Ένα μυθιστόρημα για την Καβάλα

Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μαγική διαδικασία που ενεργοποιείται μέσα μας κάθε φορά που μπαίνουμε στον κόσμο ενός καλού συγγραφέα και ταυτιζόμαστε μαζί του...


 

Του Διαμαντή Αξιώτη

 


Στην αυτοβιογραφία του Μνήμη από μελάνι ο Βασίλης Βασιλικός δίνει στα Σιλό τον χαρακτηρισμό «Μυθιστόρημα για την Καβάλα». Γραμμένο το 1949, όταν ο συγγραφέας ήταν 15 ετών (!), διακρίνεται σε λογοτεχνικό διαγωνισμό το 1952 και εκδίδεται το 1976 από τις εκδόσεις Γ. Λαδιάς και Σία. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες εκδόσεις, για να φτάσουμε σήμερα στην τελευταία και πληρέστερη έκδοση των Σιλό από τις προσεγμένες εκδόσεις Gutenberg, με κατατοπιστικό «Αντί Προλόγου» σημείωμα του συγγραφέα, τεκμηριωμένο με γνώση βάθους «Επίμετρο» από τον γνώστη του έργου του Θανάση Αγάθο. «Φωτογραφικό Υλικό» από το αρχείο του Β. Β. καθιστώντας το κείμενο αδιάψευστο όσο και συναισθηματικό ντοκουμέντο και μαρτυρία μιας εποχής.

Ο Βασίλης Βασιλικός μπαίνει στο προς ανάπτυξη θέμα του από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Με αδρές γραμμές και άκρως ποιητικές περιγραφές του τοπίου φωτογραφίζει την πόλη της Καβάλας, κυρίως το κλίμα που επικρατεί σ’ αυτήν. Θεωρεί περιττό οποιονδήποτε «Πρόλογο», οποιαδήποτε αναφορά στο ιστορικό υπόβαθρο της κατεχόμενης περιοχής Μπελομόριε-Άσπρης Θάλασσας, όπως: αίτια, αποτελέσματα διπλωματικής συνεννόησης μεταξύ Γερμανίας και Βουλγαρίας, συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, καταστάσεις που αφορούν την βουλγαρική παρουσία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με τη μορφή στρατιωτικής κατοχής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου την περίοδο 1941-1944.

Βρισκόμαστε στην Εποχή της δράσης, οι κατακτητές είναι ήδη εδώ. Οι Βάρβαροι του Αλεξανδρινού γέροντα έχουν φτάσει. Και ο Βασιλικός κοιτάζει το Αιγαίο, τα γύρω βουνά, τα μνημεία της πόλης με θαυμασμό, παρόμοιο με εκείνον που φαντάζεται στα μάτια των έκθαμβων στρατιωτών, τα οποία με απληστία ρουφούν την ομορφιά των όσων τους «ανήκουν».

Οι συνέπιες της κατάκτησης εμφανείς: στέρηση, πείνα, τρόμος, απειλές, συλλήψεις και εκτελέσεις, συσκότιση, αλλαγή των ονομάτων στις επιγραφές των εμπορικών καταστημάτων, στις ταυτότητες των πολιτών, όπως συνέβη στο λαγωνικό του Μπάρμπα-Λια, που από Μιχάλης Παρίκας μεταλλάχτηκε υποχρεωτικά σε Μιχαήλ Παρικάλωφ.

Και η σκιά της μπότας του κατακτητή δεν αργεί να πέσει επάνω στην οικογένεια του Μπάρμπα-Λια -παρόλη τη «Φωνή του Παλικαριού» που κρύβει μέσα του-, της αλλέγκρας μονίμως δακρυρροούσας μητέρας Μαλβίνας και της εύθραυστης κόρης τους Βενούλας.

