«Μια Ξεχωριστή Μέρα» αφιερωμένη στη διαφορετικότητα και στα πανανθρώπινα συναισθήματα όπως τα «αφηγείται» το Θέατρο

Η δημοσιογράφος Αναστασία Θεοδοσίου «απογυμνώνει» το έργο από την κινηματογραφική και τηλεοπτική του οντότητα και αποκαλύπτει τα βαθύτερα νοήματα τα οποία άφησε στην ψυχή των πάνω από 2.000 θεατών που το απόλαυσαν στο Βαλάκου

Μια ξεχωριστή… παράσταση απόλαυσαν οι 2.000 περίπου θεατές στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου το τετραήμερο 2-5 Φεβρουαρίου 2018. «Μια Ξεχωριστή Μέρα» (Una Giornata Particolare) του Έττορε Σκόλα, σε θεατρική διασκευή του Αλέξανδρου Ρήγα και σκηνοθεσία της Άσπας Καλλιάνη. Στην ουσία, για όσους την είχαν παρακολουθήσει στη μεγάλη οθόνη, ως μια από τις πιο αναγνωρισμένες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, θα διαπίστωσαν, καθ’ όλη τη διάρκεια του τετραημέρου ιδίοις όμμασι ότι η θεατρική αυτή αποτύπωση και η απλότητά της, μέσα από τα ιδιαίτερα μηνύματα που προέβαλλε, ήταν το μυστικό της επιτυχίας της.

Το κοινό απόλαυσε τον Σταύρο Ζαλμά, μέσα από την υπέροχη σκηνική του παρουσία, την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του και αυτό που μπορούσε να διακρίνει κανείς, είτε καθόταν στις πρώτες σειρές του Αντιγόνη Βαλάκου είτε στις τελευταίες θέσεις, ήταν η διεισδυτική ματιά και το «γεμάτο» βλέμμα του, καθώς η συγκίνησή του λίγες ώρες πριν μεταφερθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Βλέμμα κόκκινο… υγρό… αλλά ταυτόχρονα αισιόδοξο, όταν συναντά την Αντονιέτα (Δήμητρα Ματσούκα) λίγα δευτερόλεπτα πριν αποπειραθεί να θέσει τέρμα στη ζωή του.

Η Δήμητρα Ματσούκα για πολλούς ήταν η έκπληξη της παράστασης. Για πολλούς, αλλά όχι για όσους την έχουν «συναντήσει» θεατρικά κατά το παρελθόν, καθώς το εξαιρετικό ταλέντο της έχει ξεδιπλωθεί πολλές φορές στη θεατρική σκηνή (και όχι μόνο τηλεοπτικά). Σαγηνευτική και εντυπωσιακή στον ρόλο της Ρωξάνης στην παράσταση «Συρανό ντε Μπερζεράκ» που φιλοξένησε το 59ο Φεστιβάλ Φιλίππων, απλή, μέσα στη φυσική ομορφιά της, στην παράσταση «Μια Ξεχωριστή Μέρα» κατάφερε κάτι δύσκολο να αποβάλλει το τηλεοπτικό της «πρόσωπο» και να κατοχυρωθεί ως μια εξαιρετική ηθοποιός του θεατρικού στερεώματος με πολύ καλή φωνητική τοποθέτηση και εκφραστικότητα.

Ως φορέας νέων ιδεών, μετά το λυτρωτικό «συναπάντημα» με τον Γκαμπριέλε, η «νέα Αντονιέτα», επιστρέφει σε ένα σύζυγο που θα εξακολουθεί να την υποτιμά (Νίκος Νικολαΐδης) ο οποίος ως εκφραστής της φασιστικής ιδεολογίας, διακρίνεται για τον μισογυνισμό του. Στην συγκεκριμένη παράσταση η Δήμητρα Ματσούκα απέδειξε περίτρανα τη μεγάλη της αγάπη και την «προσήλωσή» της στην Τέχνη του Θεάτρου, σε μια ερμηνεία, ίσως, από τις καλύτερες της καριέρας της. Άλλωστε, «πίστεψε» στο έργο, αφού σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Ρήγα, ήταν προσωπική της επιλογή-προτροπή.

Σε ό,τι αφορά στην επίμαχη ερωτική σκηνή, η τρυφερότητα, η ευαισθησία και η ψυχική ολοκλήρωση μέσα από την σαρκική επαφή, την ανήγαγε όχι μόνο ως μια πολύ καλά σκηνοθετημένη σκηνή, αλλά ως μια από τις καλύτερες σκηνές της παράστασης, η οποία δεν προκάλεσε οπτικά, αντιθέτως, η «ενδυματολογική λιτότητά» της δεν σχετιζόταν τόσο με την πράξη αυτή καθαυτή, αλλά με τα ιδιαίτερα μηνύματα που αυτή προέβαλλε, όπως ο σεβασμός στην διαφορετικότητα, καθώς και η αναζήτηση του ίδιου μας του εαυτού.

Εξαιρετική και η ερμηνεία της Γιώτας Ζερδεβά, η οποία  υποδύθηκε την επιστάτρια. Από τη πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη σκηνή «ξεδίπλωσε» τον ιδεολογικό της «κόσμο» και την αγάπη που τρέφει για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά ως ηρωίδα, δεν προκαλεί την αντιπάθεια των θεατών, αντίθετα, προσθέτει πολλά + στην παράσταση. Κατάφερε να «ενδυθεί» τον συγκεκριμένο ρόλο «ψυχή τε και σώματι», καθώς οι κινήσεις του σώματος της -του φαινομενικά δύσμορφου για τις ανάγκες του ρόλου- με τόσο φυσικό τρόπο, ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες του υποκριτικού της ταλέντου.

Τα + της παράστασης
Το λιτό, αλλά πολυεπίπεδο (όπως τα μηνύματα της παράστασης) σκηνικό, η παρουσία των ηθοποιών-κατασκόπων, ως σκιές κατά τη διάρκεια του έργου, καθώς και μεταξύ των θεατών πριν την έναρξη της παράστασης. Άξιο αναφοράς το γεγονός ότι οι θεατές απόλαυσαν μια εξαιρετικά δομημένη παράσταση, με πιστή ακολουθία στο πρωτότυπο κείμενο.

++ Η ταύτιση των θεατών με τους ηθοποιούς, όχι ως τηλεοπτικές παρουσίες, αλλά «ακολουθώντας» τις βαθύτερες ευαισθησίες τους, καθώς και τα μηνύματα τα οποία ο καθένας μπορούσε να εισπράξει κατά τη διάρκεια, καθώς και μετά το πέρας της παράστασης… τόσο προσωπικά… όσο και παναθρώπινα.