Οσκηνοθέτης, στιχουργός, συγγραφέας και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και του Φεστιβάλ Φιλίππων έχει πάρει τα βουνά για να δει τι γίνεται στους κάμπους. Ή αλλιώς πιστεύει πως του κάνει καλό η απόσταση από την Αθήνα…
Την τελευταία φορά που τον είδα φορούσε ένα καπέλο της ερήμου και κυκλοφορούσε τα ζεστά απογεύματα του Ιουνίου στον Εθνικό Κήπο. Δεν ήταν μόνος του αλλά μαζί με την Ελένη Κοκκίδου, το Θανάση Δήμου κι ένα τσούρμο θεατών που ακολουθούσαν πιστά τα βήματα τους στην επιτυχημένη περιπατητική παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών.
Γενικά, δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις το Θοδωρή Γκόνη. Πότε στην Αθήνα, πότε στην Καβάλα. Πότε στο θέατρο και τη σκηνοθεσία, πότε στα τραγούδια, στα βιβλία, πότε στη διοίκηση του Φεστιβάλ Φιλίππων και του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας. Η αλήθεια είναι πως ο Θοδωρής Γκόνης βρίσκεται όπου βρίσκονται «οι επίμονες αγάπες του».
Λάτρης της γλώσσας – είτε τη μιλάει, είτε τη γράφει είτε την αναδεικνύει ως θεατρικό λόγο – των ποιητών, της μουσικής, των βιβλίων, των μεγάλων έργων, των ηθοποιών. Τέτοια εποχή όλα αυτά ζουν και ζωντανεύουν γύρω του στην πόλη της Καβάλας. Κι έτσι, σηκώνει το τηλέφωνο και ομολογεί πως νιώθει ευγνώμων «γιατί σε αυτό το γήπεδο – δεν είναι και το Μαρακανά – μου δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσω μερικά πράγματα και να συναντηθώ με όσα αγαπώ».
Δέκατη χρονιά φέτος στην Καβάλα. Τι ρόλο έχει παίξει το Φεστιβάλ των Φιλίππων στην πορεία σας;
Θα ήμουν αγνώμων αν δεν αναγνώριζα ένα κέρδος για την ψυχή μου. Ανήκω σ’ εκείνους που πιστεύουν πως πατρίδα μας είναι ο τόπος όπου εργαζόμαστε. Η Καβάλα, επομένως, είναι μια πατρίδα για μένα. Από την αρχή προσπάθησα μαζί με τους συνεργάτες μου να υιοθετήσουμε μια δική μας ματιά, μια τοπική περιορισμένη καλλιέργεια. Να έχουμε τη δική μας οπτική για το τι σημαίνει φεστιβάλ, χωρίς να είμαστε περίκλειστοι αλλά να συνομιλούμε, να έχουμε ανοιχτούς ορίζοντες. Βεβαίως, δεν είναι εύκολο να διοικείς ένα δημόσιο οργανισμό και να κάνεις πάντα αυτά που θέλεις – τις περισσότερες φορές κάνεις αυτά που πρέπει. Για να μην πω ότι τις περισσότερες φορές έχει σημασία να κάνεις αυτό που πρέπει κι όχι αυτό που μπορείς. Αλλωστε, από τα απραγματοποίητα σχέδια σου παίρνεις ισχυρά κίνητρα για να συνεχίσεις. Υπόσχεσαι στον εαυτό σου πως την επόμενη φορά θα είναι καλύτερα, χωρίς απαραίτητα να είναι. Ωστόσο, καθώς προσπαθείς να κάνεις ένα καλό φεστιβάλ αξιολογείσαι, όχι στο αποτέλεσμα αλλά στην προσπάθεια. Ισως το να κάνεις ένα καλό φεστιβάλ να μην έχει και πολύ ενδιαφέρον∙ το να προσπαθείς, όμως, να κάνεις ένα καλό φεστιβάλ είναι πολύ ιντριγκαδόρικο.
