Άνθρωποι και τόποι: Η ανθρωπογεωγραφία του Μπάμπη Γαμβρέλη

Σχόλια του Άρη Τριανταφύλλου επάνω στην ποιητική συλλογή «Αβέβαια και τιμαλφή»

Καθώς δεν λογαριάζω τον εαυτό μου καθ’ οιονδήποτε τρόπο –είτε κατ’ επάγγελμα είτε εξ έρωτος– στους κριτικούς της λογοτεχνίας και, ακόμα περισσότερο, της ποίησης, παρακαλώ οι σημειώσεις που ακολουθούν να διαβαστούν κατά κυριολεξία όπως τις ορίζει ο τίτλος, ήγουν ως σχόλια στην ποιητική συλλογή Αβέβαια και τιμαλφή του πολύ αγαπητού φίλου Μπάμπη Γαμβρέλη.

Με την ευκαιρία να σημειώσω πως στα λογοτεχνικά ζητήματα υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι κρινόμενοι είναι αυτοί που κρίνουν ουσιαστικά, περιπτώσεις όπου το επίπεδο του κριτή είναι φανερά κατώτερο από το επίπεδο του κρινόμενου, περιπτώσεις όπου ο κριτής έχει σκεφτεί ή καλλιεργηθεί στη ζωή του ασύγκριτα λιγότερο και, καμιά φορά, απελπιστικά λιγότερο από τον κρινόμενο. Μιλάω για κείμενα σοβαρά, εννοείται. Όσο πιό σοβαρό ένα κείμενο τόσο ξεμασκαρεύεται ή ξεσκεπάζεται ο απροετοίμαστος κριτής του, τόσο το κείμενο πέφτει απάνω του και τον φωτίζει ποιος είναι πραγματικά. Έτσι, αντί να κρίνει, κρίνεται. Βρίσκει και στα γράμματα τότε την εφαρμογή του το ευαγγελικό μη κρίνετε ίνα μή κριθήτε που, δυστυχώς δεν το σέβεται κανένας από τους παρεπίδημους της λογοτεχνίας, αλλά μπορώ να πω, και μετρημένοι στα δάχτυλα, από τους μόνιμους κατοίκους της.

Και κάτι ακόμα: ο καλός κριτικός δεν είναι ποτέ επικριτικός. Υπογραμμίζει, θαυμάζει, τονίζει και παινεύει μοναχά τα καλά ενός έργου – αν υπάρχουν. Τα κακά έργα ή τα κακά ενός έργου δε χρειάζονται κριτική. Και αν κριθούν, τότε και η κριτική είναι κακή ή ασήμαντη όπως τα έργα. Για ασήμαντα πράματα δεν γίνεται να γραφούν πράματα σημαντικά. Οι χειρότεροι απ’ όλους είναι όσοι γράφουν ασήμαντα πράματα για έργα σημαντικά. Κι ακόμα χειρότεροι όσοι γράφουν αποκλειστικά για ασήμαντα έργα. Διαβρώνουν την κοινωνία με ασημαντότητα.

Πιστεύω επίσης πως δεν μπορεί να γίνει σπουδαία κριτική χωρίς αγάπη, και πως η ίδια η φύση και το χούι των περισσότερων κριτικών τούς κάνει ανίκανους να πράξουν έργο αγάπης. Θεωρούν πως στην κριτική παίζεται η υπόληψή τους και αγνοούν τι καλό πράγμα θα ήταν να τη χάσουν.

Αυτά περί κριτικής. Και προτού εκθέσω τα λίγα σχόλια που θέλω να κάνω στα ποιήματα του κ. Γαμβρέλη, λίγα λόγια για τον ίδιο.

Με τον Μπάμπη δεν γνωριζόμαστε από παλιά. Η γνωριμία μας ανάγεται στα τελευταία δύο, άντε τρία χρόνια. Και μη νομίζετε καμιά γνωριμία με καθημερινές επαφές και πολύωρες εξομολογήσεις ή έστω συζητήσεις. Αραιά και πού βλεπόμαστε και από κουβέντες δεν χρειάζονται πολλές. Εννοώ για θέματα καίρια. Καταλαβαινόμαστε με το βλέμμα. Με τον Μπάμπη συμβαίνει το εξής μαγικό, που μου έχει ξανασυμβεί με δυό-τρεις ανθρώπους. Ανταμώνουμε, κοιταζόμαστε και είναι σα να ρωτάει ο ένας τον άλλο: «Πού είχαμε μείνει;». Όπως ακριβώς ο δάσκαλος ρωτάει στο μάθημα τα παιδιά: «Πού είχαμε μείνει;». Όσα έχουν μεσολαβήσει στο μεγάλο και αμοιβαία άγνωστο προηγούμενο διάστημα της ζωής μας δεν υπάρχουν – μιά κατασκότεινη γραμμή. Ένα μονάχα υπάρχει εκείνη τη στιγμή και για τους δυο: «Πού είχαμε μείνει;». Και αυτή η βουβή ερώτηση μάς πηγαίνει πίσω σε χρόνια φωτισμένα από την απόσταση, από τη μαγεία της άγνοιας ή, μπορεί, από την τρυφεράδα της νιότης.

