Θόδωρος Καλλιοντζής: Αυτή είναι η ζωή μου! [συνέντευξη, φωτογραφίες]

Μία εκ βαθέων συζήτηση από το όχι και τόσο μακρινό 2006 με τον Νομάρχη Καβάλας από το αρχείο του ΠΕΡΙωΔΙΚΟΥ - Αδημοσίευτες φωτογραφίες-ντοκουμέντα από το προσωπικό του αρχείο

Τον Σεπτέμβριο του 2006, παραμονές των νομαρχιακών και δημοτικών εκλογών, το ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ κυκλοφόρησε ένα τεύχος-ειδική έκδοση, αφιερωμένο στους αυτοδιοικητικούς που τότε διεκδικούσαν το λαϊκό «χρίσμα» για την ηγεσία της Νομαρχίας και του Δήμου Καβάλας.

Ένας από αυτούς ήταν ο εν ενεργεία και εκ νέου υποψήφιος Θόδωρος Καλλιοντζής ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί δις στο αξίωμα του Νομάρχη ως επικεφαλής στον νομό Καβάλας της παράταξης «Αναγέννηση» [με πρόεδρο της τότε Διευρυμένης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δράμας-Καβάλας-Ξάνθης ή «υπερνομαρχίας» τον Κώστα Τάτση].

Η «πρόκληση» της συνέντευξης εκείνης έγκειτο στο ότι δεν θα περιστρέφονταν γύρω από την τότε πολιτική -και δη την εκλογική- επικαιρότητα, αλλά θα ήταν μία επί προσωπικού και εκ βαθέων «εξομολόγηση» γύρω από τη ζωή του κάθε αυτοδιοικητικού, συνοδευόμενη, μάλιστα, με ανέκδοτες φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του καθενός.

Ο «Νομάρχης» -έτσι αποκαλούσαν όλοι τον Θόδωρο Καλλιοντζή- ανταποκρίθηκε στην πρόκληση και «άνοιξε» το γραφείο του ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο, μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια στο Κοκκινόχωμα, τη φοιτητική ζωή στα Ιωάννινα, τον «έρωτά» του με την πολιτική αλλά και το ποδόσφαιρο, τη «σχέση» του με την Αυτοδιοίκηση

Έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του τεύχους αυτού του ΠΕΡΙωΔΙΚΟΥ, ο Θόδωρος Καλλιοντζής θα κέρδιζε για τρίτη φορά την εκλογική μάχη, «σφραγίζοντας» με την παρουσία του τον θεσμό της Νομαρχίας και κερδίζοντας για πάντα το προσωνύμιο «ο Νομάρχης»

Η ζωή όμως, δυστυχώς, είχε άλλα «σχέδια»… Το βράδυ της Τετάρτης 25 Νοεμβρίου 2020 ο Θόδωρος Καλλιοντζής άφησε την τελευταία του πνοή στο Γενικό Νοσοκομείο Καβάλας όπου νοσηλεύονταν, μετά από πολύμηνη «μάχη» με τον καρκίνο. Ήταν μόλις 63 ετών [διαβάστε περισσότερα εδώ].

Στη μνήμη του «Νομάρχη», το KAVALA POST αναδημοσιεύει τη συνέντευξή του από το 2006 καθώς και όλες τις φωτογραφίες που ο ίδιος είχε παραχωρήσει στο ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, κάποιες από τις οποίες βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας…


Συνέντευξη στον Ιωάννη Κ. Τσίγκα


Η ίδια η δημιουργία είναι που γεμίζει τον άνθρωπο, τον ικανοποιεί όχι μόνο υλικά, αλλά και ηθικά. Ήμουν και είμαι εναντίον της ισοπέδωσης…

Έχω στο μυαλό μου μια εικόνα που είδα πρόσφατα στα τοπικά δελτία ειδήσεων: τον Θόδωρο Καλλιοντζή, Νομάρχη Καβάλας, με περιβολή ποδοσφαιριστή να τρέχει πάνω-κάτω στο γήπεδο σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα… διαφορετικό. Αυτόν της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ενάντια στις Περιφέρειες.
Ναι, ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή. Μας γέμισε όλους με χαρά και μακάρι να είχαμε συχνότερα την ευκαιρία για τέτοιες εκδηλώσεις. Μου λείπει το ποδόσφαιρο και η ξενοιασιά που προσφέρει. Μέχρι πρόσφατα μπορούσα κι εγώ να ξεκλέβω κάποιες ώρες για άθληση, κάποια Παρασκευή απόγευμα ή ένα Σάββατο πρωί, όμως τα τελευταία χρόνια οι αυξημένες υποχρεώσεις μού το επιτρέπουν όλο και σπανιότερα.

