Βασιλική Ντόλου: «Έφυγε» η γυναίκα που κατέγραφε μαρτυρίες για την ιστορία της Καβάλας

Η συνοικία των Πεντακοσίων θρηνεί για την απώλεια της «κυρίας Βάσως» που ήταν «πιο Πεντακοσιανή κι από τους Πεντακοσιανούς» - Άφησε πίσω της τρία βιβλία

Πέθανε το βράδυ του Σαββάτου 7 Μαρτίου 2020, σε ηλικία 70 ετών, η Βασιλική Ντόλου. Τα τελευταία 15 χρόνια της είχε αφιερώσει τη ζωής της στη συγγραφή βιβλίων που κατέγραφαν μαρτυρίες απλών ανθρώπων για την ιστορία της Καβάλας και δη από την αγαπημένη της συνοικία όπου διέμενε, τα προσφυγικά «Πεντακόσια».

Γεννήθηκε στην Καβάλα από μητέρα Μικρασιάτισσα και πατέρα Μακεδόνα. Ασχολήθηκε από μικρή με την ποίηση και την πεζογραφία, ταλέντο που, όπως έλεγε η ίδια, «δεν μπόρεσε να εκφραστεί μέσα στα πρώτα χρόνια λόγω των ιστορικών και μη συγκυριών». Δεν είχε κάνει σπουδές.

Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας εξέδωσε τρία έργα της:

  • «Η καλή της χώρας» | 2006
  • «Ψυχές στη σκιά» | 2010
  • «Οι Μαχητές της Μάνας Γης» | 2015

Τα βιβλία της βασίζονταν σε αληθινά γεγονότα, σε μαρτυρίες ανθρώπων της προσφυγικής συνοικίας των Πεντακοσίων και της Καβάλας γενικότερα, με μυθιστορηματική προσέγγιση.




Η Βασιλική Ντόλου ζούσε στην Καβάλα, παντρεμένη με τον Νίκο Ντόλο ο οποίος -«τραγική ειρωνεία»- έφυγε από τη ζωή λίγες μέρες πριν!

Το συγκινητικό «αντίο» της κόρης της

Η Έλλη Λίζα Ντόλου έγραψε στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό:

«Μανούλα μου, καλό ταξίδι και καλή αντάμωση… Δεν σε χόρτασα όμως… Φεύγεις πολύ νωρίς… Δεν προλάβαμε να πούμε όλα όσα είχα να σου πω… Με έκανες περήφανη γιατί υπήρξες γενναία μέχρι και σήμερα το απόγευμα… Δεν τα καταφέραμε… Έφυγες… Σαν πεταλούδα ανάλαφρη κι αθόρυβη πέταξες ψηλά… Με άφησες μόνη… Έχοντας όμως τεράστια πολιτιστική κληρονομιά… Τα υπέροχα βιβλία σου… Καλή αντάμωση γλυκειά μου μανούλα… Αντίο… Σ’ αγαπώ πολύ…».

Βασιλική Ντόλου: Μια καταξιωμένη πλέον πεζογράφος της Καβάλας

Τον Ιανουάριο του 2011, ο Καβαλιώτης φιλόλογος Χρήστος Τσελεμπής, ο οποίος επιμελούνταν τα βιβλία της, είχε γράψει για την «πεζογράφο Βασιλική Ντόλου», με αφορμή την έκδοση του δεύτερου βιβλίου της, στην εφημερίδα του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας «Μνήμη Μικράς Ασίας»:

«Ο Νίκος ο Ντόλος, ο μικρότερος γόνος της οικογένειας του μπαρμπα-Παναή και της κυρα-Καλής, την έφερε δεκαεφτάχρονη νυφούλα στην οδό Περικλέους του συ-νοικισμού των Πεντακοσίων κι εκείνη ταυτίστηκε με τα προσφυγοπαίδια της γειτονιάς των «μεγάρων» με τις κεραμιδένιες σκεπές, που έχτισε ο Βενιζέλος το 1926, φυτεύοντας ο ίδιος και το πρώτο πεύκο του παρακείμενου άλσους.

Σε αυτή την παραμελημένη ανατολική συνοικία το κορίτσι από το Καρά Ορμάν, το σημερινό Περιγιάλι, ζυμώθηκε με την κουλτούρα και τα ήθη των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρασία, άκουσε προσεχτικά τις αφηγήσεις τους από τις πατρίδες τις αλησμόνητες, ένιωσε από κοντά τον πόνο και τη νοσταλγία τους, κατανόησε τη γλυκιά θλίψη που έσταζε απ’ τα μάτια ανθρώπων ξεριζωμένων και χαροκαμένων κι έγινε τελικά πιο… Πεντακοσιανή απ’ τους Πεντακοσιανούς.