Η γνωριμία μου λοιπόν με τον Μπάμπη είναι πρόσφατη. Που σημαίνει πως η κρίση μου γι’ αυτόν μπορεί και να λαθεύει. «Κρίση». Βαριά λέξη, ας πω καλύτερα, η εντύπωσή μου. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να την καταθέσω. Τη διατυπώνω με ένα γενικό συμπέρασμα (θα περάσω και στα… ειδικότερα). Το δανείζομαι από τη Φιλοκαλία (III, 19, 11-16, Αθήνα 1960): «…εκ μόνης ακοής ου δύναταί τις τεχνίτης γενέσθαι, αλλ’ εκ του ποιείν και βλέπειν και πολλά πράττειν και διορθούσθαι υπό των εμπείρων και διά της επιμονής και εκκοπής των ιδίων θελημάτων και τη πολυημερία εις έξιν έρχεται της τέχνης …». Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το βασικό του χαρακτηριστικό: Τεχνίτης. Ένα χαρακτηριστικό που το απέκτησε όχι άκοπα, αλλά ακούοντας και βλέποντας και πράττοντας και δείχνοντας επιμονή και κοπιάζοντας και διορθούμενους από άλλους εμπειρότερους αυτού.

Τα ειδικότερα τώρα: Καθώς οι κουβέντες μας με τον Μπάμπη δεν έχουν επεκταθεί στις προσωπικές μας ζωές κατά το παρελθόν –στα τι και γιατί και πώς– οι περισσότερες πτυχές του βίου του μου είναι άγνωστες. Αλιεύω λοιπόν το στίγμα του από την ιστοσελίδα που διατηρεί στο διαδίκτυο. Εκεί διαβάζω πως το 1973, ο νεαρός τότε –ούτε καν έφηβος– Μπάμπης Γαμβρέλης, στα δέκα πέντε του, εγκαταλείπει το σχολείο και αφοσιώνεται στο εργαστήριο αγιογραφίας του πατέρα του.

Αφήνω ασχολίαστο το τελευταίο, μια και δεν μπορώ να φανταστώ έναν δεκαπεντάχρονο, ιδίως στην εποχή μας, να διαθέτει την αυτοπειθαρχία που απαιτεί η «αφοσίωση» στην αγιογραφία. Αν εννοούμε αυτά που γράφουμε και δεν τα γράφουμε προς εντυπωσιασμό ή για να γεμίσουμε απλώς αράδες. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις. Θα σχολιάσω όμως το γεγονός πως ο επαναστατημένος (προφανώς μα όχι απαραίτητα) τότε νέος, εξελίχθηκε χωρίς καν να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές, στον πνευματικό άνθρωπο που είχα την τύχη να γνωρίσω.

Δεν θα τον κολακέψω αν πω πως ο Μπάμπης Γαμβρέλης είναι ένας άνθρωπος  που μπόρεσε να ενσωματώσει την πολυμάθεια στην ευαισθησία του. Εξηγούμαι: ο Bertrand Russell, με την ακόλουθη φράση στα Unpopular Essays (1950), συνοψίζει άκρες μέσες την άποψή μου για τις ακαδημαϊκές σπουδές: “Not only in philosophy, but in all branches of academic study, there is a distinction between what has cultural value and what is only of professional interest”. Να λοιπόν, ένα λαμπρό παράδειγμα αυτών που γράφει ο Russell. Ο κ. Μπάμπης Γαμβρέλης δεν απέκτησε ποτέ τυπικά προσόντα γιατί αυτά που τον ενδιέφεραν δεν ανήκαν στη σφαίρα του professional interest. Και έτσι, δραπέτευσε προς την αντιεπαγγελματική περιοχή όσων είχαν cultural value. Στην αγιογραφία, στη ζωγραφική, στη μουσική, στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο και γιατί όχι, στη τέχνη του ποδοσφαίρου (ας μην το υποτιμούμε) και της μαγειρικής (αυτή δα κι αν είναι).