Ο φιλόδοξος συγγραφέας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του –ή ίσως εξ αιτίας αυτού- επιλέγει, ως πρώτο του συγγραφικό πόνημα, να πατήσει σε γερό σανίδι. Η πολιτεία τού είναι γνωστή, ζει το κλίμα εκείνων των χρόνων εκ του σύνεγγυς. Τα πρόσωπα που επιλέγει να πρωταγωνιστήσουν οικεία, συγγενικά. Τα πάθη τους αφηγημένα από πρώτο χέρι. Το περίγραμμα του καμβά έχει στηθεί. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός έχει χαραχθεί στις χρονικές του παλινδρομήσεις, στα φλας μπακ των εκπλήξεων και ανατροπών. Σωστή στέρεα δόμηση με αρχή μέση, τέλος και προοπτική. Ο συγγραφέας ξέρει να αφήνει κενά στην αφήγηση για να τα γεμίσει αργότερα και στην ώρα τους, αναπάντητα ερωτηματικά που θα απαντηθούν όταν ο ίδιος κρίνει την καταλληλότητα του χρόνου και των περιστάσεων.

Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση η γλώσσα είναι ρέουσα, σχεδόν προφορική, μείγμα μαλλιαρής ντοπιολαλιάς και εξεζητημένης λόγιας. Άκρατος λυρισμός, εκφρασμένος με ποιητικές νεανικές εκρήξεις, ξάφνιασμα εν μέσω ζοφερού κλίματος μιας κατοχής. Φιλοσοφικές εξάρσεις κατατεθειμένες εμβόλιμα, μαρτυρώντας τα πολλαπλά του διαβάσματα. Τα προσφιλή του λογοπαίγνια, η σχεδόν αυτόματη  γραφή σε κάποια σημεία, ο συνδυασμός ετερόκλητων όρων συντείνουν σε ένα άκρως  ικανοποιητικό συγγραφικό αποτέλεσμα. Εν μέσω όλων αυτών δεν του λείπει το διαβρωτικό χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός που τον ακλουθεί σε όλα τα μετέπειτα γραπτά του.

Ο «βουνόκορφος και βάναυσος» αξιωματικός Τσανοπέφ -ο οποίος υπ’ όψιν στραγγάλισε τη γυναίκα του γιατί χόρευε σε ουγγαρέζικα κέντρα μισόγυμνη ( ! )-  έχει από νωρίς ανοιχτούς λογαριασμούς με την οικογένεια του Μπάρμπα-Λια. Ορέγεται τη μαθήτρια Βενούλα, την παρενοχλεί με τολμηρά ερωτόλογα, σκοπεύοντας να την πάρει μαζί του στη Σόφια, να ζήσουν εκεί ευτυχισμένοι. Η νεαρά φυγαδεύεται βιαίως μέσω θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη, εισπράττοντας ωστόσο, παρά τη δυσανασχέτηση, το πρώτο ερωτικό της σκίρτημα. Στη συνέχεια ο Τσανοπέφ ζητά από τον Ηλία να του χαρίσει το κυνηγόσκυλό του, κι επειδή εκείνος αρνείται το βασανίζει μέχρι θανάτου. Και φτάνει η ώρα της ανατίναξης του «Μεγάλου Μελλοθάνατου»: του Μύλου. Μιας κολοσσιαίας επιχείρησης που απασχολεί δεκάδες εντοπίων εργατών. «Για να έχουν πέραση», ισχυρίζεται ο Διοικητής, «τα σιτάρια της Βουλγαρίας». Και ο Μπάρμπα-Λιας  -ταμίας των Κυλινδρόμυλων «Γεωργής-Νικολετόπουλος ΑΕ»-  αποφασίζει -όχι για τις 100 εγγλέζικες λίρες που του τάζει ο ιδιοκτήτης του Μύλου σερ-Κάλλιμαν κινώντας πανικόβλητος για την Αλεξάνδρεια- αλλά προς χάριν των εργαζομένων σ’ αυτόν, να κρατήσει τον τσιμεντένιο Γίγαντα ζωντανό. Μηχανεύεται διάφορα, αναζητώντας τον «τρόπο» που θα τον σώσει. Αν χάσει έχασε. «Άλλωστε», κατά πώς πιστεύει, «η ζωή, στην πιο καλή της έκδοση, είναι ένα αβέβαιο παιχνίδι. Και πρέπει να παίζουμε μαζί της». Και  αποφασίζει να παίξει.