Έγραφε από μικρή κυρίως ποιήματα που τα κρατούσε καταχωνιασμένα σε συρτάρια, μακριά από ξένα βλέμματα. Διάβαζε πάντα στις ελεύθερες ώρες κι αυτό την οδηγούσε συνεχώς σε μια εσωτερική καλλιέργεια σημαντική και θαυμαστή παρά το ότι δεν είχε σπουδάσει.

Αργότερα στράφηκε στην πεζογραφία θέλοντας να καταγράψει τις μαρτυρίες και τις ιστορίες των ανθρώπων της γειτονιάς, που τόσο τη συγκινούσαν. Διαμορφώθηκε σιγά-σιγά το πρώτο της έργο που το παίδευσε χρόνια ώσπου να του δώσει την τελική του μορφή. Το έδειξε με αρκετή συστολή στους σπουδασμένους νέους των Πεντακοσίων κι εκείνοι την ενθάρρυναν να συνεχίσει.

Έτσι εκδόθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη το πρώτο της μυθιστόρημα «Η Καλή της Χώρας», που αναφερόταν στην κυρά-Καλή από τη Χώρα της Ανατολικής Θράκης, στην οικογένειά της και στα βάσανά της τα ενταγμένα στη δυστυχία και τις περιπέτειες της πρώτης προσφυγικής γενιάς, όχι μόνο της πόλης μας και της συγκεκριμένης γειτονιάς αλλά και της πατρίδας. Η έκδοση έγινε το 2006.

Προτού, ωστόσο, να εκδοθεί το πρώτο της βιβλίο, η Βασιλική Ντόλου είχε ήδη αρχίσει να γράφει το δεύτερο ιστορικό της μυθιστόρημα, τις «Ψυχές στη Σκιά», που φέτος, τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο, εκδόθηκε και πάλι από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καβάλας και έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα που σκιαγράφησε η συγγραφέας από την πρώτη κιόλας εμφάνισή της στα γράμματα.

Στο δεύτερο αυτό βιβλίο της η Βασιλική Ντόλου αναφέρεται στη δεύτερη προσφυγική γενιά των Πεντακοσίων και της Αγίας Βαρβάρας, που μέσα από τη διαδρομή μιας οικογένειας θ’ αγκαλιάσει την ιστορία της Καβάλας, της Ελλάδας και του κόσμου στη δύσκολη περίοδο του Δευτέρου Μεγάλου Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης.

Έτσι το μυθιστόρημα –όπως και το πρώτο– καταλήγει να είναι μια ιστορική μαρτυρία, καθώς η μυθοπλασία αφορμάται από μνήμες και καταστάσεις πραγματικές, συνταιριάζοντας έτσι το μύθο με το λόγο, τη φαντασία με την πραγματικότητα, τόσο που ο αναγνώστης να αισθάνεται ότι προχωρεί μαζί με τους κεντρικούς ήρωες, όχι στο πλαίσιο ενός ιστορικού μυθιστορήματος, αλλά στον δρόμο μιας αλήθειας που βιώνει άμεσα σε κάθε σελίδα του βιβλίου.

Είναι το έργο της, θα έλεγα, ένας ύμνος στον άνθρωπο που αγωνίζεται, πασχίζοντας να κερδίσει όχι μόνο την προσωπική ή οικογενειακή αλλά και την πανανθρώ-πινη ευτυχία και ευημερία, κόντρα σε όποια μοίρα στέκεται εμπόδιο σε τούτη την ανάγκη. Και είναι συνάμα ένα μνημόσυνο σε όλες εκείνες τις ψυχές των Πεντακοσιανών που βγαίνουν μέσα απ’ τη σκιά, γλυκαίνοντας τη θύμηση του νου και της καρδιάς το σκίρτημα.

Ένα έργο που μοιάζει με ναΐφ ζωγραφική, μακριά από νεφελώδεις οπτικές και ποιητικές πρακτικές που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη πεζογραφία. Απλή, απέριττη διήγηση που σε κερδίζει με τις τεχνικές που η συγγραφέας δεν διδάχτηκε σε ακαδημαϊκές σχολές, αλλά πέρασαν μέσα της, σχεδόν ασυναίσθητα, μέσα από τα διαβάσματά της τα παιδιάστικα και μέσα από τις θαυμάσιες αφηγήσεις των απλών λαϊκών ανθρώπων που ξέρουν από Όμηρο και Αίσωπο, γιατί τους έχουνε, θαρρείς, μες στην καρδιά και μες στα χρωμοσώματα.

Απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, ήδη διαμορφώνεται ένα ακόμη έργο που θα κλείσει μια τριλογία και που αναφέρεται στους ντόπιους πληθυσμούς της Καβάλας και του Καρά Ορμάν.

Καλή συνέχεια, Βάσω»!