Προς Θεού. Δεν το επικροτώ, ούτε θα παρότρυνα κάποιον νέο να παρατήσει το σχολειό του. Αλλά από αυτούς που ολοκληρώνουν τις ακαδημαϊκές τους σπουδές και αποκτούν τα προσόντα με βάση τα οποία γίνονται καλοί επαγγελματίες – γιατροί, φυσικομαθηματικοί, νομικοί, μηχανικοί, δάσκαλοι – πολλοί λίγοι βλέπω να έχουν καλλιέργεια (culture), γιατί η καλλιέργεια αυτή δεν αφήνει καιρό για άλλο τίποτα και συχνά την ανταμώνουμε σε ανθρώπους που υστερούν επαγγελματικά στη ζωή τους (πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις). Από την άποψη αυτή – της καλλιέργειας – θα ονόμαζα την ανώτερη παιδεία κατώτερη, και όλα τα πανεπιστήμια επαγγελματικές σχολές. Από την ίδια άποψη, βλέπω το σημερινό πανεπιστημιακό σύστημα βάρβαρο και όσα ενδιαφέρουν εμένα, αλλά και πολλούς άλλους, δε βλέπω που αλλού θα μπορούσε να τα διδαχτεί κανένας παρά κατά μόνας – αυτοδίδαχτος. Μοναχά οι πολλοί μεγάλοι ξεχωρίζουν και, είτε ως επιστήμονες είτε ως δάσκαλοι ακαδημαϊκοί, έρχονται μιά μέρα σε αντίθεση, όχι φαινομενική μα ουσιαστική, με την ανώτερη παιδεία, ή αποτολμούν να το δείξουν άμεσα ή έμμεσα στους άλλους. Το επιχείρημα για το ψωμί, το ακούω βερεσέ. Υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι να κερδίσεις το ψωμί σου, δε χρειάζεται να βγάλεις το πανεπιστήμιο. Ο Σπινόζα τρόχιζε γυαλιά. Λοιπόν: η καλλιέργεια δεν είναι επάγγελμα. Και το επάγγελμα δεν είναι καλλιέργεια.

Και κάτι ακόμα: στο ταξίδεμα που λέγεται γράψιμο ή ζωγραφική ή οποιαδήποτε άλλη τέχνη, δεν υπάρχουν μήτε πανιά μήτε μηχανή. Τόσο αποτελεσματικότερα γράφεις ή ζωγραφίζεις όσο περισσότερους κάλους έχουν βγάλει τα χέρια σου τραβώντας κουπί. Και να μη ξεχνάμε πως η τέχνη του γραψίματος ή της ζωγραφικής (αναφέρω αυτές τις δύο ενδεικτικά), μοιάζει με την τέχνη της χειρουργικής. Γίνεται από έξω προς τα μέσα. Έχεις μπροστά σου μια ανοιχτή κοιλότητα και εκεί μέσα βάζεις τα χέρια σου και εργάζεσαι, κόβεις και ράβεις. Ανοίγεις και κλείνεις.

Ο κ. Μπάμπης Γαμβρέλης είναι κατά την άποψή μου ένας καλλιεργημένος άνθρωπος του οποίου τα χέρια έχουν αποκτήσει κάλους. Και χαίρομαι που δεν είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος με τίτλους ακαδημαϊκούς. Γιατί τότε η κοινωνία πιθανώς θα έλεγε γι’ αυτόν κάτι παρόμοιο που είχε λεχθεί για τον συμπαθέστατο πανεπιστημιακό δάσκαλο Eugene Mc Carthy, υποψήφιο Πρόεδρο των ΗΠΑ με τους Δημοκρατικούς, το 1968: «His literacy may be high octane …» (Η μόρφωσή του μπορεί να είναι υψηλού οκτανίου). Έτσι είναι. Σήμερα μετράμε τη γραμματοσύνη ή την αγραματοσύνη με τα οχτάνια ή τους υδρογονάνθρακες C8H18, που μετράμε τα πετρελαιοειδή. Μη χειρότερα. Δε γνωρίζω το αντίτιμο που πλήρωσε για να κερδίσει αυτή του την καλλιέργεια, ούτε με τι τρόπο τον αντιμετώπισε και τον αντιμετωπίζει η κοινωνία – ένα κομμάτι της τουλάχιστον. Ορισμένα πράγματα μπορώ μόνο να τα υποψιαστώ. Και δεν θέλω να ρωτάω γι’ αυτά. Ο αγώνας ο πνευματικός δεν αφήνει εξωτερικά σημάδια και όσοι δεν καταλαβαίνουν μπορεί να σε παίρνουν για κοπρίτη και κοινό τεμπέλη. Άλλοι στο λένε ανοιχτά και σ’ αλλωνών το διαβάζεις στα μάτια τους. Δεν πειράζει. Δεν χρειάζεται πίκρα για κανέναν. Ίσα-ίσα, αυτή τους η στάση βοηθάει στο να προσθέσεις στην πνευματική πορεία ή στη δουλειά σου, την ακόλουθη παραίνεση από το Ψαλτήρι: “Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι. Εύγε εύγε”. Ένας που γράφει – ναι, λέω, γράφει – δεν μπορεί να θεωρείται σαν κάποιος που χάνει τον καιρό του. Είναι και αυτός ένας άνθρωπος που δουλεύει σκληρά και που χρησιμεύει στο σύνολο όσο και ένας γιατρός ή ένας εργάτης ή ένας καπετάνιος (εννοώ που δουλεύουν σκληρά και αυτοί, ανάλογα με την αξία τους και όχι που κοροϊδεύουν την κοινωνία). Αν η κοινωνία δεν αφήνει στην ησυχία τους όσους προσπαθούν ή κατορθώνουν, μέσα από φοβερές δυσκολίες, να δίνουν ακόμα στη ζωή μας αυτά που αποτελούν το περισσότερο την αξία της ή την ανθρώπινη υπόσταση της ζωής – τότε θα πεί πως:

Something is rotten in the state of Denmark.
(Hamlet, Act I, Scene IV)

Θα πει και άλλα πολλά… Θα πει πως, αυτή η κοινωνία συχνά συμπεριφέρεται στα μέλη της όπως ο Γενάρης στους γάτους, από τον οποίο γυρίζουν πότε με κομμένο το ένα αυτί, πότε με χυμένο το ενα μάτι, πότε χαμένοι για λίγο διάστημα ή πότε και για μιά ολάκερη ζωή.

Όπως προείπα, παρακολουθώ τα κείμενα που ανεβάζει ο κ. Γαμβρέλης στο διαδίκτυο. Ορισμένα απ’ αυτά θα τα προσυπέγραφα και με τα δύο μου χέρια. Αλλά αυτό βέβαια, δεν έχει σημασία. Εκείνο που βαραίνει είναι το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα, ο κ. Γαμβρέλης διατηρεί το κουράγιο να ασχολείται με τα κοινά, είτε μετέχοντας σ’ αυτά είτε σχολιάζοντας αυτά. Δεν το λέω επιτιμητικά. Είναι προφανές πως ο κ. Γαμβρέλης ανήκει στην κατηγορία εκείνων που ενστερνίζονται την άποψη των Αθηναίων της εποχής του Περικλή, που όπως μας την παραδίδει ο Θουκυδίδης (II, 40) όποιος δεν ανακατευόταν στην πολιτική, δίκαια νομιζόταν άχρηστος (αχρείον νομίζομεν). Αλλά τότε ακόμα, οι πολίτες γνωρίζονταν αναμεταξύ τους, προσωπικά τις περισσότερες φορές, και δεν αποτελούσαν αύξοντες αριθμούς μέσα σε πόλεις δυό, τριών πέντε ή δεκαπέντε εκατομμυρίων κατοίκων, όπου κανένας δεν ξέρει κανέναν και όπου χάνει το παιδί τη μάνα του. Άλλωστε μοναχά οι Αθηναίοι το νόμιζαν αυτό (μόνοι γαρ) – δηλαδή να φροντίζουν ταυτόχρονα για την ιδιωτική και για την πολιτική ζωή τους (οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια) – και μοναχά οι Αθηναίοι θεωρούσαν άχρηστον (αχρείον) και όχι απλώς φιλήσυχον (απράγμονα), όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, όποιον δεν ανακατευόταν ολότελα στην πολιτική (τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα). Βρίσκω χαρακτηριστικό, σχετικά, πως αυτή ακριβώς τη λέξη απράγμων, φιλήσυχος, προτιμάει και ο Οδυσσέας που είχε γνωρίσει πολλών ανθρώπων άστεα και νόον και πολλά δοκιμάσει – στο τελευταίο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα (620c) – για να ξαναζήσει μιά ζωή καλύτερη από αυτή που έζησε ως βασιλιάς της Ιθάκης και θυμούμενος τα όσα τράβηξε (μνήμη δε των προτέρων πόνων), διαλέγει βίον ανδρός ιδιώτου απράγμονος. (Το να μην ασχολείται βέβαια κάποιος ενεργά με την πολιτική δεν σημαίνει πως δεν οφείλει να σκέφτεται τα πολιτικά ζητήματα και να έχει τη γνώμη του). Εν πάσει περιπτώσει. Ξεστράτισα. Εκείνο που θέλω να πώ είναι πως στην πολιτική και στο δικαστήριο, δεν έχει σημασία αν είσαι δημοκρατικός ή κομμουνιστής, αντιδραστικός ή φιλελεύθερος, δεξιός ή αριστερός (όποια σημασία να δώσουμε στη γενική και παραπλανητική αυτή διάκριση που κάνουμε ακόμα στην εποχή μας), δεν έχει σημασία αν είσαι αθώος ή ένοχος, απατεώνας ή φονιάς, τίμιος ή κλέφτης, δεν έχει με άλλα λόγια, σημασία ποιός τα λέει αυτά που λέει, αλλά αν λέει αλήθεια ή ψέμματα. Αλήθεια ή ψέμματα: αυτό είναι το κριτήριο. Από τη στιγμή που αφήσεις το κριτήριο αυτό και ακολουθήσεις ορισμένη πολιτική κίνηση, μπαίνεις σε ένα κώδικα τιμής στον οποίο μπορείς να υποτάξεις ακόμα και την αλήθεια. Και έχω την αίσθηση – δεν λέω την πεποίθηση – πως ο Μπάμπης Γαμβρέλης αυτό το κριτήριο δεν το έχει παραβιάσει. Του το πιστώνω στα θετικά.

