Λευτέρης Ξανθόπουλος: Αυτοί που τόλμησαν, μας πήγαν μπροστά…

Μία από τις τελευταίες μεγάλες συνεντεύξεις του αείμνηστου Καβαλιώτη ποιητή και σκηνοθέτη στην Κυριακή Μπεϊόγλου και την Εφημερίδα των Συντακτών

Περπατώντας ώς την Πλατεία Ειρήνης για να συναντήσω τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, σκεφτόμουν σε ποια από όλες τις ιδιότητές του να εστιάσω. Εχω ακόμα στο μυαλό μου -από την ταινία «Καλή πατρίδα σύντροφε» που σκηνοθέτησε στο χωριό πολιτικών προσφύγων Μπελογιάννης της Ουγγαρίας- τη σκηνή με τον βοσκό που επιτέλους παίρνει στα χέρια το πολυπόθητο διαβατήριο της επιστροφής και από τη χαρά του παθαίνει καρδιακή προσβολή.

Εχω όμως φρεσκοδιαβασμένη και την εξαιρετική ιστορία που περιγράφει στον «Αγγελο των πρώτων ημερών» (Γαβριηλίδης).

Ή μήπως μπορώ να αφήσω στην άκρη τον ποιητή, που έγραψε κάποτε στα «Αντίψυχα» (Μετρονόμος): «Το φως μεγαλώνει, τελειώνει ο χειμώνας/ Πέφτουν μέρες, μοναχό μου καλεντάρι/ Βουητό / Βουητό το πέρασμα…»

Ενδεικτικά όλα αυτά. Θα χρειαζόμουν σελίδες για να γράψω το βιογραφικό του. Ευτυχώς με διευκόλυνε ο ίδιος από την πρώτη κιόλας ερώτηση…

Ο «Αγγελος των πρώτων ημερών» έγινε επειδή ο Διαμαντής Αξιώτης, ας είναι καλά, μου ζήτησε ένα κείμενο για την Καβάλα…

Κύριε Ξανθόπουλε, η κάμερα έγινε το «alter ego» σας;
Η ψυχή μου έγινε, όπως και η ποίηση. Αν με ρωτούσαν τι είμαι θα έλεγα ότι είμαι μόνο ποιητής. Ενας ποιητής που κάνει ταινίες.

Πώς προέκυψε η ποίηση;
Από παιδάκι έγραφα. Είχα φάει με το κουτάλι το δημοτικό τραγούδι, στην πραγματικότητα δεν έφυγα ποτέ από αυτό. Η υψηλότερη μορφή ποίησης για μένα. Δεν έχω ζήσει στην επαρχία, είναι βιώματα που πέρασαν από τον πατέρα μου, από συμπεριφορές που δεν ήταν αστικές. Η Καβάλα αναμείχθηκε με το σόι της μάνας μου που έχουν έρθει όλοι από τη Ρωσία, από την Οδησσό. Αυτά όλα είναι τόσο δυνατά μέσα μου. Υπάρχουν σε όλη μου την ποίηση κρυμμένα, και φανερά πολλές φορές. Ο πατέρας μου αριστερός καπνεργάτης του Μεσοπολέμου, από την Καβάλα. Η μάνα μου από οικογένεια δεξιών, μιλούσε για «τον καημένο τον τσάρο που οι μπολσεβίκοι τον εκτέλεσαν». Αυτοί οι δύο κόσμοι συγκρούονταν με έναν ειρηνικό τρόπο μέσα μου κι εγώ έπαιρνα τα καλύτερα.

