Διαμαντής Αξιώτης: Τελευταία φοβάμαι μια πιθανή μεταστροφή της αγάπης μου προς την Καβάλα σε κάτι αρνητικό…

Ο συγγραφέας μιλάει στο KAVALA POST για το μυθιστόρημά του «Πλωτές γυναίκες» αλλά και για την πόλη όπου ζει, γράφει και από την οποία εμπνέεται: την Καβάλα

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Διαμαντή Αξιώτη και ένα από τα πλέον εμπορικά του, και υποψήφιο για το Βραβείο Balkanika 2003, οι «Πλωτές γυναίκες», ήταν εδώ και καιρό εκτός κυκλοφορίας. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου είχε γίνει το 2002 από τον Κέδρο και σήμερα, 15 χρόνια μετά, επανακυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική. Στην «καρδιά» του, για μια ακόμη φορά, βρίσκεται η γενέτειρα πόλη του συγγραφέα, η Καβάλα.




Με αφορμή την επανέκδοση αυτή, ο Διαμαντής Αξιώτης μίλησε στο KAVALA POST. Οι φωτογραφίες του συγγραφέα τραβήχτηκαν ειδικά για αυτή τη συνέντευξη από τον Γιάννη Γκουζίδη.

Είναι η δύναμη και το πείσμα που μας γαλβανίζει και μας καθιστά αλώβητους…

 

Κύριε Αξιώτη, 15 χρόνια μετά, οι «Γυναίκες» σας συνεχίζουν να… πλέουν επιτυχώς! Μιλήστε μας λίγο για αυτά που έχουν αλλάξει στη ζωή σας από το 2002 μέχρι σήμερα. Συγγραφικά και όχι μόνον…
Πρωτίστως, μεγάλωσα. Τα δεκαπέντε χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση των «Γυναικών» από τις εκδόσεις Κέδρος μού προσέφεραν το δικαίωμα στην ουσιαστική ωρίμανση. Αυτή την προσφορά την εισπράττεις μέσα από μικρές ή μεγάλες στιγμές, η συνισταμένη των οποίων είναι η Ζωή που μεσολαβεί: χαρές-λύπες, ενθουσιασμοί-απογοητεύσεις, ελπίδες-διαψεύσεις, γεννήσεις και απώλειες. Οι τελευταίες –οι απώλειες– είναι που βαραίνουν περισσότερο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους αναπόφευκτους θανάτους συγγενικών ή φιλικών προσώπων. Αναφέρομαι σ’ εκείνους που μας διέψευσαν, μας απογοήτευσαν, που μας πρόδωσαν. Η θετική πλευρά της τελευταίας είναι η δύναμη και το πείσμα που μας γαλβανίζει και μας καθιστά αλώβητους.
Συγγραφικά –ανατρέποντας τη σειρά της ερώτησής σας– στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, η πένα μου… πήρε φωτιά. [Αποτέλεσμα και δείγμα, άραγε, της «ωρίμασης», που προανέφερα;]
2003 ΚΑΒΑΛΑ, μια πόλη στη λογοτεχνία, ανθολογία, εκδ. Μεταίχμιο.
2010 και 2013 δύο θεατρικά αναλόγια: Γιώργος Χειμωνάς, Βασιληάς της Ασίας, Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας και Η νυχτερινή πλευρά του κόσμου, ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας.  
2004 Μοιρασμένα χιλιόμετρα, μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος
2010 Λάθος λύκο, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος
2016 Με χίλιους τρόμους γενναίος, διηγήματα, εκδ. Κίχλη
2016 Το μισό των Κενταύρων, αφηγήματα –επανέκδοση– εκδ. Επίκεντρο
2017 Πλωτές γυναίκες, μυθιστόρημα –επανέκδοση– Κάπα Εκδοτική
Στο ενδιάμεσο: παρουσιάσεις βιβλίων παράλληλα με διηγήματα, κριτικές, άρθρα και συνεντεύξεις δημοσιευμένα σε έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα.
Ε, δεν είναι και μικρή η σοδειά για έναν, δύσκολο στη γραφή του, συγγραφέα!