Αρκετά με τα προσωπικά. Περνάω στα ποιήματα της συλλογής – 21 σχέδια για 1 περιπέτεια – την αρχήν ποιούμενος από τον τίτλο: Αβέβαια και τιμαλφή. Νά επιτέλους, ένας άνθρωπος που δεν τον πειράζει να δηλώσει «αβέβαιος» και να το ξεκαθαρίσει από μιάς αρχής. Νά κάποιος, που όχι μόνο έχει αβεβαιότητες αλλά τολμάει να τις εκθέσει και δημόσια. Δεν πάσχει από τη μανία της σιγουριάς και της παντογνωσίας που αποτελούν μία από τις αρρώστειες της εποχής μας. Οι επιστήμονες είναι παντογνώστες και σίγουροι, οι κοινωνιολόγοι το ίδιο, οι οικονομολόγοι το ίδιο κι’ αυτοί. Μιά μανία που έχει καταντήσει συρμός. Και που μπορεί να μη σημαίνει άλλο τίποτα, παρά πως οι βλάκες θέλουν να κάνουν βλάκες και τους άλλους όλους. Άλλωστε, αφού τα ποιήματα χαρακτηρίζονται ως «σχέδια» δεν μπορούν παρά να είναι αβέβαια. Ως προς τη μορφή, τουλάχιστον. Και άλλωστε, τι «περιπέτεια» μπορεί να υπάρξει δίχως κάποια αβεβαιότητα;

Όσον αφορά τα «τιμαλφή» – τα «τιμαλφή του μυαλού του» – όπως διευκρινίζει ο Μπάμπης, έχω να προσθέσω τούτο: για αυτά τα τιμαλφή του μυαλού που μετενσαρκώνονται σε λέξεις και οι λέξεις σε ποίηση, καλή ή κακή, για τα καλά ή τα κακά γραψίματα (ή τα έργα τέχνης) και τη σωστή και τη δίκαιη αποτίμησή τους, ταιριάζει να χρησιμοποιούμε το αρχαίο ελληνικό ρήμα κωδωνίζω, που είχε ακριβώς τη χρησιμότητα αυτή για τις διάφορες μονέδες, που τις χτυπούσαν κάπου και από το καμπάνισμα ξεχώριζαν αυτόματα το μάλαμα από το μπακίρι, το γνήσιο νόμισμα από το σκάρτο ή το νοθεμένο. Πόσοι άνθρωποι ακούν σωστά το καμπάνισμα που κάνει ένα γραφτό ή ένα έργο τέχνης και πόσοι ξεχωρίζουν τον τενεκέ από το χρυσάφι, το τζιβαΐρι από τον πάφιλα; Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, όπως οι δίκαιοι στη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού. Δεν ανήκω στους λίγους αυτούς και εκλεκτούς, ωστόσο διεκδικώ για τον εαυτό μου τον τίτλο του «επαρκούς» αναγνώστη – με την έννοια που δίνει ο Σεφέρης στη λέξη – τουτέστιν του ανθρώπου που διαβάζει προσεχτικά, όχι μοναχά τα βιβλία, αλλά και τους ανθρώπους και τα περιστατικά της ζωής μας, καθώς και τους καιρούς που ζούμε. Δε χρειάζεται βιασύνη να σημαδεύουμε τις αντιφάσεις ούτε προθυμία να βρίσκουμε ασυμφωνίες και διάφορα τρωτά, λογικά ή άλλα. Άλλωστε – το έχω ξαναπεί – τις περισσότερες φορές η ανεπάρκεια βρίσκεται από τη μεριά εκεινού που διαβάζει και όχι εκεινού που διαβάζεται. Με αυτή μου λοιπόν την ιδιότητα, του νουνεχώς αναγιγνώσκοντος ή του επαρκούς αναγνώστη, θέλω να δηλώσω πως το καμπάνισμα που άκουσα διαβάζοντας τα ποιήματα του κ. Γαμβρέλη προέρχονταν από μέταλλο ευγενές.

