Ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις και ο ηθοποιός Γιάννης Στάνκογλου είχαν ανεβάσει πολύ τον πήχη ήδη από το 2017, όταν το 60ο Φεστιβάλ Φιλίππων είχε φιλοξενήσει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τους «Επτά επί Θήβας» στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων (διαβάστε σχετικά εδώ). Αν κάποιος είχε ως γνώμονα την προαναφερόμενη παράσταση και είδε την Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018 με το ίδιο «μάτι» τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, στο πλαίσιο του 61ου Φεστιβάλ Φιλίππων, απλώς την… πάτησε ή επιεικέστερα, αδίκησε τη φετινή θεατρική απόπειρα των Γκραουζίνις-Στάνκογλου.
Τα έργα του Αισχύλου έχουν πολλές ιδιαιτερότητες και απαιτούν πολύ συγκεκριμένο και μετρημένο ύφος από τους ηθοποιούς οι οποίοι θα ενσαρκώσουν τους ήρωες του τραγικού ποιητή. Ο Γιάννης Στάνκογλου ενδύεται πιστά και μάλιστα χωρίς να το προσπαθήσει την τραγικότητα ενός βασιλιά, όπως είναι ο Αγαμέμνονας, με τον ζοφερό κόσμο που σέρνει πίσω του. Ίσως γι’ αυτό πολλοί δεν εντυπωσιάστηκαν από την ερμηνευτική του παρουσία, σε συνδυασμό και με την εξαιρετική ενσάρκωση του Ετεοκλή το 2017 από τον ίδιο.
Αδίκως, καθώς ο Γιάννης Στάνκογλου έμεινε ακριβώς σ’ αυτό που απαιτούσε ο ρόλος του Αγαμέμνονα: αλαζονεία, επιβλητικότητα και καρτερικότητα για ένα τραγικό τέλος, απόρροια των πράξεών του. Δεν υπερέβαλε, δεν «τράβηξε» τον ρόλο από τα μαλλιά. Και ορθώς έπραξε, εκ του αποτελέσματος.
Αναπόφευκτα, άφησε «χώρο» στην Κλυταιμνήστρα και στην εξαιρετική Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία ανήγαγε την τραγωδία του Αισχύλου σε μια αμιγώς θεατρική γυναικεία υπόθεση. Ακόμα και «χώρο» να μην έβρισκε, όμως, η ηθοποιός, θα κατάφερνε και πάλι να απλώσει ιδανικά «σαν πορφύρα» στη σκηνή τη σκληρή «δικαιοσύνη» της Κλυταιμνήστρας.
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει κι αυτή τη φορά, μάλιστα, σε έναν ρόλο δύσκολο κι απαιτητικό, χωρίς αλαλάζοντες θρήνους, με μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα και… σύμμαχο το «ματωμένο» φεγγάρι πάνω από τους Φιλίππους, ένας αναπάντεχος σκηνοθετικός καταλύτης, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα της τραγικής ηρωίδας η οποία παίρνει εκδίκηση για τη θυσία της Ιφιγένειας και συνεχίζει τον κύκλο του αίματος του οίκου των Ατρειδών.
Εντυπωσιακή και η παρουσία της Ιώβης Φραγκάτου ως Κασσάνδρα, η οποία κατάφερε να μη μείνει στη σκιά της Κλυταιμνήστρας, υπηρετώντας τον κατεξοχήν χαρακτήρα των αρχαίων τραγουδιών οι οποίες δεν επιτρέπουν πρωταγωνιστές στο κοίλον, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος και οι τραγικές «αφηγήσεις» των Θοδωρή Κατσαφάδου και Αργύρη Πανταζάρα.
Πολύ εύστοχο και το δέσιμο της διακριτικής μουσικής υπόκρουσης (Χάρης Πεγιάζης) με τις ερμηνείες, σε συνδυασμό με τα σκηνικά και τα κουστούμια (Κέννυ ΜακΛέλλαν) και την κίνηση των ηθοποιών (Έντι Λάμε).
Όσον αφορά τον Χορό (Μάρκος Γέττος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Τάσος Θεοφιλάτος, Πανάγος Ιωακείμ, Δημήτρης Καραβιώτης, Ηλίας Μενάγιερ, Δημήτρης Μηλιώτης, Αλέξανδρος Μούκανος, Αλέξανδρος Μπαλαμώτης, Βασίλης Παπαγεωργίου, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Γιώργος Παπανδρέου), αποτέλεσε το κατάλληλο θεατρικό «οχύρωμα» γύρω από το παλάτι του βασιλιά των Μυκηνών με τις καθαρές φωνές των ηθοποιών και τις «γραμμικές» κινήσεις, με μοναδικό τρωτό σημείο την επαναλαμβανόμενη «ομοφωνία», ήτοι την παρατεταμένη και μαζική επανάληψη φράσεων, η οποία κούρασε σε ορισμένα σημεία.
Το δεύτερο τρωτό σημείο ήταν η μακρόστενη σκηνή, η οποία περιόρισε -σημειολογικά- τον χώρο των ηθοποιών και η οποία θα μπορούσε να αντισταθμιστεί μόνο με την επίσης σημειολογική-σκηνοθετική θεώρηση του διαχωρισμού της τραγικότητας των βασικών ηρώων από τους υπόλοιπους χαρακτήρες, τον Χορό ή αλλιώς, τον λαό των Μυκηνών.
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την παράσταση