Ποια ανάγκη «γέννησε» την επανακυκλοφορία των «Πλωτών γυναικών» από την Κάπα Εκδοτική, και τι καινούριο κομίζει αυτή η επανέκδοση;
Μετά από μία επιτυχή πορεία, τόσο αναγνωστική-εμπορική όσο και εγκωμιαστικών κριτικών από τους πλέον έγκριτους κριτικούς του χώρου, μετά από   πολλαπλές εκδόσεις –πάντα από τον Κέδρο–, από υποψηφιότητες για βράβευση: Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και περιοδικού Διαβάζω, με κορυφαία εκείνη του βραβείου Balkanika 2003, οι υπεύθυνοι του Κέδρου «πάγωσαν» την κυκλοφορία του μυθιστορήματος. «Είναι θέμα αποθήκης και φορολογίας των υπαρχόντων σε αυτές βιβλίων», ήταν η απάντηση-δικαιολογία. Τη στιγμή που η ζήτηση του βιβλίου συνεχιζόταν αμείωτη! Εκδοτικά τερτίπια ή έναρξη της κρίσης της οποίας η σκιά είχε σκοτεινιάσει και τον εκδοτικό χώρο κυρίως αυτόν.
Η συνεχιζόμενη ζήτηση που προανέφερα, κυρίως από τις Λέσχες Ανάγνωσης της χώρας, έφερε τις «Γυναίκες» μου στο κατώφλι της Κάπα Εκδοτικής και στο γραφείο του δραστήριου όσο και διορατικού εκδότη αυτής Θοδωρή Κουλεδάκη, τον οποίο ευχαριστώ.
Το τι κομίζει η επανέκδοση του μυθιστορήματος, σίγουρα, πέραν των άλλων θετικών, την ύπαρξή του. Τη συνέχεια της πλεύσης του και την αποτελεσματική αναζήτησή του από τα βιβλιοπωλεία της χώρας.

Οι θείες μου και των δύο πλευρών κατέφυγαν στα καπνεργοστάσια της πόλης, το ίδιο και όλες οι γυναίκες του προσφυγικού συνοικισμού της Αγίας Βαρβάρας όπου γεννήθηκα. Η μυρωδιά του καπνού είχε ποτίσει τους πόρους τους, είχε εισχωρήσει στα σωθικά τους. Η πίκρα των καπνόφυλλων είχε μαυρίσει τις άκρες των δακτύλων τους. Αυτή η μυρωδιά και η πίκρα ήταν που με ώθησε να ασχοληθώ με το καπνικό ζήτημα της πόλης και όλης της χώρας…

 