Όσα και αν έχουν ειπωθεί για τις δυσκολίες της γραφής, θαρρώ πως η μεγαλύτερη δυσκολία προέρχεται από το τι ακριβώς θα πείς και όχι από το πως ακριβώς θα το πείς. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη δυσκολία. Να έχεις κάτι να πείς. Όταν ξέρεις τι ακριβώς θα πείς, θα βρείς και τον ανάλογο τρόπο να το πείς. Όταν δεν ξέρεις τι ακριβώς θα πείς, τότε είναι που δεν βρίσκεις και τον τρόπο. Μάχεσαι με το κενό ή με ίσκιους, σκιαμαχείς. Τότε το γράψιμο συννεφιάζει, αρχινάει η θολούρα, η απροσδιοριστία, η ασυναρτησία, η πολυλογία. Γενικώς αποτιμώ πως, ο Μπάμπης Γαμβρέλης έχει κάτι να πεί. Και επειδή γνωρίζει τι θέλει να πεί, το λέει καλά. Η τέχνη για να το πεί, το όπλο του, είναι η γλώσσα, της οποίας έχει την κυριαρχία.

Δεν έχει αδύνατα στοιχεία η ποιητική μυθολογία του Μπάμπη Γαμβρέλη; Έχει. Το αντίθετο δεν θα ήταν φυσικό. Χωρίς να είμαι ο αρμοδιότερος για να το διατυπώσω, εντούτοις εντόπισα στα ποιήματα συχνά, συνειρμούς που αναφέρονται σε μιά ολότελα ιδιωτική σφαίρα, στην οποία και ο πιό καλλιεργημένος ή σοφός αναγνώστης δεν έχει κανέναν τρόπο να μπεί, όπως έχει στα ποιήματα όπου η καλλιέργεια ή η σοφία μπορούν, είτε άκοπα είτε  « με καιρό και με κόπο», τη σφαίρα αυτή να την αποκρυπτογραφήσουν. Έτσι, τα ποιήματα αυτά (και είναι καλά ποιήματα μορφικά – αν ήταν κακά, δεν θα έκανα καν λόγο) παραμένουν για μένα ακατανόητα κατά μέρη μέχρι να γίνουν γνωστοί οι συσχετισμοί τους). Το θέμα χρειάζεται προσοχή, ας μη το παραμελήσει ο Μπάμπης, αφού δοκιμάζει να ρίξει απάνω του τη βασιλική πορφύρα της ποίησης. Η λογοτεχνία – είτε πεζογραφία είτε ποίηση – που χρειάζεται ειδικό εξηγητή για να φτάσει στο κοινό – όταν δεν υπάρχει κοινό δεν υπάρχει και λογοτεχνία – οδηγεί σε αδιέξοδο. Είναι μιά λογοτεχνία που δεν καρποφορεί, δεν πλουτίζει, δηλαδή, με καρπούς τις ερχόμενες γενιές. Η λογοτεχνία δεν είναι καμμιά «Φιλική Εταιρεία» να λειτουργεί με μέλη, ορκισμένα ή μή. Η λογοτεχνία λειτουργεί με ένα μικρό ή μεγάλο κοινό. Κοινό, όχι μέλη. Είτε το θέλουμε είτε όχι, εκεί οπού αρχίζει η κρυπτογραφία, εκεί τελειώνει η λογοτεχνία. Δεν έχουμε τότε αναγνώστες, αρκετούς ή όχι. Έχουμε συνεργεία από σχολιαστές.

Και τώρα, αυτό που χαρακτήρισα ως «ανθρωπογεωγραφία». Διαβάζοντας τα Αβέβαια και τιμαλφή, κατέγραψα εξήντα ένα (61) πρόσωπα – ιστορικά ή μυθολογικά, ποιητές αυτόχειρες και μή, πεζογράφους, υμνωδούς, σκηνοθέτες, ζωγράφους, τραγουδιστάδες, τραγουδοποιούς, βασιλιάδες, μάντεις, ιερείς και ιέρισσες – και σαράντα τρείς (43) τόπους – στέκια νεανικά, δρόμους, συνοικίες, τοποθεσίες φορτισμένες με ιστορία και δάκρυα, πόλεις του χθές και των ονείρων μας και πόλεις του σήμερα, βουνά και ποτάμια, χώρες και ηπείρους, ως και έναν αστερισμό. «Αποκρυπτογράφησα» επίσης δέκα επτά (17) αναφορές (με πλάγια γράμματα) στίχων από τραγούδια και ποιήματα του Βασίλη Τσιτσάνη, του Άλκη Αλκαίου, του Κωστή Μοσκώφ, της Κατερίνας Γώγου, της Κικής Δημουλά, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, του Brendan Behan, του Μίλτου Σαχτούρη, αποσπασμάτων από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και την Α! Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους, άλλο απόσπασμα από ανοιχτή επιστολή φίλων του Αλέξη Γρηγορόπουλου, στίχους από παραδοσιακό συρτό – καλαματιανό με πιθανή καταγωγή από τη Θάσο και τέλος στίχους από το ποίημα “Ποιός θα βρεθεί να κλάόπισα επίσης άλλες τρείς ή τέσσαόπισα επίσης άλλες τρείς ή τέσσαψει από την αρχή”, του ίδιου του ποιητή, δημοσιευμένο στις 26 Αυγούστου του 2012. Εντόπισα επίσης άλλες τρείς ή τέσσερεις αναφορές που δεν μπόρεσα να “διαβάσω”.