Την ώρα που το ρολόι του Αγίου Παύλου χτυπάει την 12η νυχτερινή, όπως ακριβώς το ρολόι του Αγίου Σουλπικίου των Παρισίων. Εκείνο που για αιώνες χτυπούσε κατ’ επιταγή όλων σχεδόν των μεγάλων συγγραφέων ιπποτικών μυθιστορημάτων για να βγει, μετά τον δωδέκατο χτύπο, από κάποιο χαμηλό πορτάκι, ένας Ιππότης τυλιγμένος στο μαύρο του μανδύα.

Κι εδώ η αίσθηση της λογοτεχνικής αρχιτεκτονικής του νεαρού Βασιλικού, ο οποίος μετά τη δηλωμένη γενναία όσο και επικίνδυνη απόφαση του Μπάρμπα-Λια να δράσει / μετά την με ειδυλλιακό τρόπο απεικόνιση του γιγαντιαίου μελλοθάνατου, συνυφασμένη με την αδημονία του συγκεντρωμένου πλήθους / μετά την αποχώρηση των «απογοητευμένων» για τη διάψευση του θεάματος, προσπερνώντας επιδεικτικά όλα αυτά, μας μεταφέρει με παροιμιώδη άνεση στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσουμε τη σπουδάστρια πλέον Βενούλα, η οποία «δεν τα περνάει κι άσχημα» συντροφιά με τον φίλο της Μύρωνα. Κι ο αναγνώστης μένει με τη γεύση του ανολοκλήρωτου και την απορία του υπόγειου μυστηρίου. Ποιο ήταν το τέχνασμα που χρησιμοποίησε ο Μπάρμπα-Λιας για να σώσει το σήμα κατατεθέν της πόλης, ισάξιο του Λευκού Πύργου Θεσσαλονίκης; Ποιες οι αντιδράσεις του Βούλγαρου Διοικητή; Η στάση του σερ-Κάλλιμαν, οι εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης των συνεργατών τού δαιμόνιου γέροντα;

Τα τόσα αναπάντητα ερωτηματικά θυμώνουν τον αναγνώστη, ωθώντας τον να χρεώσει την «παράληψη» στην αδυναμία, λόγω απειρίας, του νεαρού συγγραφέα.

Όμως, πλανάται πλάνην οικτρά.

Στη συνέχεια το συναισθηματικό περίσσευμα των Σιλό, θα αποδειχθεί υποταγμένο σε ένα μέτρο που κάνει το καθετί, όσο ξένο ή άγνωστο φαντάζει σε κάποιον «ξενομερίτη», να ηχεί οικείο –κάτι περισσότερο: προσωπικά δικό του-, με αποτέλεσμα όση «αθανασία» ενδέχεται να επιφυλάσσεται σε ένα άμεσα εκφρασμένο οδυνηρό βίωμα, να αφορά μία «ανθρωπογεωγραφία» άλλης τάξεως και υφής, κυρίως τόπου και χρόνου μέσα από την τέχνη και τεχνική του Βασίλη Βασιλικού. Που μοιάζουν να προετοιμάζουν το έδαφος για τα βιβλία που θα ακολουθήσουν μέχρι και σήμερα: Η διήγηση του Ιάσωνα, η τριλογία Το φύλλο-το πηγάδι-τ’ αγγέλιασμα, Εκτός των τειχών, Η μυθολογία της Αμερικής, το θρυλικόΖ, το Κ που ακολούθησετο ποτάμι Γλαύκος Θρασάκης, το αποκαλυπτικό Η μνήμη ταξιδεύει με λαστιχένια πέδιλα, το de profundis Ημερολόγιο της Θάσου για να αναφέρω συνοπτικά μερικά από τα περίπου 140 ( ! ) έργα του εκρηκτικού, πολυγραφότατου Βασιλικού, εκτός των αλλεπάλληλων επανεκδόσεών τους. Γόνιμη πορεία που, κατά την απονομή των πρόσφατων Κρατικών Βραβείων, επιβραβεύθηκε με την ύψιστη τιμητική κατάκτηση του Μεγάλου Βραβείου των Γραμμάτων.

