Ένα αδημοσίευτο ποίημα και έξι ιστορίες του Λευτέρη Ξανθόπουλου

Ένας «ξαφνικός αποχαιρετισμός» από τον «Χάρτη» με «δώρα» για τους φίλους και τους αναγνώστες του αείμνηστου Καβαλιώτη ποιητή, συγγραφέα και σκηνοθέτη

Το μηνιαίο περιοδικό «Χάρτης» αποχαιρετά έναν φίλο και συνεργάτη, τον Καβαλιώτη ποιητή και σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο που έφυγε από τη ζωή στις 19 Ιουνίου 2020 [διαβάστε περισσότερα εδώ], δημοσιεύοντας ένα ποίημα και έξι (αδημοσίευτες) Ιστορίες του κυρίου Νι που ο ίδιος είχε προλάβει να αφήσει ως «παρακαταθήκη» για επόμενα τεύχη…

Γέρων στρατηλάτης προ του τέλους

Ι

Και πώς κουρ­σεύ­ε­ται μια πό­λη; Με ποιόν και­ρό και από ποια με­ριά; Από ανα­το­λή; Από τη δύ­ση; Από τα υψώ­μα­τα στον Άγιο Σί­λα η από τα πε­δι­να στο Κα­ρά­ορ­μαν; Μέ­ρα ή νύ­χτα; Χει­μώ­να ή κα­λο­καί­ρι;

Μπαί­νεις με τη σιω­πή ή βά­ζεις τα αλο­γα να φρου­μά­ζουν και να χτυ­πούν τις οπλές τους στο χώ­μα ση­κώ­νο­ντας σύν­νε­φο σκό­νη έξω από τα τεί­χη;

Τι πε­ρι­μέ­νεις από την πό­λη και ποιό το κούρ­σο;
Πλού­τη; Χω­ρά­φια; Γεν­νή­μα­τα; Ασή­μι και χρυ­σό;
Κα­μα­τε­ρά; Ψυ­χές;

Θυ­σιά­ζεις αιχ­μα­λώ­τους πριν την κουρ­σέ­ψεις; Κρε­μάς τους αντρες στη φούρ­κα και τα­πει­νώ­νεις γυ­ναί­κες και παι­διά; Σέρ­νεις δε­μέ­νους στον τρο­χό και στο πα­ζά­ρι;

ΙΙ

Με­τά θα φύ­γεις πά­λι. Θ᾽α­φή­σεις μέ­σα στις σπη­λιές τούς λί­γους που δεν πρό­λα­βες να κό­ψεις; Θα τους αφή­σεις να γεν­νο­βο­λούν και ν ᾽α­βγα­τί­ζουν ως τόν επό­με­νο κα­τα­κτη­τή ή θα τους ξε­τρυ­πώ­σεις να τους πε­ρά­σεις και αυ­τούς μα­χαί­ρι ίσα­με τον τε­λευ­ταίο;

Τα­ξι­δεύ­ο­ντας με­ρό­νυ­χτα μέ­σα στο βα­ρύ χει­μώ­να βδο­μά­δες και μή­νες με τις άγριες φυ­λές των βαρ­βά­ρων από το βορ­ρά να απο­δε­κα­τί­ζουν το στρα­τό σου

η άλ­λη πο­λι­τεία που σε πε­ρι­μέ­νει θα έχει άρα­γες πλού­τη γκα­μή­λες χρυ­σά­φι ζω­ντα­νά με­τα­ξω­τά μπα­χά­ρια και μυ­ρω­δι­κά; Ή μή­πως θα ‘βρεις σκόρ­πια χα­μό­σπι­τα με πλί­θρες και τα­πει­νές κα­λύ­βες με άχυ­ρο και φύ­κια ση­κω­μέ­νες σε ξύ­λι­νους πασ­σά­λους μέ­σα στο νε­ρό;

Έλα λοι­πόν για πες μου τώ­ρα τι θα κά­νεις με μια χού­φτα κου­ρε­λή­δες για στρα­τιώ­τες σου που ξε­πα­γιά­ζου­νε στο κρύο και σε ακο­λου­θά­νε βου­λιά­ζο­ντας έως το γό­να­το μέ­σα στη λά­σπη με κλει­σμέ­νο τον και­ρό από πα­ντού στα κα­πνο­τό­πια στο Ντρα­νί­τσι και πιο πέ­ρα ακό­μη στα σκο­τει­νά τε­νά­γη των Φι­λίπ­πων;