Και μόνο η ανάγνωση αυτών των ονομάτων και οι συνειρμοί που αυτά προκαλούν, δείχνει την μακροχρόνια περιπλάνηση του αγαπητού μου φίλου έξω από τον καθιερωμένο κύκλο της παιδείας με την οποία ανατραφήκαμε. Ποιάς παιδείας; Βρίσκεις στα ονόματα αυτά την Αρχαία Ελλάδα με τους Δελφούς της και την Ελευσίνα της, τη Ρώμη, το Βυζάντιο με τη χριστιανική παράδοση, την Ευρώπη. Έξω από τον καθιερωμένο κύκλο. Ποιόν κύκλο; Έξω που; Μα στον “πλατύ κόσμο” – όπως λέει ο Καρυωτάκης – στις Ινδίες, στην Κίνα, στην Αίγυπτο, στο Ισραήλ, στη Μεσοποταμία, στη Περσία, στο Ισλάμ, στους Μάγια του Γιουκατάν, στους Ίνκας του Περού, στους Αζτέκους του Μεξικού.

Ολόγυρα στον πλανήτη, όπου διαφορετικές παιδείες, πολυσέβαστα κείμενα και άλλα μνημεία, οδηγούν τελικά στο ένα και μοναδικό κέντρο ή πνευματικό ομφαλό, κάτω όμως από τον ίδιο οικουμενικό ουρανό. Ονόματα και τόποι που ο Μπάμπης Γαμβρέλης μαθαίνοντάς τα, έμαθε τον τόπο του ή τον εαυτό του. Εδώ το οικουμενικότερο είναι το τοπικότερο. Και επειδή υπάρχουν ορισμένοι που έχουν αδυναμία να αποδεχτούν πως το οικουμενικότερο είναι το τοπικότερο, θυμίζω τα λόγια ενός από τους πατέρες μας: “Και γαρ αι κατά κόσμον διάλεκτοι ανόμοιοι, αλλ’ η δύναμις της παραδόσεως μία και η αυτή” (Ειρηναίου Έλεγχος Α΄, χ, 2).

Έχω την αίσθηση πως ο Μπάμπης γράφοντας τα ποιήματα αυτά, χρησιμοποίησε αυτά που λείπουν από τα ποιήματα, τα άγραφα, γιατί τα άγραφα στηρίζουν τα όσα γράφονται, αυτά είναι η δύναμή τους. Όπως υπάρχουν άγραφοι νόμοι, αιώνιοι, “άγραπτα κασφαλή θεών νόμιμα” (Αντιγόνη, 454 – 455), έτσι υπάρχει και ζωή άγραφη, αιώνια. Η άγραφη ζωή στηρίζει τη γραμμένη και αποτελεί τη δύναμή της, όπως οι άγραφοι νόμοι στηρίζουν τους γραμμένους. Τα γραμμένα είναι του σήμερα, τα άγραφα είναι αιώνια:

Ου γαρ τι νύν γε καχθές, αλλ’ αεί ποτε
ζή ταύτα, κουδείς οίδεν εξ ότου ‘φάνη.
(ib. 456 -457)

Τα 21 ποιήματα του Μπαμπη Γαμβρέλη αποτελούν αντανάκλαση δύο ιστοριών: των διαδοχικών κυμάτων της εξωτερικής ιστορίας και των διαδοχικών κυμάτων της εσωτερικής του ιστορίας. Λίγο πριν από το κατώφλι των εξήντα του χρόνων, ο Μπάμπης Γαμβρέλης έχει αποκτήσει την ωριμότητα να στρέφεται στοχαστικά κατά το πέλαγος από όπου έρχονται τα κύματα και να ακούει την καβαφική βουή «των πλησιαζόντων γεγονότων». Σοφοί δε προσιόντων. Το πολύ ως εκεί μπορεί να φτάσει ο καθένας μας. Όσο για την ιστορική αλήθεια… Μα η αλήθεια υπάρχει μοναχά την ίδια εκείνη στιγμή όταν γίνεται κάτι (είτε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, είτε μέσα στην ιστορία). Ύστερα ή μετά δεν υπάρχει αλήθεια (μόνο λογικά υπάρχει ή θεωρητικά). Είτε για το δίκαιο  (jus) πρόκειται, είτε για την ιστορία πρόκειται, η δικαιοσύνη απονέμεται μόνο λογικά, ποτέ πραγματικά. Όσα συμβαίνουν in vivo, κρίνονται in vitro. Έχουμε πάντα μοναχά μία προσέγγιση, ή τον ίσκιο της αλήθειας, ποτέ την αλήθεια. Στην απονομή της Δικαιοσύνης και στην κρίση της Ιστορίας, πάντα κυνηγάμε ένα πουλί που έχει πετάξει…