Και όταν ο αναγνώστης των Σιλό περάσει τη μέση του βιβλίου, ο πολυμήχανος Θάσιος εμφανίζει τον άσσο που φύλαγε κρυμμένο στο μανίκι του. Μια καλοκαιρινή νύχτα, την ώρα που οι γίγαντες των σιλό αναπαύονταν στις σκιές τους, ο παροπλισμένος πλέον Μπάρμπα-Λιας, με τρόπο ήρεμο και αβίαστο, αφηγείται στον αγαπημένο του εγγονό ηρωικές ιστορίες της αντίστασης και κυνηγετικών κατορθωμάτων που εισχωρούν η μία μέσα στην άλλη, συνθέτοντας όλες μαζί τη μεγάλη Ιστορία της ζωής του. Τώρα είναι η ώρα της αποκάλυψης του Μεγάλου άθλου.

Και το 1944 η πόλη ελευθερώνεται, οι Βούλγαροι υποχωρούν, παραχωρώντας τη θέση τους στην Εποχή της αδράνειας. 

Η οικογένεια του Μπάρμπα-Λια δέχεται αλλεπάλληλα χτύπημα. Αν η σκύλα του Μιςς υπήρξε θύμα του πολέμου, ο Ρεξ πέφτει θύμα της ειρήνης. Ο Μύλος που γλύτωσε την ανατίναξη από τα νύχια του Βούλγαρου κατακτητή, κινδυνεύει να καταρρεύσει οικονομικά, κατόπιν ελλείμματος εκατομμυρίων, εξ αιτίας της απληστίας των εργαζομένων σ’ αυτόν. Μπρος στο δίλλημα: διασυρμός ή θυσία, προκειμένου να καλύψει ο ίδιος το έλλειμμα, επιλέγει το δεύτερο. Επικαλούμενος την τόσο «σπαταλημένη καλοσύνη» του, ξεπουλά ό,τι πολυτιμότερο του απέμεινε : την κυνηγετική του καραμπίνα. Που στο μεταξύ -οποία ταπείνωση!- είχε τάξει στον εγγονό του, συνοδεύοντάς την από μύθους γενναιότητας και κατορθωμάτων, από ευφάνταστες παραμυθίες. Με την πάροδο του χρόνου το σαράκι της φθοράς και η ανία της ειρήνης καλύπτουν τα πάντα. Αυτό που κάποτε ήταν οδυνηρό και αβάστακτο, τώρα με την εκλεκτική μνήμη της χρονικής απόστασης γίνεται, όχι μόνο νοσταλγικά υποφερτό, αλλά κάτι περισσότερο: θελκτικό και ζητούμενο.

Η γυναίκα του Μαλβίνα, με αγκύλωση βαριάς μορφής, δεν μπορεί να κουνήσει το πόδι της. Καθηλωμένη στην Κόλαση της ακινησίας δεν ελπίζει σε κανένα Αύριο. Αναπολεί τις «ευτυχισμένες» μέρες της κατοχής, λαχταρώντας να ξαναζωντανέψουν οι συνθήκες του πολέμου. Να πέσει κάποια βόμβα στο σπιτικό της που θα φέρει τη λύτρωση. Μιας και ο θάνατος είναι πιο γλυκός από μια ζωή εκμηδενισμένη. Είναι το «κάτι» στο «τίποτα».