Ο κινηματογράφος;
Από δεκαέξι χρόνων ήθελα να σπουδάσω σινεμά. Το είπα στο σπίτι και φρίκαραν όλοι. Εδωσα εξετάσεις και μπήκα στη Νομική. Αρχισα να δουλεύω στην τράπεζα. Το να έχει τότε ένα παιδί στην τσέπη του λεφτά ήταν σπουδαίο, με μάγεψε. Ετσι έχασα πολύ χρόνο. Οταν έφτασα στο πτυχίο ήμουν έτοιμος να εκραγώ τελείως. Τα διέκοψα όλα, πήγα στον στρατό, έκανα τη θητεία μου και τελειώνοντας σηκώθηκα κι έφυγα. Εχασα δέκα χρόνια. Στα 26 έκανα την επανάσταση που θα έπρεπε να έχω κάνει στα δεκαοχτώ. Ακόμα αυτόν τον χρόνο προσπαθώ να αναπληρώσω. Από το ’72 που βγήκαν τα «Αντίψυχα» δεν ξανατύπωσα. Το ’81-’82 έβγαλα κάτι, έγραφα όμως συνεχώς.

Πώς ξεκίνησε η αναζήτηση του κινηματογράφου;
Ψάχνοντας. Από την Ιταλία. Μετά πήγα στη Σχολή του Βερολίνου, στη Σχολή του Μονάχου, δεν μου άρεσαν. Πήγα στη Σχολή Βανσέν στο Παρίσι, δεν μου άρεσε. Εμενα για ένα διάστημα και έφευγα. Με το που έφτασα στο Λονδίνο είπα να, εδώ είναι η πόλη μου. Πήγα σε μια από τις καλύτερες σχολές της Ευρώπης, το London Film School. Το ’76 τελείωσα. Ηταν μια τεχνική σχολή. Μαστοράντζες είμαστε όλοι. Αυτά ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Ημουν πάρα πολύ φτωχός, δεν είχα να φάω, τρομερά αδύνατος. Πηγαίναμε με τον Θανάση Σκρουμπέλο, ρώτησέ τον να σου πει, στο Covent Garden, την υπαίθρια αγορά, και έκλεβε μπανάνες και αβοκάντο. Ζούσαμε από τα κλεμμένα. Εκεί που περπατούσαμε έκανε ο Σκρουμπέλος ένα τσακ και έρχονταν ένα μάτσο μπανάνες, και μετά τα αβοκάντο. Ψάχναμε τα σκουπίδια των λαϊκών αγορών, εκεί πετούσαν ό,τι δεν πουλούσαν…

Γιατί ασχοληθήκατε τόσο πολύ με τα ντοκιμαντέρ και όχι με τις ταινίες;
Τα σκέφτηκα όλα αυτά πολλά χρόνια αργότερα. Για να πάρω το πτυχίο μου έπρεπε να κάνω μια εργασία. Ενώ όλοι οι συμμαθητές μου έκαναν μια ταινία fiction εγώ έκανα ντοκιμαντέρ. Ισως ήμουν ο μόνος. Ηταν το ντοκιμαντέρ «Η Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» και πήρα το πτυχίο μου. Αυτό προέκυψε γιατί δύο φορές, στα τέσσερα χρόνια που έμεινα στο Λονδίνο, διέκοψα τη σχολή για οικονομικούς λόγους. Πήγα στη Στουτγάρδη και δούλευα σε εργοστάσιο για να βγάλω τα δίδακτρα. Ημουν εργάτης κανονικός με χαρτιά, σε βαριά βιομηχανία. Πληρωνόμουν με πολλά χρήματα. Εκεί λοιπόν το έζησα από πρώτο χέρι. Επέστρεψα το ’76 και έκανα την «Ελληνική Κοινότητα της Χαϊδελβέργης», ένα ντοκιμαντέρ-σταθμός.

Και η ιστορική πια ταινία «Καλή πατρίδα, σύντροφε» πώς έγινε;