[ Γράφτηκε στις 15.9.2014 και κυκλοφόρησε σε δίφυλο εκτός εμπορίου τον Δεκέμβριο του 2019 σε 123 αντίτυπα (15 X 21 εκ.) αριθμημένα με το χέρι και υπογεγραμμένα από τον ποιητή σε χαρτί Fabriano Ιταλίας 160 γραμμ. με τη φίρμα Tartaruga ]


O Λευτέρης Ξανθόπουλος από τη Molli Hiesinger

Έξι [αδημοσίευτες] ιστορίες του κυρίου Νι

Ο πλανόδιος

Καλοκαίρι, μεσημέρι, βράζει ο τόπος. Περνάει από μπροστά του με τρελή ταχύτητα ανοιχτό Ντάτσουν. Ο κύριος Νί προλαβαίνει να διαβάσει μεγάλη επιγραφή επάνω στην καρότσα:

ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΙ
ΤΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ

Σε σαμαράκι λίγο πιο κάτω, χτυπάνε οι ρόδες, χοροπηδάει το αυτοκίνητο, πέφτει και σκάει καρπούζι τεραστίων διαστάσεων στο οδόστρωμα. Η κόκκινη ψίχα απλώνεται στην άσφαλτο. Κοκκινίζει ο δρόμος, παντού.

Κοιμητήριο

Ο κύριος Νι σε νεκροταφείο να ξεπροβοδίσει αναχωρήσαντα πριν της ώρας του καλό γείτονα, συναντάει τον γνωστό του Δ. Π., που έγραφε στίχους και τραγουδούσε με την κιθάρα του σε συνοικιακά κλαμπάκια πριν από χρόνια όταν ήταν πιο μικρός και άταχτος. Ο Δ.Π. από την παλιά γειτονιά, φτάνει καθυστερημένος, φτάνει ασθμαίνοντας αφού έχουν κατεβάσει τη σορό στο χώμα. Φίλοι και συγγενείς έχουν αρχίσει να αποχωρούν από το μνήμα.

– Δ.Π.: Κι εσύ τραβιέσαι από δώ κι από κεί, ε;
– Κύριος Νί: Ναί, από κηδεία σε κηδεία. Μεγαλώσαμε φίλε.
–Δ.Π.: Α, δε σου το ’πα; Κινέζος, αυτό είναι, Κινέζος: το επάγγελμα του μέλλοντος.

Οι δύο εργάτες του δήμου με τα φτυάρια στο χέρι πάνω από τον ανοιχτό τάφο, περιμένουν να απομακρυνθεί και ο τελευταίος για να φτυαρίσουν.

– Α: Α, ρε Μήτσο ξέρεις ποιός άλλος πέθανε;– Β: Ποιός;
– Α: Ξέρεις τον Θοδωράκη τον χοντρό, που γυρνούσε και βλαστήμαγε;
– Β: Τον ξέρω
–Α: Ε, αυτός! Έσκασε…

Η Ρίτσα

Ο κύριος Νι τρέχει να προλάβει το απορριμματοφόρο του δήμου, που περνάει έξω από την πόρτα του. Επείγεται να απαλλαγεί από τη μαύρη σακούλα που κρατάει στο χέρι του. Το σκουπιδιάρικο με την φονική εξάτμιση χάνεται στη στροφή. Μένει σύξυλος στη μέση του δρόμου. Ακουμπάει τη σακούλα κάτω, βγάζει το σκουφάκι του και σκουπίζει τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Έρχεται από την απέναντι μεριά τού δρόμου η Ρίτσα, γειτόνισσα που τη γνωρίζει από μικρό παιδί, με μια σακούλα σουπερμάρκετ στο χέρι, ώριμη και ζουμερή, πενηντάρα και βάλε, ζωντοχήρα που το λέει όμως η καρδούλα της.