Μπορεί κανείς να κάνει τη διαφορά στην περιφέρεια;
Τώρα όσο ποτέ. Αρκεί να είναι τολμηρός στις επιλογές του, προσεκτικός με το δημόσιο χρήμα, τσιγκούνης με τις δικές του επιθυμίες και γενναιόδωρος με τις επιθυμίες των άλλων. Και πρέπει να δουλεύει με τη σκέψη για το τι θα αφήσει μετά όλος αυτός ο συνδυασμός. Ένα φεστιβάλ πρέπει να λειτουργεί σαν πατέρας στα πράγματα, να έχει μια εποπτεία πατρική. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν πόλεις στην Ελλάδα, ωραίες και ιστορικές, που μπορεί να έχουν μεγάλη τύχη αν κάποιοι άνθρωποι φανούν προσεκτικοί.
Τι πρέπει να κάνει ένα δημοτικό περιφερειακό θέατρο κατά τη γνώμη σας;
Να έχει τη δική του προσωπική ματιά. Να παράγει και ταυτόχρονα να συνομιλεί. Να θέλει να κάνει τα δικά του λάθη και να έχει τα δικά του ελαττώματα. Να έχει τη ντοπιολαλιά του. Αν το «λάμδα» προφέρεται πιο παχύ στο Βορρά δεν πρέπει να το φοβηθούμε, ούτε να το εμπορευόμαστε. Για παράδειγμα, η παράσταση που κάναμε το χειμώνα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά∙ μιλούσε για τον τόπο χωρίς γραφικότητες. Στο Φεστιβάλ Φιλίππων θέλουμε να είμαστε τοπικοί, όχι τοπικιστές. Να μην ξεκόβουμε από τις ρίζες του τόπου.
Πότε σταμάτησαν να σας μπλοκάρουν οι μικροπολιτικές της περιφέρειας;
Πάντα υπάρχει αυτό το εμπόδιο. Πάντα υπάρχουν οι υπάλληλοι, οι γραφειοκράτες που δυσκολεύουν τα πράγματα – συνήθως από φόβο. Αντιδρούν στο φόβο του καινούργιου πράγματος, στο φόβο να νιώσουν μειονεκτικά απέναντι σε κάτι που δεν ξέρουν. Εκεί χρειάζεται ένας καλός πολιτικός προϊστάμενος για να διευκολύνει τη συνθήκη. Ευτυχώς, στην Καβάλα η δήμαρχος Δήμητρα Τσανάκα «έβαλε πλάτες». Πάντως, ως καλλιτεχνικός υπεύθυνος πρέπει εκπαιδευτείς και σε αυτό. Περνάς από 40 κύματα, μετά μαθαίνεις να τα μετράς και στο τέλος αποκτάς μια σοφία· συνειδητοποιείς ότι δεν σου φταίνε οι άλλοι κι ας έχουν άδικο. Εφόσον είσαι υπεύθυνος ενός μεγαλύτερου πράγματος πρέπει να προσπερνάς τα μικρά, να βρεις τρόπο να τα διαχειριστείς πρακτικά. Με βοήθησε πολύ η σκέψη ότι διαχειριζόμουν κάτι μεγαλύτερο από μια παράσταση, μια σκηνοθεσία, ένα τραγούδι. Κράτησα αυτές τις σκέψεις στην κάμαρα μου, όπου ποτέ δεν αισθάνθηκα μόνος: Είχα, πάντα, μαζί μου ένα τραγούδι, ένα βιβλίο για συντροφιά. Από εκεί εξάλλου έπαιρνα και το κουράγιο για να βγω έξω και να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες.
Τι σας κρατάει παρά τις δυσκολίες σε αυτή τη θέση;
Δεν χρειάζεται να επιτυγχάνεις για να συνεχίζεις. Συνεχίζεις ωραιότατα και αποτυγχάνοντας. Όπως λέει και μια θυμοσοφία «δεν έχω ανάγκη να ελπίζω για να επιχειρώ, ούτε να επιτυγχάνω για να επιμένω». Από την άλλη, για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, κινούμαστε σε ένα πνευματικό χώρο, υπάρχει περίπτωση κανείς να μην έχει κέρδος από μια τέτοια ενασχόληση; Αυτό δεν σημαίνει ότι κάνοντας αυτή τη δουλειά, παρουσιάζομαι με τα πνευματικά μου ρούχα αλλά παρουσιάζομαι με τα ρούχα της δουλειάς. Η δυσκολία είναι, άλλωστε, ένας λόγος για να σκύψεις και να δουλέψεις. Όπως λέει και ο Σεφέρης στα «Ημερολόγια» του, προκειμένου κανείς να κάνει κάποια πράγματα σε ένα συγκεκριμένο τόπο είναι δίκαιο να αντέξει κι όλες τις αθλιότητες του κόσμου.