Υπάρχει ένα καταπληκτικό περιστατικό. Συγκινούμαι όποτε το θυμάμαι. Δούλευα στη φάμπρικα, στη Γερμανία, μ’ έναν πολύ ωραίο άνθρωπο, αγράμματο. Κάποια στιγμή ήμασταν στη μέντσα (εστιατόριο) και στο πάουζερ (διάλειμμα) μου λέει: «Ξέρεις Λευτέρη εγώ είμαι τρεις φορές πρόσφυγας. Πρώτη φορά παιδί, έφυγα από τη Σμύρνη, μας διώξανε οι Τούρκοι. Γλίτωσα ευτυχώς. Στον Εμφύλιο, ήμουν στο ΕΑΜ, στον Δημοκρατικό Στρατό. Μετά από τον εμφύλιο κατέφυγα σε μια από τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Δεν άντεξα μ’ αυτά που έβλεπα και πέρασα τα συρματοπλέγματα και βρέθηκα εδώ στη Δυτική Γερμανία. Αρα είμαι τρεις φορές πρόσφυγας». Ηταν ένας άγιος άνθρωπος, τον είχα ηχογραφήσει να ψέλνει μέσα στην Ευαγγελική Εκκλησία του Μάνχαϊμ, που την παραχωρούσαν οι Γερμανοί στους ορθόδοξους κάθε Κυριακή για να κάνουν τη λειτουργία τους. Ανατριχιάζω και μόνο που θυμάμαι αυτόν τον άγιο άνθρωπο, ο οποίος όταν ερχότανε έσκυβε και μου φιλούσε το χέρι. Ποιόν, εμένα, που ήμουν ένα παιδαρέλι! Ταράχτηκα τόσο πολύ μ’ αυτή την τριπλή προσφυγιά και λέω θα πάω στο Μπελογιάννης, ένα χωριό πολιτικών προσφύγων στην Ουγγαρία. Αυτός μου μίλησε πρώτος γι’ αυτόν τον τόπο. Τέλη του ‘70 ήτανε. Εφυγα σαν τρελός, να πάω να δω αυτό που λέγανε Μπελογιάννης. Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Το κόμμα το κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό. Τους χρησιμοποιούσε για διάφορες δικές του «δουλειές». Το ΚΚΕ δεν ήθελε να κάνω αυτή την ταινία.

Και όταν φτάσατε εκεί πώς ήταν τα πράγματα;
Πήγα χειμώνα, με χιόνια και χίλιες δυσκολίες για να περάσω όλα αυτά τα σύνορα. Οταν έφτασα είπα «τέλος, εγώ εδώ θα κάνω ταινία». Πηγαινοερχόμουν στην Ουγγαρία μέχρι το ’79. Τελικά, στέλνω τον Θανάση Σκρουμπέλο να κάνει την πρώτη μεγάλη έρευνα. Μετά πήγα εγώ, έζησα έναν χρόνο εκεί, για να το προετοιμάσω. Δεν μας έδιναν άδεια. Ευτυχώς έπεισα την ελληνική κοινότητα της Βουδαπέστης αλλά και το χωριό να μας βοηθήσουν. Κι έτσι φτιάξαμε το «Καλή πατρίδα σύντροφε». Ηταν ένα «fiction documentary».Ετυχε μεγάλης αποδοχής. Πρόπερσι βγήκε μέσα στις εκατό αντιπροσωπευτικότερες του ελληνικού κινηματογράφου, μαζί με τον «Δράκο», την «Ευδοκία» κι άλλες πολύ σπουδαίες ταινίες. Είναι μεγάλη ικανοποίηση.

Η διαδρομή σας στο σινεμά ακολουθεί διωγμένους, βασανισμένους ανθρώπους…
Η προσφυγιά είναι μέσα στο αίμα μου από το σπίτι μου. Κι από τις δυο μεριές. Γενεές γενεών. Αυτή η προσφυγιά δεν σβήνει. Ακόμα κι αν δεν σου τη λένε. Οπως στο δημοτικό τραγούδι «ξένος εδώ, ξένος εκεί, όπου κι αν πάω ξένος, κι αν πάω και στον τόπο μου κι εκεί ξενιτεμένος…».