– Κύριος Νί: Είδες; πάλι, δεν το πρόλαβα…
– Ρίτσα:  Αυτοί, το μόνο που τους νοιάζει είναι να σχολάσουνε.
– Κύριος Νί: Ναι, δεν βλέπουν την ώρα.
– Ρίτσα: Πού να σου τα λέω τι έπαθα στη λαϊκή. Ζαλίστηκα και πήγα να πέσω. Πήγα δίπλα στην Τασούλα στο φαρμακείο και μου πήραν την πίεση. Άστα, πονάν τα κόκκαλά μου, όλο μου το σώμα πονάει, δεν ξέρω τι έχω, χάλια.
– Κύριος Νί: Άκου Ρίτσα, εμπιστευτικά σου το λέω και μην με παρεξηγείς…   Άντρα θέλεις!
– Ρίτσα:  Πες το ψέματα, ξεμένει ο άνθρωπος.

Η στεριά και η θάλασσα

«Μια φορά κι έναν καιρό η θάλασσα ήτανε μονοιασμένη με την στεριά. Κάποτε λογόφεραν για κάτι παραμικρό, κάτι το ασήμαντο και η στεριά έδιωξε τη θάλασσα. Η θάλασσα από τότε δεν συγχώρεσε ποτέ το κακό που της έκανε η στεριά και όταν θυμάται το άδικο χιμάει καταπάνω της να πάρει πίσω τη γη που κάτεχε.»

Ο κύριος Νί δεν έπαψε το τελευταίο διάστημα να διαβάζει στις εφημερίδες, όλο και πιο συχνά, τις προβλέψεις επιστημόνων για το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της στάθμης των θαλασσών και την εξαφάνιση κάτω από το νερό μεγάλων εκτάσεων γης, ακόμα και ολόκληρων πόλεων από τον παγκόσμιο χάρτη.
Σε αυτό το σημείο ακριβώς θυμήθηκε από τα παλιά το παραπάνω παραμυθάκι που του έλεγε συχνά η γιαγιά του, δίκην προλόγου και για προθέρμανση πριν από το μεγάλο, το καλό παραμύθι, που όμως ποτέ του δεν το άκουσε μέχρι το τέλος γιατί τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος.
Μήπως οι παλαιοί γνωρίζανε κάτι περισσότερο από εμάς τους νεότερους; αναρωτήθηκε με απορία ο κύριος Νί.

Η σύσκεψη

Ο κύριος Νι συμμετείχε στην μεγάλη προγραμματισμένη σύσκεψη στελεχών της εξαγωγικής εταιρίας πλακιδίων και ειδών υγιεινής που εργαζόταν ως επικεφαλής του λογιστηρίου* μέχρι την συνταξιοδότησή του. Η σύσκεψη είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Κάποιοι ανυπόμονοι άνοιγαν τα κινητά τους, άλλοι μάζευαν χαρτιά και μολύβια από το τραπέζι και σηκώνονταν.
Εκείνος ο καινούργιος, ακριβώς δίπλα του, ένας εξαιρετικά δραστήριος top executive με σωρό τα πτυχία, που άρχισε από πολύ νωρίς και κάπως αλαζονικά, θα έλεγα, να επιδεικνύει τα ηγετικά του προσόντα στην Εταιρεία, σαν λίγο να δίστασε πριν σηκωθεί, κοίταξε μια ματιά τριγύρω, μετά έγυρε το κεφάλι στο πλάι, ακούμπησε στον ώμο τού κυρίου Νί, τον αγκάλιασε με τα δυο του χέρια και άρχισε να κλαίει, άρχισε γοερά να κλαίει επάνω στους ώμους του.
Οι υπόλοιποι έμειναν παγωμένοι και άφωνοι στο σημείο που τους βρήκε το αναπάντεχο αυτό γεγονός, το παράπονο του νέου συναδέλφου. Εκείνος, ανάμεσα στους λυγμούς του ακούστηκε να λέει:

«Κάθε τόσο τρυπώνουν τα κακά πνεύματα μέσα στο κεφάλι μου. Εκεί τους περιμένουν τα καλά πνεύματα και δίνουνε τη μάχη. Το αποτέλεσμα της μάχης είμαι εγώ ο ίδιος, αυτή ακριβώς τη στιγμή, μαζί σας, τώρα.
Όταν τα κακά πνεύματα γίνονται πιο πολλά από τα καλά, όπως σήμερα, τότε χάνονται τα ζύγια και ένα μέρος τους πρέπει να αποβληθεί. Εδώ και αρχινάει ο πόλεμος αναμεταξύ τους, ο θρήνος και ο κοπετός.
Το κλάμα είναι από τα κακά πνεύματα που καταδιώκονται από τα καλά και φεύγουν για να γλυτώσουν. Όταν βγούνε έξω στον ανοιχτό αέρα και στο φως, ζαλίζονται και πέφτουν κι εγώ επιτέλους ξαναβρίσκω τον εαυτό μου και είμαι έτοιμος να γεμίσω ξανά με καινούργιες ιδέες, καινούργιες ιστορίες, καινούργιες περιπέτειες. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τις ιστορίες μου.»

Σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια, διόρθωσε τη γραβάτα, ίσιωσε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του, άνοιξε την πόρτα και με μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο, ακέραιος και ευθυτενής δρασκέλισε το κατώφλι και βγήκε.

Ο κύριος Νι βγήκε τελευταίος από την αίθουσα και καθώς διέσχιζε συλλογισμένος τον μακρύ διάδρομο, άκουσε πίσω του ένα βουιτό, όπως σμήνος μικρών καταδιωκτικών αεροπλάνων σε καιρό πολέμου. Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κεφάλι και ένα σμάρι από τα κακά πνεύματα, σαν κοπάδι αγριεμένες σφήκες ή σαν σμήνος πεπτωκότες άγγελοι πέρασε σφυρίζοντας από δίπλα του και χάθηκε φτεροκοπώντας στο βάθος.
Ο κύριος Νι στύλωσε το βλέμμα του ίσια μπροστά, έσφιξε τα ντοσιέ με τα υπηρεσιακά έγγραφα κάτω από την αμασχάλη του και συνέχισε την μοναχική του διαδρομή, προσπερνώντας γραφεία με ανοιχτές πόρτες και γραφεία με κλειστές πόρτες ως την άλλη άκρη του ορόφου, ως το γραφείο του με το τυφλό παράθυρο στον ακάλυπτο.

[ και ]

Για του λόγου το αληθές

Όταν ο κύριος Νι ήταν ακόμα μικρό παιδί και το σπίτι επρόκειτο να ζυμώσει, τον έστελνε η μάνα του στο φούρνο του Μπέτσου στην Τζουμαγιάς για ν’ αγοράσει προζύμι. Η κυρία Κοραλία από το ταμείο, φώναζε κάποιον από το ζυμωτήριο να φέρει έξω ένα πενηνταράκι μαγιά.
Συνήθως έβγαινε ο Ευάγγελος με τον άσπρο σκούφο στο κεφάλι και την κάτασπρη ολόσωμη ποδιά, τυλιγμένος στο αλεύρι. «Πάλι ζυμώνει η μάνα σου; Θα μας τρελάνει με τις μυρουδιές της».

Ο Βαγγέλης, αγράμματος αρτεργάτης, γυναικάς, πρόσφυγας από την Ιωνία, ο καλύτερος ψάλτης στην εκκλησία της ενορίας στον Άγιο Στυλιανό Γκύζη και εν τούτοις φανατικός κομμουνιστής, μιλούσε με παραβολές και συχνά χρησιμοποιούσε τη γλώσσα της Ευαγγελίων ή αποσπάσματα από πατερικά κείμενα και ψαλμούς, κάποτε ακατάστατα, που όμως όλα τα είχε φέρει μαζί του από τις χαμένες πατρίδες.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν και καθώς έδινε στον μικρό κύριο Νι μια πρέζα μαγιά τυλιγμένη σε κομματάκι εφημερίδας, του λέει: «Πες στη μάνα σου ότι η μαγιά είναι το ποίημα του σύμπαντος κόσμου· από τον Ευάγγελο να της πεις, τον ψάλτη».

Πολλά χρόνια αργότερα, συνοδεύοντας τον υπέργηρο αρτεργάτη στην τελευταία του κατοικία σε τόπο χλοερό σε τόπο αναψύξεως, και ακούγοντας την εξόδιο ακολουθία θυμήθηκε ο κύριος Νί τα λόγια του πάλαι ποτε εν ζωή καλλίφωνου Βαγγέλη, μόνο που αυτή την φορά, αποχαιρετώντας τον αγαθό αρτοποιό, αναποδογύρισε από μέσα του τις δύο λεξούλες από τον ψαλμό και ψιθύρισε: «Το ποίημα είναι η μαγιά του σύμπαντος κόσμου Ευάγγελε».

Αυτά και για του λόγου το αληθές.