Απρίλης του 1941

Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Ζήση Α. Βαπορίδη «Ιστορίες μιας πόλης»

Μια Παρασκευή μετά την εκκλησιά το βράδυ κι αφού ψάλαμε τον Ακάθιστο Ύμνο, έσβησε τη λάμπα και με κοίμισε αργούτσικα. Το πρωί, όταν ξεκρέμασε την κουβέρτα της συσκοτίσεως κι ο ήλιος χύθηκε στην καμαρούλα, την άκουσα να λέει ξανά και ξανά:

«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Μετά κάθισε στο σκαμνί και κοιτούσε με προσοχή του μαγκαλιού τη στάχτη.
«Τι βλέπεις;» με ρώτησε.
«Στάχτες και σκλήθρες από σβησμένα καρβουνάκια», είπα ανόρεχτα.
«Κάτσε δίπλα μου. Γράμματα ξέρεις! Τι είναι αυτό;». Με τη μασιά μού έδειχνε τ’ αποκαΐδια.
«Ένα Μ κι ένα Π κεφαλαία», είπα με τόλμη.
«Κι εδώ; Αυτή η λακκουβίτσα μ’ ένα μαυράκι στη μέση τι θαρρείς πως είναι;»
«Αυτό είναι το Θ… Ώρα είναι να μου πείτε, γιαγιά, πως το μαγκάλι σάς διέταξε να πάμε στη Θεσσαλονίκη, όπως το έχει ήδη αποφασίσει ο Παππούλης…», τόλμησα να καγχάσω.

Αμίλητη τα μάζεψε, και την άλλη με τα μπογαλάκια μας τρέξαμε στο λιμάνι, όπου τα ψαροκάικα γέμιζαν με αλλόφρονες οικογένειες για τη Θάσο…

[photo: John Gouzidis]
Ήλπιζαν όλοι αυτοί οι γέροι και τα γυναικόπαιδα πως δεν θα έφταναν οι Γερμανοβούλγαροι μέχρι το νησί, όπως στις άλλες προσφυγιές του 1912 και του 1916, τότε που σώθηκαν πολλοί.

Πληρώσαμε με τα πεντάδραχμα του κουμπαρά μου (εκείνα με τον Φοίνικα). Τα χαρτιά τα φύλαγε στο μέρος της καρδιάς.

Στα Λιμενάρια μετά τη μαύρη Ανάσταση του ’41 έφτασε κι η μάνα μου, με ένα πλοίο του Ερυθρού Σταυρού, το «Αττική», που αποβίβασε και λίγους Θασίτες τραυματίες και στρατιώτες.

[photo: John Gouzidis]
Οι εφημερίδες αργότερα έγραψαν:

12/4/1941: Η τραγωδία του πλοίου «Αττική»
Το «Αττική» ήταν ελληνικό επίτακτο πλωτό νοσοκομείο, τριακοσίων εξήντα δύο κλινών. Το «Αττική» είχε αποπλεύσει από την Καβάλλα και τη Θάσο. Μετέφερε στον Πειραιά έντεκα ασθενείς στρατιώτες, είκοσι οχτώ αδελφές νοσοκόμες, δεκαεφτά στρατιωτικούς γιατρούς, με πλήρωμα (αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες) εκατόν δέκα άνδρες. Αλλά βυθίστηκε από γερμανική αεροπορική επιδρομή τη νύκτα μεταξύ της 11ης και 12ης Απριλίου του 1941 παρά τον Καφηρέα, αν και έπλεε κατάφωτο με εμφανή τα σήματα του Ερυθρού Σταυρού! Τότε εκεί πνίγηκε και η αδελφή Εφραιμίδου. Συνολικά πνίγηκαν είκοσι δύο άτομα και σκοτώθηκαν είκοσι οχτώ, μεταξύ των οποίων και ο κυβερνήτης του πλοίου, Πλοίαρχος Δημήτριος Μελετόπουλος. Στη διάσωση των ασθενών τόσο το πλήρωμα όσο και οι γιατροί και οι νοσοκόμες επέδειξαν αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση και ψυχραιμία.

Την επομένη έφτασαν στη Θάσο με ρυμουλκούμενες μαούνες του καπνεμπορίου οι Γερμανοί κατακτητές (σαν πρασινόμαυροι «αστακοί»). Γυρίσαμε πίσω, αλλά οι Βούλγαροι είχαν ήδη διαγουμίσει το σπίτι.

Η γιαγιά χτυπούσε με την μπόλια το κεφάλι της: γιατί το πίστευε πως οι στάχτες μήνυσαν σωστά, αλλά στον πανικό εκείνων των ημερών παρερμήνευσε την εντολή που έλεγε, όπως πίστευε:

Μην πας Θάσο…


[photo: John Gouzidis]

ΖΗΣΗΣ Α. ΒΑΠΟΡΙΔΗΣ
Ιστορίες μιας πόλης
Με τα μάτια ενός παιδιού που γέρασε στην αγκαλιά της
Κάπα Εκδοτική, Δεκέμβριος 2020
Σχήμα: 14Χ21
Σελίδες: 224
ISBN: 978-960-628-108-2

Αποκτήστε το πατώντας εδώ

[photo: John Gouzidis]