Η Βενούλα, υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατάντησε Ιέρεια της ρουτίνας. Ζει χωρίς ανδρικό χάδι, μιας και οι δικοί της την απομάκρυναν νωρίς από τον Μύρωνα, τον γιο ενός προδότη, συνεργάτη των Γερμανών. Η ζωή της κατάντησε εκκρεμές που αιωρείται ανάμεσα στους πόλους της μονοτονίας και της επανάληψης. Ζει χωρίς πάθος, δίχως αίμα στις φλέβες της, η ρουτίνα γίνηκε ουσία ζωής. Στην κατοχή υπήρχε ζήλος, δράση, όρεξη για τα πάντα. «Αχ και να γινόταν να κηρυχτεί ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος!».

Από τις δυνατότερες σελίδες του βιβλίου, τις πλέον ανατρεπτικές.

Αυτός ο κήρυκας της Ειρήνης μας ξαφνιάζει προβάλλοντας τον πόλεμο και τα δεινά του ως ιδανική λύση απέναντι στη μοναξιά και την απραξία.

Ανατρέχω στα Θύματα ειρήνης του ιδίου, όπου καταθέτει το μόνιμο φόβο του για την απώλεια της ειρήνης, το ενδεχόμενο ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, το ανικανοποίητο των ανθρώπινων σχέσεων και την αναζήτηση της ταυτότητας.

Επικαλούμαι τις Καρέκλες του Ευγένιου Ιονέσκο, γραμμένο το 1952, τρία χρόνια μετά τα Σιλό. Θεατρικό που επιχειρεί να φωτίσει την πλέον «ύπουλη» πλευρά του ανθρώπου: εκείνη που οι ήρωες μέσα από τον εθισμό στη μονοτονία, την απώλεια της δράσης και της έκπληξης βιώνουν την απόλυτη μοναξιά και τη θλίψη. Εκεί οι αντίστοιχοι του Μπάρμπα-Λια και της Μαλβίνας ηλικιωμένοι καταφεύγουν στο Παράλογο. Τοποθετούν καρέκλες για να καθίσουν οι φανταστικοί προσκεκλημένοι τους, ευυπόληπτοι πολίτες με γόητρο και κύρος, Οι οποίοι δεν θα έρθουν ποτέ. Το ξέρουν και παραδέχονται μ’ αυτό τον τρόπο την ηττημένη τους ζωή. Ελπίζοντας να ζήσουν την έκπληξη, το διαφορετικό μέσα από ένα κατασκευασμένο ψέμα.

Ο Βασιλικός στα Σιλό τολμά μία ανατρεπτική πρόταση. Εδώ δεν πρωταγωνιστεί ο χώρος αλλά ο χρόνος. Έχει συνειδητοποιήσει νωρίς ότι η ζωή είναι χρόνος, ο οποίος δεν επιστρέφει. Μένει ακίνητος και άπραγος, εκπροσωπώντας το απόλυτο Κακό. Χρεώνει σ’ αυτόν τα δεινά των ηρώων του, εξωθώντας την απόγνωσή τους στα άκρα. Τους εγκλωβίζει στην απόλυτη Μοναξιά, αρνούμενος κάθε καταφυγή προς τη λύτρωση. Με θαυμασμό στη γραφή του Αντρέ Ζιντ, του Καμύ, του Σαρτρ προτείνει ως λύση τη μέγιστη Κόλαση του πολέμου. «Ω Θεέ», αναφωνεί, «στείλε την κατάρα σου σα λύση», και προκαλεί.

Αυτά, σε ένα βιβλίο που, εκτός όλων των άλλων, δεν έχει χάσει το παραμικρό από την αρχική ρώμη και φρεσκάδα του. Και τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μαγική διαδικασία που ενεργοποιείται μέσα μας κάθε φορά που μπαίνουμε στον κόσμο ενός καλού συγγραφέα και ταυτιζόμαστε μαζί του.

Πρώτη δημοσίευση: oanagnostis.gr