Γνωρίζατε καλά τον Μίλτο Σαχτούρη…
Είχα αυτή την πολύ μεγάλη σχέση με τον Σαχτούρη, πριν φύγω από την Ελλάδα. Ηταν πατέρας μου, ήταν φίλος, ήταν παιδί. Πολύ συχνά γινόταν παιδί. Ηταν λιγότερο φίλος. Ο Σαχτούρης δεν σε άφηνε να τον πλησιάσεις πολύ…

«Τον βλέπω και τώρα πάνω από τον ώμο» σας, όπως έχετε γράψει σ’ ένα διήγημα στο «Γάτες αλλού»…
Ο Σαχτούρης με έχει στοιχειώσει. Από την τρομακτική αγάπη που είχα για την ποίησή του…

Ποιος ήταν εκείνος ο στίχος του που σας «αναστάτωσε»;
«Μύριζε πυρετός, κήπος δεν ήτανε αυτός, κάτι παράξενα ζευγάρια περπατούσαν, στα χέρια τα παπούτσια τους φορούσαν…», αυτοί οι στίχοι με τρέλαναν. Το είχα διαβάσει στις «Εποχές» το ’63. Και έτσι άρχισα να αγοράζω Σαχτούρη. Εμαθα πού έμενε, πού σύχναζε και πήγα και τον βρήκα… Δεν μιλούσαμε πολύ. Είχε πολύ ωραίο χιούμορ, του άρεσαν τα ανέκδοτα, τα αστεία. Είχε όμως το βάρος του πολέμου και του Εμφυλίου. Ξέρετε, κάποτε η Ελλάδα είχε πολύ ενδιαφέρον. Τώρα δεν έχει…

Γιατί; Τι εννοείτε;
Αισθάνομαι ότι ζω σε μια λάσπη. Δεν υπάρχουν προοπτικές, όχι για μένα, για τους νέους ανθρώπους. Εχω δύο νέα παιδιά και τα παιδιά μου έχουν φίλους. Μιλάμε συνεχώς. Είναι σε απόγνωση, κουρασμένοι. Εμείς σ’ αυτή την ηλικία πετούσαμε. Η γενιά αυτή έχει πάθει μεγάλη ζημιά.

Ξέρετε, κάποτε η Ελλάδα είχε πολύ ενδιαφέρον. Τώρα δεν έχει…

Ο «Δραπέτης» είναι άλλη μία σπουδαία ταινία σας…
Ηταν η εποχή που έβλεπα τον κινηματογράφο να αλλάζει μορφή διεθνώς. Ηταν στα μαύρα του τα χάλια γιατί είχε εισβάλει η τηλεόραση. Εκλειναν οι κινηματογράφοι ο ένας πίσω από τον άλλον. Ενιωσα ότι αλλοιώνεται η τέχνη μου. Είδα στον «Δραπέτη» λοιπόν αυτό που έγινε όταν ο κινηματογράφος εκθρόνισε το θέατρο σκιών. Βέβαια εγώ το μετέφερα στο ’50. Μάζεψε βραβεία, παίχτηκε σε είκοσι χώρες, πήγε στις Κάνες.

Ήσασταν εκεί, φαντάζομαι;
Τρομερή εμπειρία για μένα. Ηταν sold out. Τρομοκρατήθηκα, μπήκα σε μια κατάμεστη αίθουσα εξακοσίων ατόμων. Δεν μπορούσα να μείνω, πήρα τον διευθυντή φωτογραφίας, τον Ανδρέα Σινάνη, πήγαμε στο μπαρ και πίναμε. Ο «Δραπέτης» όμως με πέταξε έξω οικονομικά. Κόντεψα να πεθάνω, χρωστούσα εκατομμύρια. Ευτυχώς μπήκα στην πρώτη ομάδα που έστησε το Mega Channel το ’89. Επαιρνα πολλά χρήματα και επί χρόνια εξοφλούσα τον «Δραπέτη». Εγραφα και έκανα ντοκιμαντέρ.

Περάσατε από ιδιωτικά κανάλια αλλά κι από την ΕΡΤ…
Από το ’89 στο Mega, δούλεψα για τον ΑΝΤ1, πήγα στην ΕΡΤ για τους Ολυμπιακούς. Είμαι τυχοδιώκτης.

Πώς τον ορίζετε αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Τυχοδιωκτισμός είναι αυτό που έκανα. Δεν έμεινα στην ησυχία μου. Ακολούθησα την περιπέτεια. Ηταν μια φρικτή περιπέτεια η ΕΡΤ τότε. Ολα ήταν έξω απ’ ό,τι ξέραμε ως στελέχη της ιδιωτικής τηλεόρασης. Τελείως διαφορετικό τοπίο. Ηταν τρομερές οι συντεχνίες που υπήρχαν εκεί μέσα.

Τι σχέση έχετε με την πολιτική;
Καμία. Εχω μεγάλη απόσταση από την πολιτική και τους πολιτικούς.

Πολλά από αυτά που έκανε η ιστορική εκπομπή «Παρασκήνιο» στην ΕΡΤ έχουν την υπογραφή σας…
Το «Παρασκήνιο» ήταν η βασική μου δουλειά για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Με τον Λάκη Παπαστάθη εξακολουθούμε να είμαστε καλοί φίλοι. Και με τον Τάκη Χατζόπουλο. Με εμπιστεύτηκαν από την πρώτη στιγμή. Οποιο θέμα ήθελα έκανα, αλλά και κατά έναν περίεργο τρόπο έκανα και παραγγελίες. Υπήρχε μια κοινή αισθητική.

Ποιος είναι ο καλός συνεργάτης;
Αυτός που είναι η προέκτασή σου και είσαι η προέκτασή του. Δίνεις και παίρνεις.

Γιατί δεν μπορεί να γίνει μια εκπομπή σαν το «Παρασκήνιο» σήμερα;
Γιατί τα δίνουν όλοι στους «δικούς τους». Υποφέρει η Ελλάδα συνεχώς από αυτό. Υπάρχει μια τρομερή αστάθεια και αβεβαιότητα. Μια φρίκη που κρατάει πριν από τον Τρικούπη.

Στο βιωματικό βιβλίο σας «Αγγελος των πρώτων ημερών», δεν ήξερα πού σταματά η αληθινή ιστορία και που αρχίζει η μυθοπλασία…
Σε οτιδήποτε κι αν κάνω, είτε ταινία είτε ποίημα είτε βιβλίο, η αφετηρία είναι η ίδια. Η τεχνική αλλάζει. Τίποτα δεν είναι διαφορετικό. Εχω αρκετά τετράδια με σημειώσεις. Ο «Αγγελος των πρώτων ημερών» έγινε επειδή ο Διαμαντής Αξιώτης, ας είναι καλά, μου ζήτησε ένα κείμενο για την Καβάλα. Εφτιαξα ένα κείμενο, το έστειλα στο «Εντευκτήριο». Αυτό το υλικό όμως από την παιδική ώς την εφηβική ηλικία με κυνηγούσε. Οπως με κυνηγούσαν και οι άνθρωποι που είχαν «φύγει», ο πατέρας μου, η μάνα μου, με είχαν στοιχειώσει… Το έγραψα για να ξεφορτωθώ τα φαντάσματα.

Τα ξεφορτωθήκατε;
Οχι. Λίγο μετά την πρώτη έκδοση το ’99 από τον Λιβάνη, αυτοί με ακολουθούσαν ακόμη. Συνέχισα να κρατάω σημειώσεις. Και ήρθε η ευλογημένη στιγμή που το ξαναέβγαλα στον Γαβριηλίδη και πρόσθεσα όσα δεν είχα πει στην πρώτη έκδοση. Είναι ένα βιωματικό βιβλίο. Εχω φτάσει στο σημείο να μην ξέρω αν έγιναν ή δεν έγιναν όσα γράφω. Τα φαντάσματα έφυγαν τώρα. Ο,τι είχε μείνει στην άκρη το έβαλα.

Μετά τις ιστορίες στο «Γάτες αλλού» τι να περιμένουμε;
Το καινούργιο λέγεται «Γάτες παντού». Είναι τριλογία οι γάτες. Θα κλείσει, αν είμαστε καλά και ζούμε, με το «Γάτες πουθενά».

Θα σας κάνω μια πολύ σοβαρή ερώτηση. Γιατί «Οι γυναίκες δεν αγαπούν τη βροχή»; (γέλια) Οπως λέτε σε μια ποιητική συλλογή σας…
Κανένα κορίτσι που είχα τότε δεν αγαπούσε τη βροχή (γέλια). Τσατιζόμουν πάρα πολύ, γιατί όλες δεν ήθελαν να περπατάμε στη βροχή για να μη λασπώσουν οι νάιλον κάλτσες τους. Με είχε τραυματίσει αυτό! Μα να μη θέλουν τη βροχή, και εγώ να τη λατρεύω!…

Εδώ και δύο χρόνια φτιάχνετε μια σπουδαία σειρά ντοκιμαντέρ στην Cosmote TV, το «Αυτοί που τόλμησαν»…
Οι μεγάλες προσωπικότητες «Αυτοί που τόλμησαν» είναι για εμάς τους καθημερινούς ανθρώπους, που ζούμε σήμερα σε αυτόν τον κλυδωνιζόμενο τόπο, περισσότερο ζωντανές και παρούσες από ποτέ άλλοτε. Ο τρόπος ζωής τους, οι πεποιθήσεις τους, οι πράξεις και τα μοναδικά επιτεύγματα στα οποία οδηγήθηκαν οφείλονται στο πείσμα, στην αγωνιστικότητα, στην εργατικότητά τους… Ενδεικτικά αναφέρω τον Ιωακείμογλου που έφερε τη φαρμακευτική στην Ελλάδα, τον Ικκο που έφερε την ενδοκρινολογία, τον Κοτζιά που βρήκε την αντιμετώπιση της νόσου Πάρκινσον, τον ζωγράφο του Καπιτωλίου τον Μπρουμίδη… Αυτοί που τόλμησαν μας πήγαν μπροστά!

Τώρα με τι ασχολείστε εκτός από τις προσωπογραφίες στα ντοκιμαντέρ σας;
Τελειώνω την αλληλογραφία του Γεώργιου Παπανικολάου, σχολιασμένη, τεκμηριωμένη. Τεράστια δουλειά, δέκα χρόνια την κάνω. Είμαι μαγεμένος από τον Παπανικολάου που εκτός από γιατρός είναι και φιλόσοφος. Είχε υπέροχο γραφικό χαρακτήρα και υπέροχα ελληνικά.

Υπάρχει κάποια επιστολή του για το τεστ ΠΑΠ;
Οχι, ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτό ή για τα επιτεύγματά του.

Λείπουν πάντως οι άνθρωποι ή οι ομάδες που ασχολούνται στο έργο τους με τους άλλους κι όχι με τον εαυτό τους…
Υπάρχει μια τρομερή διάσπαση σήμερα, οι άνθρωποι δεν είναι ομάδες, δεν είναι σύνολα. Είναι χαρτοπόλεμος. Δεν μπορούν να βρεθούν, είμαστε κομματάκια κομματάκια που δεν μπορούν να ενωθούν. Ελειψε αυτή η ανάγκη. Ομως θα έρθει πάλι, το βλέπω να έρχεται.

Κύριε Ξανθόπουλε, τελειώνοντας αυτήν τη συνέντευξη θα ήθελα να μου πείτε ποιο είναι το τελευταίο ποίημα που γράψατε…
Το «Ο πατέρας παντού»: «Σηκώνομαι το καλοκαίρι από το κρεβάτι να βρω/τον πατέρα/πίνει τον καφέ του στη βεράντα/τρέχω να τον προλάβω/Βάζω καφέ στο μπρίκι ζάχαρη νερό ανακατώνω/Λίγο πριν πάρει βράση τον κόβω/ όπως μου έχει μάθει εκείνος/ κόφτονα βρε κόφτονα μη σπάσει το καϊμάκι/ φωνάζει από τον κήπο/Ρίχνω τον καφέ στο φλιτζάνι/ βγαίνω έξω ανάβω τσιγάρο και περιμένω/Μονάχα ο σκύλος στα πόδια μου/ Αεράκι θροΐζει στα φυλλώματα /Ο πατέρας περνάει…».


Πρώτη δημοσίευση: 14 Ιανουαρίου 2018, Εφημερίδα των Συντακτών