Σ’ αυτό το μυθιστόρημά σας «Πλωτές γυναίκες» ενυπάρχει η Καβάλα του παρελθόντος, «ολοζώντανη», μέσα από τις ιστορίες και τα πάθη των ηρώων σας. Συγκεκριμένα, εστιάζετε στον Καπνό και το εμπόριό του που ήκμασε στην πόλη μας πριν από έναν αιώνα περίπου. Τι σας «τράβηξε» προς αυτή την κατεύθυνση;
Οι οικογένειες τόσο του πατέρα μου όσο και της μητέρας μου, με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, ήρθαν πρόσφυγες στην Καβάλα το 1922, φτωχοί και πένητες. Οι θείες μου και των δύο πλευρών κατέφυγαν στα καπνεργοστάσια της πόλης, το ίδιο και όλες οι γυναίκες του προσφυγικού συνοικισμού της Αγίας Βαρβάρας όπου γεννήθηκα. Η μυρωδιά του καπνού είχε ποτίσει τους πόρους τους, είχε εισχωρήσει στα σωθικά τους. Η πίκρα των καπνόφυλλων είχε μαυρίσει τις άκρες των δακτύλων τους. Αυτή η μυρωδιά και η πίκρα ήταν που με ώθησε να ασχοληθώ με το καπνικό ζήτημα της πόλης και όλης της χώρας. Αυτό αρχικώς. Στη συνέχεια με παρέσυραν η πλούσια ιστορία που διαθέτει η Καβάλα, τα υπαρκτά και μυθοπλαστικά πρόσωπα που ακαταπαύστως με κύκλωναν, το δελεαστικό ταξίδι του τριγώνου της Ανατολικής Μεσογείου που έπρεπε να διανύσω μέχρι να εισέλθουν οι ήρωές μου στο λιμάνι με το τείχος των καπναποθηκών.
Σε καμία περίπτωση δεν επιχείρησα να παραδώσω μαθήματα σύγχρονης ιστορίας. Απαίτησα από τον αναγνώστη να γνωρίζει ή να μάθει τα γεγονότα εκείνης της εποχής και επάνω στα αυτονόητα παρέδωσα την τοπική εκδοχή. Υπήρξα ευνοημένος από το περιβάλλον που επιχείρησα να περιγράψω. Δεν βρέθηκα αντιμέτωπος με καμία πολιτισμική χοάνη. Βρέθηκα σε ένα σταυροδρόμι από το οποίο έχουν περάσει Αρμένηδες και τουρκόφωνοι, διανοούμενοι Γάλλοι και υποπρόξενοι Σουηδοί, αστοί έμποροι και επαναστάτες καπνεργάτες, χριστιανοί και εβραίοι. Πλούσιο υλικό, αριστουργηματικός καμβάς, ευλογία για κάθε συγγραφέα.

Κι όμως, οι «Πλωτές γυναίκες» σας, σε αντίθεση με «Το ελάχιστον της ζωής του» που ήταν μία «ελάχιστη βιογραφία» του Μοχάμεντ Άλι, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ιστορικό» μυθιστόρημα, αφού τα πρόσωπα και τα γεγονότα μάλλον χρησιμοποιούνται από εσάς ως «όχημα» για τη διήγησή σας παρά ως αυτοσκοπός αναφοράς και καταγραφής τους.
Συμφωνώ μαζί σας: σε καμία περίπτωση δεν θα το χαρακτήριζα «ιστορικό μυθιστόρημα». Εδώ προέχει, μέσα από ιστορικά γεγονότα και υπαρκτά επιφανή πρόσωπα της εποχής, ο Μύθος. Αυτά, τα γεγονότα και τα πρόσωπα, κλήθηκαν να στηρίξουν, να υπηρετήσουν θα έλεγα τη μυθοπλασία που εξελισσόταν σταδιακά, και εν μέρει… ερήμην μου. Μου επέβαλαν την παρουσία τους κι εγώ τα καλοδέχθηκα. Έτσι συμπλεύσαμε αρμονικά τα τρία τέταρτα του περασμένου αιώνα· εβδομήντα πέντε χρόνια ακριβώς: 1900-1975. Σ’ αυτό το διάστημα, διανύοντας παράλληλα το τόσο σαγηνευτικό τρίγωνο της Ανατολικής Μεσογείου: Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Καβάλα, διαγράφηκε η ιστορία της Ελλάδας αυτής της περιόδου. Η πορεία και το τέλος της Βασιλικής Δυναστείας. Η πορεία του καπνικού ζητήματος, με όλες του τις διακυμάνσεις: Ακμή, παροχές, διεκδικήσεις και αιματηροί αγώνες. Η άνοδος και η πτώση μιας οικογένειας καπνεμπόρων. Πλούτος, χλιδή και δόξα. Καπνέμποροι, πρόξενοι και υποπρόξενοι προσφέρουν ένα φαντασμαγορικό σκηνικό μέσα από δεξιώσεις, χορούς και ξεφαντώματα. Η επιθυμία απόκτησης άρρενος διαδόχου και οι αντιδράσεις του πατέρα, κυρίως, όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται. Το βάρος που προσδίδει σε μία γυναίκα ένα όνομα με ανδρικό σύνθετο. Η διαπαιδαγώγησή της, ιδιαίτερα με ανδρικά πρότυπα. Η ανάθεση σε κάποιον να υπηρετεί και να ακολουθεί κάποιον άλλο. Η ανατροπή, τέλος, των ρόλων, ούτως ώστε να μην είναι ευδιάκριτα τα όρια ποιος ακολουθεί ποιόν. Και όταν η εξαθλίωση φτάσει στο ζενίθ, ποια η λύση για τις βασιλοθρεμμένες πλωτές γυναίκες, που το μόνο μέλημά τους ήταν να διανύσουν τον βίο τους, τουλάχιστον, αξιοπρεπώς.

Η θέση που κατέκτησε στις προτιμήσεις των γυναικών το μυθιστόρημά μου υποθέτω πως είναι ο τρόπος που εγώ «έπλασα» τις πέντε αδελφές Δούκα, τις ανάδειξα και τις υπερασπίστηκα με τη δέουσα αξιοπρέπεια…

 

Μιλήστε μας λίγο για το μέγεθος της έρευνας που απαιτήθηκε για τη μελέτη της ιστορικής περιόδου κατά την οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο σας. Θα πρέπει να ήταν «σκληρή» δουλειά για εσάς…
Πέντε χρόνια έρευνας και γραφής μέχρι την ολοκλήρωσή του, ώστε να τοποθετηθεί η αμφισβητούμενη και αεί μετακινούμενη από τους συγγραφείς λέξη ΤΕΛΟΣ. Όσο προχωρούσε η εξιστόρηση τόσο αυξάνονταν οι απαιτήσεις της. Έτσι βυθιζόμουν όλο και περισσότερο στον Τύπο της εποχής, σε Αρχεία και συλλογές που με προθυμία και ευγένεια μου προσφέρονταν. Αυτά προς χάριν των αναγκών της ακρίβειας και της συνέπειας.
Ας μου επιτραπεί, σε αυτό το σημείο, να ευχαριστήσω από καρδιάς τη φίλη Ελένη Ιορδάνου για την πολύπλευρη και ουσιαστική συνεισφορά της.

Πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του πατέρα των γυναικών σας Κωνσταντίνου Δούκα;
Ο Κ. Δούκας είναι τόσο φιλόδοξος και τυχοδιώκτης όσο ο Ζυλιέν Σορέλ στο Κόκκινο και το μαύρο. Όπως ο στανταλικός χαρακτήρας, αρέσκεται στη συναναστροφή με όσους θεωρεί «ανώτερους» για την καταγωγή ή την οικονομική ισχύ τους. Και παρόμοιους διέθετε σε μεγάλο βαθμό η Καβάλα εκείνης της εποχής. Η κοινωνική του ανέλιξη γίνεται εμμονή που εμποτίζει ακόμη και τη σεξουαλική του ζωή, που δηλητηριάζει τα πάντα. Αυτό που τον οδηγεί από την Αλεξάνδρεια στην Βόρεια Ελλάδα είναι η μυρωδιά του καπνού. Η αίσθηση ότι όποιος ανακατεύεται με τα φύλλα του καπνού που έχουν την ίδια ισχύ με τη λίρα, αποκτά χρήματα, δύναμη και δόξα. Φαντασιώνεται κτήσεις, επιτυχίες, τιμές και μεγαλεία. Ένας άκρως αρνητικός ήρωας, που ωστόσο κέρδισε τους αναγνώστες, αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος κυρίως από τις αναγνώστριες του μυθιστορήματος.     

Το μυθιστόρημα «Πλωτές γυναίκες» είχε χαρακτηριστεί από πολλούς, όταν κυκλοφόρησε, ως ένα «γυναικείο μυθιστόρημα». Θα συμφωνούσατε με αυτό;
Τουλάχιστον δεν ήταν στις προθέσεις μου, μιας και δεν διαθέτει «παθιασμένους έρωτες, ίντριγκες και μίση». Ούτε καν άνδρες με «θεληματικό πηγούνι». Γνωρίζω όμως, από τις επαφές που είχα και τις αλλεπάλληλες προσκλήσεις που δέχθηκα, πως ήταν και παραμένει να είναι το αγαπημένο βιβλίο των Λεσχών Ανάγνωσης απανταχού της χώρας. Οι οποίες απαρτίζονται, ως επί το πλείστον, από γυναίκες. Η θέση που κατέκτησε στις προτιμήσεις τους υποθέτω πως είναι ο τρόπος που εγώ «έπλασα» τις πέντε αδελφές Δούκα, τις ανάδειξα και τις υπερασπίστηκα με τη δέουσα αξιοπρέπεια. Από τη στιγμή της γέννησής τους μέχρι τον άδοξο ομαδικό θάνατό τους.
Ο πατέρας τους Κωνσταντίνος Δούκας στη σφοδρή επιθυμία του να αποκτήσει διάδοχο προς συνέχιση της «ένδοξης δυναστείας», δίνει σε όλες ονόματα με το συνθετικό «άνδρ-»: Ανδροφίλη, Ανδρονίκη, Ανδροθέα, Ανδρόκλεια, Ανδρομάχη. Με αυτόν τον τρόπο μεταβιβάζει σ’ εκείνες την αγωνία της «αποτυχίας» του. Εύχεται για εκείνες να επιθυμήσουν την απόκτηση πέους! Με αποτέλεσμα να αγοράσει ο ίδιος από το Βερολίνο πέντε ομοιώματα ανδρικών οργάνων εν στύσει. Θα τα φέρει στην Ελλάδα και σε μία αυτοσχέδια γιορτή θα τα κρεμάσει, χάριν αστεϊσμού, ανάμεσα από τα σκέλη των έντρομων θυγατέρων του. Η σεξουαλικότητα των κοριτσιών θα εγκλωβιστεί τόσο από τη μεγαλομανία και το σύμπλεγμα όσο και από τη λατρεία προς τον μονίμως απόντα πατέρα. Στη συνέχεια οι ίδιες θα επιδείξουν εσωστρέφεια. Θα αναλώσουν τη ζωή τους και θα γεράσουν ανέγγιχτες από ανδρικό χέρι, με αμοιβαίες «περιποιήσεις» αιμομικτικών θωπειών. Ερωτισμός που ασφυκτιά.
Ίσως αυτή η ερωτική ασφυξία, σε σχέση με την εντός καταπίεση που υφίστανται οι ηρωίδες μου, να ήταν ο λόγος που προκάλεσε τη συμπάθεια, τη συμπόρευση μαζί τους, την αίσθηση της συμπαράστασης.

Το παρελθόν της Καβάλας στέφεται από τον φωτοστέφανο της αχλής του παρελθόντος της. Το σήμερα ορθώνεται ανελέητο, επιδεικνύοντας ξεδιάντροπα την ασχήμια του. Την οποία, δυστυχώς, αποδεχόμαστε παθητικά και αδιαμαρτύρητα. Δεν φταίει η πόλη, φταίμε εμείς…

 

Κύριε Αξιώτη, επιμένετε να δηλώνετε φανατικά Καβαλιώτης. Ζείτε και δημιουργείτε εδώ από… άποψη. Πρόσφατα, μάλιστα, σε συνέντευξή σας δηλώσατε ότι η Καβάλα «καθορίζει τα γραπτά σας». Πείτε μας λίγα περισσότερα γι’ αυτήν τη σχέση ζωής. Είναι η ίδια η πόλη, η Ιστορία της, είναι οι άνθρωποί της που σας εμπνέουν και σας «κρατούν» εδώ;
Αρχικώς με κράτησαν εδώ οι ανάγκες της οικογένειάς μου. Στη συνέχεια τα παιδιά μου και τώρα τα παιδιά τους. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι, ακόμη κι αν απομακρυνόμουν, για διάφορους λόγους, από την πόλη, η Καβάλα θα συνέχιζε να καθορίζει τα γραπτά μου. Είναι η ίδια η πόλη, οι αλλεπάλληλες επιστρώσεις της ιστορίας της, οι άνθρωποι που συναναστράφηκα, οι παιδικοί φίλοι που με εγκατέλειψαν νωρίς αναζητώντας την τύχη τους στα πέρατα του κόσμου, εκείνοι που αγάπησα, οι άλλοι που αποστράφηκα. Κάποτε πίστευα πως η Αθήνα είναι ο λογοτεχνικός κρόκος του αυγού, πως εκεί συντελούνται τα θαύματα, εκεί οι εκρήξεις και η λάμψη. Με την πάροδο του χρόνου, την εκμηδένιση των αποστάσεων και τη διεύρυνση των μέσων επικοινωνίας, συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν μία πλάνη και ο μύθος κατέρρευσε μέσα μου. Έτσι, με «παγίδευσε» η πόλη μας, κρατώντας με δέσμιο επάνω σε μία «Ξόβεργα με μέλι». Τελευταία, με όσα συμβαίνουν δίπλα μου, εκείνο που φοβάμαι είναι η πιθανή μεταστροφή της αγάπης μου προς αυτήν σε κάτι αρνητικό, που απεύχομαι.

Αν σας ζητούσαμε να συγκρίνετε την Καβάλα της ακμής του Καπνού με την Καβάλα του σήμερα, ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές θα εντοπίζατε. 
Κάθε εποχή έχει τα θετικά και τα αρνητικά της. Η Καβάλα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα. Το παρελθόν της στέφεται από τον φωτοστέφανο της αχλής του παρελθόντος της. Το σήμερα ορθώνεται ανελέητο, επιδεικνύοντας ξεδιάντροπα την ασχήμια του. Την οποία, δυστυχώς, αποδεχόμαστε παθητικά και αδιαμαρτύρητα. Δεν φταίει η πόλη, φταίμε εμείς και η παθητικότητά μας που ανέφερα. Κυρίως οι «ανέμπνευστοι» Άρχοντες που κατά καιρούς τη διοίκησαν. Η ευκολία η λύση και η καταφυγή τους. Λείπει το όραμα που θα εκτιναχθεί, το διαφορετικό που θα ξεχωρίσει, η τόλμη με το ρίσκο της, η δύναμη με τις δοκιμασίες της. Ας τολμήσουν να τους ακολουθήσουμε.

«Ανέμπνευστοι» Άρχοντες κατά καιρούς διοίκησαν την Καβάλα. Η ευκολία η λύση και η καταφυγή τους. Λείπει το όραμα που θα εκτιναχθεί, το διαφορετικό που θα ξεχωρίσει, η τόλμη με το ρίσκο της, η δύναμη με τις δοκιμασίες της. Ας τολμήσουν να τους ακολουθήσουμε…

 

Ας μείνουμε στο σήμερα. Ο τελευταίος χρόνος ήταν για εσάς ιδιαίτερα «παραγωγικός». Κυκλοφόρησαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, τρία βιβλία σας μέσα σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους: η νέα συλλογή διηγημάτων σας «Με χίλιους τρόμους γενναίος» από τις εκδόσεις Κίχλη, η επανέκδοση της συλλογής αφηγημάτων «Το μισό των Κενταύρων» από τις εκδόσεις Επίκεντρο και η επανέκδοση του μυθιστορήματος «Πλωτές γυναίκες» από την Κάπα Εκδοτική, ενώ ήδη πληροφορούμαστε ότι ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει και το νέο σας μυθιστόρημα από οίκο των Αθηνών. Πού οφείλεται αυτός ο… οργασμός;
Αυτός ο… οργασμός είναι μία απάτη, που όμως δεν ξεγελά κανένα, μιας και τα όσα αναφέρατε είναι θέμα συγκυριών. Ουσιαστικά έχω να παρουσιάσω νέα δουλειά μου από το 2010 ! Από την κυκλοφορία, συγκεκριμένα, του μυθιστορήματος Λάθος λύκο. Δύσκολος της γραφής, όπως προείπα. Η συλλογή διηγημάτων Με χίλιους τρόμους γενναίος, αποτελείται από διηγήματα που είχαν γραφεί και πρωτοδημοσιευτεί σε εφημερίδες του Κέντρου, από το 2000 και εντεύθεν, κατόπιν παραγγελίας, γενναιόδωρα αμειβόμενη, τότε! Απλώς, μετά από το επιβαλλόμενο «χτένισμα», τα συστέγασα κάτω από την υποδειγματική επιμέλεια των εκδόσεων Κίχλη, ώστε να μην είναι άστεγα. Το μισό των Κενταύρων και οι Πλωτές γυναίκες, ευτύχησαν την επανέκδοσή τους, κρίνοντας από τους υπεύθυνους των εκδοτικών οίκων Επίκεντρο και Κάπα Εκδοτική ότι… αντέχουν. Τους είμαι ευγνώμων. Τώρα, διατελώ εν αναμονή της κυκλοφορίας του νέου μου μυθιστορήματος. 

Μπορείτε να μας πείτε λίγα πράγματα για αυτό;
Δαιδαλώδες και ανερμήνευτο, με τίτλο Συλλέκτης κάθε μίσους. Σύγχρονο, με κυρίαρχο το πάθος που τυφλώνει, ικανό να οδηγήσει στο έγκλημα. Ο ήρωάς μου κατηγορείται ότι διέπραξε ένα έγκλημα, χωρίς ποτέ να μάθει αν όντως το διέπραξε ο ίδιος. Τη στιγμή που, «μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι, ούτε ο Θεός μπορούσε να ξέρει». Μετά την αποφυλάκισή του θα τον κυκλώσει η φασιστική οργάνωση με την επωνυμία ΧΑΛΚΙΝΑ ΚΡΑΝΗ με ό,τι σημαίνει αυτό.
Αντί άλλων αναφορών, σας παραθέτω, ως δείγμα γραφής, ένα μικρό απόσπασμα από το κεφάλαιο Οι δέκα ζωές του Β.Β.: 


Έχω ζήσει σε ψυχιατρείο, έκανα φυλακή.
Τα ψυχιατρεία είναι γεμάτα από ανεκπλήρωτα όνειρα που κλωτσούν σαν αγέννητα παιδιά. Στη φυλακή παραμένεις άπραγος, σαν σε πυκνή ομίχλη.  Αφήνεσαι να ζήσεις σε έναν κόσμο που ταπεινώνει, περιφρονεί, που εξευτελίζει.
Ήμουν ένας δολοφόνος που το Κράτος με τιμώρησε σε μακροχρόνιο εγκλεισμό. Τον πρώτο καιρό έκανα βασανιστικές σκέψεις. Σκεφτόμουν πυκνά δάση, γαλήνιες θάλασσες, έναν κρυμμένο κολπίσκο στη θάλασσα όπου κολυμπούσαμε με την Άννα γυμνοί. Ποθούσα την Άννα, μέχρι τη στιγμή που τη θέση της κατέλαβε η Βέρα. Έκανα έρωτα μαζί της την ίδια στιγμή που ονειρευόμουν όλες τις γυναίκες του κόσμου. Υπέφερα τα βασανιστήρια των κολασμένων. Αισθανόμουν παγιδευμένος σε ’κείνη την θερμοκοιτίδα, με την ικανοποίηση πρόστυχων φαντασιώσεων. Ξόδευα απεριόριστο χρόνο στο να γεμίζω το κεφάλι μου με εικόνες γυμνών γυναικών, όμορφων γυμνών γυναικών, αναρίθμητων όμορφων γυμνών γυναικών. Κατά τα άλλα δεν άλλαξα καθόλου. Ή μάλλον άλλαξα. Έμαθα την υποκρισία, τη γλοιώδη δουλοπρέπεια, το κάρφωμα ∙ τον αυνανισμό και άλλες ανηθικότητες, εκτός από εκείνες που είχα.


Πλωτές γυναίκες

Συγγραφέας: Διαμαντής Αξιώτης
ISBN: 978-618-5191-67-2
Σχήμα: 14 εκ Χ 21 εκ
Σειρά: Ελληνική Λογοτεχνία
Τιμή: 17 €
Σελ: 392