που δε μένουν καθηλωμένα σε μια μόνο πινακοθήκη, αλλά απλώνονται σε όλο το μωσαϊκό της Βόρειας Ελλάδας ή και της Ελλάδας ολόκληρης, η σκληρότητα του πεζοδρομίου και της τρέλας αγκαλιά με την τρυφερότητα και την γλύκα της παράδοσης στον άλλο, η αιώνα καύλα -όσο καυλώνω υπάρχω- με την αφόρητη μοναξιά, η φυλακή και η ελευθερία, το παραμύθι και η μπετονένια πραγματικότητα.

Χαίρομαι που σε κανένα από τα διηγήματά του αυτά ο Διαμαντής Αξιώτης δεν νουθέτησε, ούτε σήκωσε το δάχτυλο για να μας μεταφέρει κάτι από την σοφία τού τεχνίτη που διένυσε την απόστασή του μέσα στον χρόνο. Συνδετική ουσία όλων των διηγημάτων είναι η αγάπη για τον άλλο, ακόμη και τον πιο αδικημένο. Το πάσχον σώμα στο προσκήνιο. Ο Δ. Αξιώτης έχει μια σχέση με τον παραριγμένο, τον αδικημένο, τον φυλακισμένο, τον αίροντα τις αμαρτίες ενός κόσμου που αδικεί, τον μη έχοντα σκέπη ή κλίνη, τον μειονεκτούντα, αυτόν που βουλιάζει. Και προς όλους αυτούς δεν μεγεθύνει την απόκλισή τους, αλλά κρατά τη συμπάθεια και μια ματιά κινηματογραφική για να εξιστορήσει τον πόνο τους. Αυτή η ματιά με την ανάλογη αφαίρεση και μια γλώσσα ρέουσα και παλλόμενη κάνουν την διαφορά σε αυτά τα διηγήματα, απόσταγμα μιας πεζογραφικής πορείας είκοσι χρόνων, που έδωσε δύο γενναία μυθιστορήματα το «Ελάχιστον της ζωής του» και τις «Πλωτές γυναίκες» και δύο πιο προσωπικά «τα Μοιρασμένα χιλιόμετρα» και το «Λάθος λύκο», που με τον τρόπο τους παρελαύνουν και στα διηγήματα αυτής της συλλογής.

Αυτή η πεζογραφική πορεία του Δ. Αξιώτη πέρασε από διαφορετικά και πολυφωνικά στάδια, τα διηγήματα αυτά είναι η επίζηλη κατάκτηση της κορυφής του. Τίποτα δεν τα σκιάζει και όλα είναι μέσα. Όλα είναι ένας ψεύτικος ισχυρισμός, αλλά ωστόσο όσα χρειάζονται για να αποδειχθεί πόσο περίπλοκο πόσο γενναίο και πόσο δειλό ταυτόχρονα είναι το πέρασμα όλων μας από αυτή τη ζωή.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Εντευκτήριο, τχ 112 (Ιούλιος-Αύγουστος 2017), σελ. 127


Info

Διαμαντής Αξιώτης
Με χίλιους τρόμους γενναίος
Εκδόσεις Κίχλη, 2016