Τι θα θέλατε να εισηγηθείτε στην υπουργό Πολιτισμού αναφορικά με τα ΔΗΠΕΘΕ;
Τα ΔΗΠΕΘΕ πρέπει να ξαναλειτουργήσουν. Αυτή τη στιγμή, κάποια ΔΗΠΕΘΕ – που επαφίενται στη διάθεση κάποιου δημάρχου – λειτουργούν. Εννοείται πως αυτό δεν είναι αρκετό γιατί η λειτουργία αυτή μοιάζει με έκλαμψη ή κρότου λάμψη. Κι επίσης, κανείς δήμαρχος δεν ξέρει πως να λειτουργήσει ένα θέατρο. Επομένως, το υπουργείο οφείλει να χαράξει μια εθνική πολιτική πάνω στα ΔΗΠΕΘΕ. Προς το παρόν δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει, κάθε φορά αλλάζει τις προγραμματικές συμβάσεις, η γραφειοκρατία είναι αδιανόητη και τελικώς περιοριζόμαστε σε καλές προθέσεις που δεν υλοποιούνται, σε προγράμματα που δεν αξιολογούνται, σε μια κατάσταση όπου όλα μπαίνουν στον ίδιο ντορβά. Δυστυχώς είμαστε πολύ πίσω κι όλοι βολεύονται με μερικές επιχορηγήσεις παραπάνω. Κανείς δεν τολμάει να προτείνει μια ουσιαστική λύση, να μηδενίσει και να αρχίσει από την αρχή όσο κι αν είναι δύσκολο κι επώδυνο. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως η οδύνη είναι ομοιοκατάληκτη της ευθύνης.
Σε ό,τι σας αφορά αναλαμβάνετε κι άλλες ευθύνες επεκτείνοντας τις δραστηριότητες του Φεστιβάλ. Τι συμβαίνει στο εργαστήρι αρχαίου δράματος;
Και πέρυσι και φέτος λειτουργούμε ένα camp στις Κρηνίδες όπου τα παιδιά αφιερώνονται ολοκληρωτικά σε αυτό, είναι φυλακισμένα σε αυτή τη γλυκιά φυλακή για τη μελέτη του αρχαίου δράματος. Αυτό το καλοκαίρι μάλιστα, το υπουργείο Πολιτισμού μας έδωσε για πρώτη φορά κάποια χρήματα καθώς μπήκαμε στο διεθνές δίκτυο αρχαίου δράματος του ΥΠΠΟ και μπορέσαμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα: Να καλέσουμε το Γιάννη Καλαβριανό που θα ανεβάσει τον «Βελλεροφόντη» τη Γεωργία Μαυραγάνη που θα κάνει «Προμηθέα δεσμώτη» ενώ που θα ανεβάσω τον «Οιδίποδα» με πρωταγωνιστή το Θέμη Πάνου. Επί 23 μέρες στους Φιλίππους δουλεύουμε σε ένα φοβερό περιβάλλον πάνω στο αρχαίο δράμα και φέτος, νομίζω πως το κάνουμε πιο οργανωμένα. Ταυτόχρονα, ετοιμαζόμαστε για τη Νέα Υόρκη με τον «Ιωνα», μια παράσταση προέκυψε από την περσινή σοδειά.
Είδατε ποτέ το Φεστιβάλ Φιλίππων και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας σαν μια πρόβα για μια διοικητική θέση σε μεγαλύτερο θεσμό;
Όχι. Κι επειδή έρχομαι στο θέατρο από έναν άλλο δρόμο δεν είχα δει ποτέ τον εαυτό μου σε μια τέτοια θέση. Στο θέατρο βγήκα από το χώρο της λογοτεχνίας. Από εκεί έρχομαι, αν υπάρχει κάποια σκόνη στα παπούτσια μου προέρχεται από εκεί. Αρχικά, είχα ένα φόβο που τον ξεπέρασα ομοιοπαθητικά. Τόσο το Φεστιβάλ όσο και ο θεατρικός χώρος συνολικά ήταν για μένα ένα πολύ μεγάλο άλμα. Σήμερα νιώθω τυχερός που προέκυψαν στο δρόμο μου αν και πιστεύω πως η τύχη δεν είναι μια ουρανοκατέβατη κατάσταση∙ πρέπει κανείς να είναι σε σύνδεση με κάτι ώστε κάποια στιγμή θα εκτεθεί σε αυτό. Από τύχη, λοιπόν, βρέθηκα εδώ και είναι τύχη να δυσκολεύομαι ακόμα.
Έχετε κάνει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή στην Τέχνη με πολλούς ελιγμούς και συνθέσεις.
Ομολογώ πως δεν το πολυσκέφτηκα. Δεν είχα στρατηγική, σχέδιο ή μέθοδο παρότι θαυμάζω τους ανθρώπους που εφαρμόζουν μια μέθοδο στη δουλειά τους. Εγώ πάλι λειτουργούσα σαν το σκύλο σ’ έναν άγνωστο τόπο: Έκοβα βόλτες, οσμιζόμουν και πάντα κάτι ανακάλυπτα. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν βρίσκομαι στην Καβάλα με παρέα συχνά αισθάνομαι την ανάγκη να φύγω. Κι όταν άλλοι με ρωτούν «που πας;» εγώ απαντώ «πάω βόλτα το σκύλο». Ε, ο σκύλος είμαι εγώ.
Και τι σας κάνει να… κουνάτε την ουρά σας περισσότερο σε μια βόλτα στην Καβάλα;
Η Καβάλα είναι μια πόλη που μου θυμίζει την πατρίδα μου, το Ναύπλιο και όπως κάθε τέτοια ιστορική πόλη νομίζω πως είναι φτιαγμένη από τις σκιές της. Οι νεκροί, το παρελθόν δίνουν τον τόνο σε μια πόλη∙ οι γωνιές, οι χώροι, τα κτίρια. Οι σκιές των περασμένων πραγμάτων είναι πολύ πιο ζωντανές από εμάς. Εμεί δεν έχουμε παρά να βρούμε τρόπους ώστε να ξαναφορέσουμε τα ρούχα μιας πόλης. Γιατί τις περισσότερες φορές έντρομοι συνειδητοποιούμε ότι τα μοντέρνα μας ρούχα ήταν στην ντουλάπα των παππούδων μας.
Σας λείπει η Αθήνα;
Κατεβαίνω τακτικά, η Αθήνα είναι η πόλη που μου άνοιξε τα μάτια. Την αγαπώ και τώρα που είναι σε δύσκολη θέση την αγαπώ περισσότερο. Η παράσταση για τον Εθνικό Κήπο ήταν, απλώς, μια ένδειξη του έρωτα μου.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνετε όταν επιστρέφετε από την Καβάλα στην Αθήνα;
Αφήνω τα πράγματα γρήγορα στο σπίτι και αρχίζω να περπατώ τα βασικά ποτάμια της πόλης, Σταδίου και Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια και στα δύσκολα μέρη της, στην Αγίου Κωνσταντίνου και στην Γ΄ Σεπτεμβρίου μέχρι τη πλατεία Βικτωρίας. Το κάνω σαν τελετουργικό όπως πηγαίνει κανείς να δει μια θεία του στο νοσοκομείο που είναι άρρωστη.
Κατά τα άλλα, έχετε ανάγκη τη σκηνική επιβεβαίωση της Αθήνας;
Έχω ανάγκη να συναντιέμαι με ηθοποιούς. Όπως τώρα έχω μεγάλη χαρά που συναντιέμαι με το Θέμη Πάνου και το Θανάση Δήμου για τον «Οιδίποδα». Μου λείπουν οι ηθοποιοί γι’ αυτά που έχουμε να πούμε. Από την άλλη, μου κάνει καλό και η απόσταση∙ πρέπει να πάρεις να βουνά για να δεις τι γίνεται στους κάμπους.
Για την ώρα φλερτάρετε με κάποια αθηναϊκή σκηνή;
Υπάρχει ένα μεγάλο σχέδιο για την Αθήνα, το οποίο δεν έχει κλείσει ακόμα. Κατά τα άλλα, σχεδιάζουμε την επανάληψη της «Βιογραφίας του πατρογονικού» που πιθανόν θα κατέβει στην Αθήνα αλλά σίγουρα θα παιχτεί στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, με συνεργάτες από την Αθήνα επιδιώκουμε να συνεχίσουμε για τρίτη χρονιά το εργαστήριο αρχαίου δράματος στους Φιλίππους με πιο τολμηρές ασκήσεις. Από εκεί και πέρα, έχω τα γραψίματα και τα τραγούδια μου που εξακολουθούν να με απασχολούν. Τον περασμένο χειμώνα εξέδωσα τα «Επτά λευκά πουκάμισα», ένα βιβλιαράκι στην «Αγρα» και πρόσφατα ο εκδότης μου με ενημέρωσε ότι «τον βάζω σε μπελάδες» αφού εξαντλήθηκαν τα βιβλία της πρώτης έκδοσης. Αυτό αμέσως-αμέσως με καθιστά υπόλογο σε όλους όσοι το αγόρασαν. Όπως υπόλογος νιώθω ήδη και για το επόμενο βιβλίο που δουλεύω· δεν είμαι δα και κανένας σταρ συγγραφέας.
Τι σας ικανοποιεί περισσότερο από όλα όσα έχετε καταπιαστεί;
Με συγκινεί η δύναμη της πρόβας. Και απολαμβάνω τις ώρες που γράφω ένα καλό τραγούδι. Άλλωστε και το τραγούδι μια σκηνοθεσία είναι. Σκηνοθετώ καλύτερα γιατί έμαθα να γράφω τραγούδια∙ η σκηνοθεσία είναι ένα καλό τραγούδι.
Έχετε φιλοδοξία να σκηνοθετήσετε μεγάλα κείμενα;
Θα έλεγα πως έχω την επιθυμία αλλά συχνά βλέπω στους άλλους επιθυμίες που έχουν μόνο πρόσωπο, επιφάνεια και δεν έχουν σπλάχνα, ούτε κάτοψη και βάθος.
Ανήκετε σε εκείνους που τους έλκει η Επίδαυρος;
Έχω μεγαλώσει εκεί, η Επίδαυρος είναι ο τόπος μου. Όμως, το θέμα δεν είναι να πάει κανείς στην Επίδαυρο, αλλά το πως θα πάει. Ένας σκηνοθέτης σαν εμένα έχει ανάγκη μια προετοιμασία δύο ετών τουλάχιστον. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσα να σκηνοθετήσω κάτι για το Φεστιβάλ Επιδαύρου του 2020. Βλέπετε, συμφωνώ με αυτό που έχει πει ένας δάσκαλος του θεάτρου πως «τα μεγάλα έργα είναι καλύτερα να τα διαβάζουμε παρά να τα ανεβάζουμε γιατί ρεζιλεύονται αν δεν υπάρχουν αναστήματα ερμηνευτών». Κι έχουμε ήδη δει αρκετά ρεζίλια στα μεγάλα έργα.
Τελικά, ποια είναι η σχέση σας με το θέατρο;
Το θέατρο είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά η οποία πλέον δεν λειτουργεί επαγγελματικά. Πρέπει να το ξανακάνουμε επάγγελμα αντί για χόμπι. Το θέατρο σου ζητάει να χειριστείς πολλές φορές ανθρώπους παράφορους, ευαίσθητους, σου ζητάει να γίνει δοτικός, τρυφερός κι άλλοτε τιμωρητικός όπως ένας πατέρας. Αυτό μου έμαθαν οι παλιοί μου δάσκαλοι.
Είστε παιδί των δασκάλων σας ή σας έχουν σμιλέψει άλλα βιώματα;
Οπωσδήποτε, είναι παρόντες μέσα μου όσο ποτέ. Κυρίως οι δάσκαλοι που έχουν φύγει από τη ζωή. Θυμάμαι τα λόγια τους, τις εποχές που με μάλωναν ή με αδικούσαν. Οι αδικίες των δασκάλων που με αγάπησαν ήταν τα πιο σπουδαία μαθήματα στη ζωή μου αφού με αδικούσαν για να καταλάβω κάτι. Ήμουν τυχερός κι από δασκάλους αυστηρούς, δασκάλους που καταλάβαιναν ότι δεν χρειαζόμουν την εύνοια τους. Μιλάω για τον Παπαβασιλείου, τον Βογιατζή αλλά και για ανθρώπους έξω από το θέατρο. Δάσκαλος μου υπήρξε και ο σερβιτόρος μου στο Ναύπλιο – ο οποίος σερβίριζε την Παξινού και τον Ωνάση, τον Μικ Τζάγκερ, τον Αλέν Ντελόν και τον Βισκόντι – κι εγώ ήμουν ο βοηθός του. Σημαντική δασκάλα ήταν και η φιλόλογος μου στο Γυμνάσιο. Από πολύ μικρός άρχισα να γέρνω προς τα κάπου. Το θέμα είναι πως θα σε σπρώξει κανείς ή θα σε συγκρατήσει. Οι δάσκαλοι με διδάσκουν καθημερινά και μου υπενθυμίζουν πως δεν ξέρω τίποτα.
Ποιος σας έσπρωξε σε αυτό που είστε σήμερα;
Οι άνθρωποι που σε εμπιστεύονται με έναν τρόπο σε σπρώχνουν. Η εμπιστοσύνη έχει ενέργεια. Αν με εμπιστεύεται κάποιος αποδίδω καλύτερα. Η εγκαρδίωση σε ένα νέο άνθρωπο είναι μια θυρίδα απίστευτου πλούτου.
Αυτή την τακτική εφαρμόζετε ως δάσκαλος;
Προσπαθώ. Από την άλλη αγαπώ και την αυστηρότητα, να είμαι με τους μαθητές μου τρυφερός προς τα μέσα και σκληρός προς τα έξω. Είναι δύσκολες εποχές να διδάσκει κανείς, μακάρι να καταφέρουμε κάτι. Και μακάρι να θυμόμαστε πως κάθε φορά που κατηγορούμε τους νέους δεν μας στοιχίζει τίποτα – εύκολα ξεπέφτουμε στη συμβουλή και στην κριτική. Κάθε φορά που κατηγορούμε τη νέα γενιά είναι σαν να κατηγορούμε τους εαυτούς μας∙ σημαίνει ότι έχουμε μπατιρίσει ως εκπαιδευτές.
Οι διοικητικές υποχρεώσεις λειτούργησαν ποτέ ανταγωνιστικά με την καλλιτεχνική δραστηριότητα; Σας απομάκρυναν από αυτήν;
Κάθε άλλο. Γιατί όποιος επιθυμεί ζωντανά τα ψάρια πρέπει να πέφτει στη θάλασσα να τα πιάνει. Πρέπει να γίνεις και ψαράς, δεν γίνεται τα ψάρια να έρθουν στο πιάτο σου.
Ακούγοντάς σας αναρωτιέμαι αν πάψατε ποτέ να είστε ποιητής.
Έχω ένα πάθος, μια εξάρτηση από τη γλώσσα. Αυτή είναι το ναρκωτικό μου – το πιο καθαρό ναρκωτικό είναι η γλώσσα. Να διευκρινίσω δε, πως δεν είμαι βιβλιοφάγος, δεν πηγαίνω τη ζωή μου στα βιβλία, τα βιβλία τα βάζω μέσα στη ζωή μου. Πιστεύω, δηλαδή, πως η ζωή είναι στο διάλειμμα όχι στην ώρα του μαθήματος. Αν δεν είσαι καλός στο διάλλειμα, δεν μπορείς να παρακολουθήσεις καλά το μάθημα. Νομίζω, λοιπόν, πως δεν ήμουν ποιητής ακριβώς, πιο πολύ έγραφα τραγούδια∙ «γράμματα δεν ξέρω» που λέει και το τραγούδι. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος. Μάλιστα, τώρα κάνουμε έναν ωραίο λαϊκό δίσκο με το Φώτη Σιώτα, με τίτλο «Τα δεύτερα» – λες και τα πρώτα μεγάλωσαν και ήρθε η ώρα για τα δεύτερα.
Η συνέντευξη με τον Θοδωρή Γκόνη συμπεριλαμβάνεται στη σειρά συναντήσεων με επικεφαλής κορυφαίων πολιτιστικών οργανισμών της χώρας.
Πρώτη δημοσίευση: monopoli.gr