Τα περισσότερα από τα 21 ποιήματα της συλλογής, είναι γραμμένα από απόσταση. Εννοώ χρονική. Από καταστάσεις και γεγονότα εξωγενή και ενδογενή – όπως λέμε στην ιατρική – που σημάδεψαν τον ποιητή. Υπάρχουν άλλα, που είναι εμφανώς γραμμένα «εν βρασμώ ψυχής». Γι’ αυτό και μυρίζουν φρεσκάδα. Ξεχωρίζω ένα, το υπ’ αριθμόν 10, εμφανώς γραμμένο με αφορμή τον θάνατο – δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη δολοφονία με την ποινική της έννοια. Αλλά ο θάνατος ενός τόσο νέου ανθρώπου, ενός παιδιού σχεδόν, ανεξάρτητα του τρόπου που προκαλείται, ισοδυναμεί με δολοφονία. Το ξεχωρίζω για την αγάπη που δείχνει στα νιάτα. Και για την εμπιστοσύνη του προς αυτά. Γιατί οι μεγάλοι ξεχνούμε πως από τις νέες σοδειές, αγόρια και κορίτσια, προσμένουμε στην Ελλάδα το καλύτερο. Το κακό είναι πως σήμερα στον κόσμο τα νιάτα δεν τα ακούν. Κανένας δεν ακούει τα νιάτα. Και τότε – μιά μέρα – τα νιάτα δεν ακούν κανένα.

Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής είναι γεμάτα δύναμη, φτερώνονται από μιά παρμένη απόφαση, άλλα τα καθηλώνει η αβεβαιότητα, η επιφύλαξη, ο δισταγμός. Είναι γραμμένα από τον ίδιο άνθρωπο, επηρρεασμένο άλλοτε από παραξενιές της ιστορίας, άλλοτε από γεγονότα της προσωπικής του ζωής. Έτσι είναι. Όλοι μας, είμαστε άνθρωποι της εποχής μας. Μα μήτε οι εποχές φωτίζουν τα άτομα μήτε τα άτομα φωτίζουμε τις εποχές. Και οι εποχές και τα άτομα τον ίδιο χορό χορεύουμε, στο ίδιο τροχό γυρίζουμε, τον τροχό της ζωής και του θανάτου με τους προκαθορισμένους σταθμούς, ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες, σταθμούς προκαθορισμένους πάντα ή αφεύγατους.

Ας γράψω και το συμπέρασμά μου. Δεν θα αφορά στη συλλογή των ποιημάτων, αλλά στον δημιουργό της. Χαίρομαι που ο Μπάμπης Γαμβρέλης, ένας πραγματικά πνευματικός άνθρωπος, δεν είναι διανοούμενος. Γιατί, ένα από τα κύρια μαθήματα, του τραγικού μας αιώνα –αυτού και του προηγούμενου– που είδε τόσα εκατομμύρια αθώων ψυχών να θυσιάζονται σε σχήματα που είχαν σκοπό να καλυτερέψουν τη μοίρα της ανθρωπότητας, είναι – φυλαχτείτε από τους διανοούμενους. Πάνω από όλα, πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νού αυτό που συνήθως ξεχνούν οι διανοούμενοι: πως οι άνθρωποι μετράνε περισσότερο από τις ιδέες και πως πρέπει να έρχονται πρώτοι στους λογαριασμούς μας. Χειρότερος από όλους τους δεσποτισμούς είναι η άκαρδη τυρρανία των ιδεών. Λογαριάζω λοιπόν, τον εαυτό μου στους πολύ τυχερούς που μπορώ και ζώ αποτραβηγμένος με πέντε ή δέκα γνωστούς και μπορώ να εργαστώ έτσι χρόνια ανενόχλητος – αν το επιτρέψει ο Θεός – ξέροντας πόσο δύσκολο είναι, ανάμεσα στους γραμματιζούμενους, να βρεις ένα δυό φρέσκους ή αξιαγάπητους ανθρώπους, ένα δυό από εκείνους που διστάζουν τον λίθον βαλείν.


Μπάμπης Γαμβρέλης
Αβέβαια και Τιμαλφή-21 Σχέδια για 1 Περιπέτεια
Κάπα Εκδοτική
Σχήμα: 14,5 εκ Χ 21 εκ
ISBN: 978-618-5191-24-5
Σελίδες: 56
Τιμή: 8,48 ευρώ
Όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου θα δοθούν στο Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ).