«Girls and Boys»: Ένας… πολυφωνικός μονόλογος για την προέλευση της βίας και την αέναη «πάλη» των δύο φύλων

Η Νατάσα Θεοδοσίου γράφει για την εξαιρετικά δομημένη οπτικοακουστική παράσταση η οποία φιλοξενήθηκε από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και τα μηνύματα τα οποία εξέπεμψε

Ο θεατρικός μονόλογος του Dennis Kelly «Girls and Boys», ένα συνταρακτικό έργο για την προέλευση της βίας στη σύγχρονη κοινωνία φιλοξενήθηκε από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου στην Καβάλα, ένα έργο που εφορμά από την αέναη «πάλη» των δύο φύλων με επίκεντρο τους άνδρες -για τους άνδρες- και σε «δεύτερο» χρόνο τις γυναίκες, όπως διαπιστώνει η Νατάσα Θεοδοσίου, σκιαγραφώντας την παράσταση και εμβαθύνοντας στα κοινωνικά μηνύματα τα οποία εξέπεμψε, πέρα από την ενδοοικογενειακή βία.

Γράφει η Νατάσα Θεοδοσίου

«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά από τα σπίτια τους». Ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου εντυπώνεται στη σκέψη του καθενός στο άκουσμα κάποιου περιστατικού παιδοκτονίας. Ο επίλογος του τραγικού μονολόγου του Dennis Kelly «Girls and Boys» σε σκηνοθεσία Λητούς Τριανταφυλλίδου, τον οποίο ερμήνευσε η πολυτάλαντη Νατάσα Εξηνταβελώνη στο Θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου το Σάββατο 22 και την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025 στο πλαίσιο της τη Β’ καλλιτεχνικής περιόδου 2024-2025 του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, τέθηκε εκ προοιμίου και έκανε αισθητή την παρουσία του ήδη από το πρώτο κομμάτι του μονοδράματος.

Και ήταν αυτό που όλοι περίμεναν και απεύχονταν, αλλά και κάτι από αρχαία τραγωδία και δη Ευριπίδη, με το συμπέρασμα από την αρχή δεδομένο. Και φυσικά όταν γνωρίζει ο θεατής ότι ο Kelly στην έκδοση του έργου «ευχαριστεί» τον Ευριπίδη, είναι ηλίου φαεινότερο ότι όλη αυτή η αναφορά στα παιδιά δεν είναι για καλό. Άλλωστε αυτό ήθελε εξαρχής η ηρωίδα του μονολόγου: Να μειώσει τις αποστάσεις με το κοινό, να κερδίσει τη συμπάθειά του -και γιατί όχι να στρέψει τα πάντα κατά των ανδρών- και κυρίως το μαχαίρι, το φονικό όπλο που στην αρχή σαν τριαντάφυλλο μεταξύ του δυαδικού, γίνεται μένος κατά της κλασικής πυρηνικής οικογένειας.

Πρόκειται για μια εξαιρετικά δομημένη οπτικοακουστική παράσταση με στοιχεία κινηματογραφικής αφήγησης, με έντονα αυτοαναφορικά στοιχεία (άλλωστε πρόκειται για μονόλογο). Αυτός ο αναστοχασμός ξετυλίγεται στο πρώτο μέρος της παράστασης (αν μπορούσαμε να το θέσουμε έτσι) μέσα από τους σύντομους μονολόγους της και ενημερωνόμαστε από την αρχή για τη γνωριμία της ηρωίδας με τον μελλοντικό πατέρα των παιδιών της (Άννα και Πάρη), πώς μπήκε στη βιομηχανία του θεάματος, πώς ρίσκαρε με τη συμπαράσταση του άκρως δραστήριου και αρχικώς επιτυχημένου επιχειρηματία άνδρα της, πώς βίωσε την πατριαρχία και πώς σταδιακά το σεξ και ο ποσοτικός πειραματισμός της καταλήγει σε έρωτα, δοτικότητα, εμπιστοσύνη αρχικά και έπειτα σε απόλυτη απογοήτευση, σε κάτι ψυχικά και σωματικά άψυχο.

Απρόσωπη (κυριολεκτικά) και η «παρουσία» του συμπρωταγωνιστή της (συζύγου) σωματικά, αλλά τόσο έντονη η ύπαρξή του επί σκηνής που επισκιάζει κάθε δράση της ηρωίδας, κάθε απόφασή της, κάθε κίνησή της στον χώρο και στον χρόνο…Γλυκά αρχικά, τοξικά και κυριαρχικά στη συνέχεια και απειλητικά λίγο πριν το τέλος της σχέσης τους -και αυτό δεν ήταν το διαζύγιό τους, αλλά η παιδοκτονία-. Ένας no-name (εκφράζει το ανδρικό φύλο στο σύνολό του) στοργικός και υποστηρικτικός σύντροφος που στο διάβα του «σκοτώνει» αρχικά τη συζυγική σχέση κι έπειτα την πατρική, ως ένα σύμβολο της κακοποιητικής πατριαρχίας που καταλήγει σε πατροκτονία.

Η Νατάσα Εξηνταβελώνη για 90 λεπτά μέσα από βίντεο, ήχους, εικόνες και φωτογραφίες, με μια ενίοτε πιο χαλαρή και εύθυμη (βασικό στοιχείο του υποκριτικού της ταλέντου) εξισορρόπηση ευαισθησίας και χιούμορ, συγκίνησης και συμπόνιας, αγωνίας και τρόμου, επανεξετάζει όλα τα στοιχεία της ζωή της (κοινής ή μη) και καταφέρνει αριστοτεχνικά (ακόμα και με κλειστό φακό, το οποίο κατάφερε να το μετατρέψει σε συν) να σκηνοθετεί, να αφηγείται και να γίνεται ταυτόχρονα θεατής της ίδιας της πράξης. Και αυτό γιατί αυτοσκοπός της σκηνοθεσίας δεν ήταν να φανεί μόνο ως θύμα, αλλά και ως θύτης, καθώς αναστοχάζεται με βλέμμα στραμμένο στην κάμερα: «Σκέφτομαι πολύ τη βία. Είναι ένα βασικό κομμάτι του ανθρώπινου είδους. Πώς θα μας καταλάβετε εάν δεν κατανοήσετε αυτό ακριβώς το πράγμα;»

Με την αντρική παρουσία να μπαίνει στο στόχαστρο και όχι τόσο με φεμινιστικό κίνητρο, γίνεται χρήση επιστημονικών αναλύσεων βάσει των οποίων το κίνητρο στις περιπτώσεις πατρικής ανθρωποκτονίας είναι συνήθως η επικείμενη διάλυση της οικογένειας και ο πραγματικός στόχος είναι η συναισθηματική επίθεση στη μητέρα. Και αυτή είναι εν προκειμένω η αιτία του κακού, όχι η ζήλια για έναν άνδρα, η απιστία και το αντίθετο, αλλά η ζήλια-φθόνος για την εξέλιξη του άλλου, όταν ο ίδιος παραμένει στάσιμος και εντέλει παραιτείται. Σκοτώνει τα παιδιά του, αποπειράται να αυτοκτονήσει, δεν το καταφέρνει και η τύχη του ήταν να φυλακιστεί και σε δεύτερο χρόνο να ξαναπροσπαθήσει να θέσει τέλος στη ζωή του… Και εκεί σταματά η σχέση τους… Εκεί σταματά να τον σκέφτεται…

Σε πολλές χώρες του κόσμου οι γυναίκες δολοφονούνται ακόμα και σήμερα όταν δεν συμβαδίζουν με τον υπό στενά κοινωνικά όρια, προκαθορισμένο ρόλο τους. Το ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο τρέφεται από το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και αυτός ο φαύλος κύκλος βίας δεν σπάει, αντιθέτως ενισχύεται και μεταφέρεται και στα παιδιά που μπαίνουν στη «θέση αντικειμένου». Όταν γίνεται φορέας απόλυτης εξουσίας πάνω στη γυναίκα και στα παιδιά που νιώθει πως του «διαφεύγουν». Γιατί η κοινωνική συνθήκη της αγάπης μεταλλάσσεται ενισχύοντας την εξουσία των ανδρών πάνω στις γυναίκες. Αν δεν ξεριζωθεί αυτή τη ιδιοκτησιακή πρακτική, τίποτα δεν θα σταματήσει. Και γι’ αυτό οι γυναίκες έρχονται σε δεύτερο χρόνο… Και ίσως είναι πλέον πολύ αργά…

Ταυτότητα παράστασης

  • Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου
  • Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
  • Μουσική: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου
  • Κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου
  • Φωτισμοί: Αντώνης Διρχαλίδης
  • Φωτογραφίες-Βίντεο: Δέσποινα Σπύρου
  • Video Editing: Μαριάνα Τρούμπη
  • Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζέσικα Κουρτέση
  • Graphic Design: Mavra Gidia
  • Παραγωγή: Metropolitan: The Urban Theater