Ποδοσφαιριστής από μικρός;
Βέβαια. Μεγαλώνοντας στο Κοκκινόχωμα Καβάλας, όλα τα παιδιά παίζαμε πολύ ποδόσφαιρο και το όνειρό μας ήταν να παίξουμε για την τοπική ομάδα, το «Βυζάντιο», μια ομάδα ιστορική, φορτισμένη με μνήμες και συμβολισμούς. Ήταν ένα όνειρο που εγώ, τουλάχιστον, το πραγματοποίησα.

Πώς ήταν να μεγαλώνει κανείς στο Κοκκινόχωμα;
Ήταν πολύ ωραία. Η ζωή είχε άλλους ρυθμούς, πιο χαλαρούς. Οι άνθρωποι ήταν πιο ζεστοί και δεμένοι μεταξύ τους. Υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Και βέβαια, εικόνες, πολλές όμορφες εικόνες αλλά και μνήμες που μας μετέφεραν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι παππούδες και οι γιαγιάδες του χωριού.

Γυμναστικές επιδείξεις στο Κοκκινόχωμα, 1963. Ο Θόδωρος Καλλιοντζής, δεύτερος από αριστερά.

Ποια είναι η πρώτη εικόνα της ζωής σας που θυμάστε;
Θυμάμαι όταν με πρωτοπήγαν οι γονείς μου στο Νηπιαγωγείο. Το θυμάμαι σαν μια δύσκολη εμπειρία. Δεν ήθελα καθόλου να πάω! Μάλιστα, ήμουν και ιδιαίτερα ζωηρός. Μετά όμως, όταν πήγα στο Δημοτικό, αλλάξανε τα πράγματα άρδην. Θυμάμαι ότι μαζί με κάποιον καλό μου φίλο ήμαστε οι καλύτεροι μαθητές μέσα στην τάξη.

Ο Θόδωρος Καλλιοντζής απαγγέλλει ποίημα σε σχολική γιορτή. Κοκκινόχωμα, 25 Μαρτίου 1964.

Οι γονείς σας πώς έβγαζαν τα προς το ζην;
Ο πατέρας μου έκανε, κατά καιρούς, όλες τις δουλειές του χωριού, πάντα ως ελεύθερος επαγγελματίας. Η μητέρα μου επίσης. Δούλευε σκληρά κι εκείνη κι επιπρόσθετα είχε να προσέχει εμένα και την αδελφή μου. Όλη η οικογένειά μας δούλευε. Σε τέτοιον βαθμό μάλιστα που, κάποια στιγμή, λίγο πριν φύγω για τις σπουδές μου, τους είπα, χαριτολογώντας: «Σ’ αυτό το σπίτι, όλοι δουλεύετε και δεν έχετε χρόνο για να χαρείτε αυτά που βγάζετε. Οπότε, κάποιος πρέπει να τα χαρεί, κι αυτός θα είμαι εγώ!» Αυτό είναι κάτι που ακόμη το θυμάται η μητέρα μου, μέχρι και σήμερα και μου το λέει. Βέβαια, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι, αφού με το που γύρισα από τα Ιωάννινα, απόφοιτος πια, με πτυχίο φυσικού, άρχισα να δουλεύω πυρετωδώς, «με το καλημέρα» που λένε, και να διαβάζω στον όποιο ελάχιστο χρόνο μου απέμενε. Κι αυτό κράτησε για τα επόμενα δέκα χρόνια όπου συνέχισα να παραδίδω μαθήματα σε φροντιστήρια.

Κοκκινόχωμα, 1965. Η οικογένεια Δημήτρη Καλλιοντζή, σε ημέρα εθνικής γιορτής.

Ποιος ήταν ο «αρχηγός» της οικογένειας Καλλιοντζή;
Η μητέρα μου. Μπορεί ο πατέρας να ήταν εκείνος ο οποίος θα έβαζε τις «προτάσεις» στο οικογενειακό τραπέζι, εκείνος που θα έθιγε τα θέματα προς συζήτηση, όμως η ήταν η μητέρα μου που είχε τον τελευταίο λόγο.

Έπαιξε ρόλο η πορεία των γονιών σας στο ελεύθερο επάγγελμα για να πράξετε κι εσείς το ίδιο κι όχι να «μπείτε» κατευθείαν στο Δημόσιο;
Ενδεχομένως. Ο διορισμός ήρθε μετά από μια δεκαετία και η απόφασή μου να μπω στο δημόσιο είχε να κάνει με τις τότε συγκυρίες τόσο τις οικογενειακές, όσο και τις πολιτικές που είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται.

1970

Υπήρξε κάποιο πρόσωπο που σας ώθησε ιδιαίτερα στο να σπουδάσετε;
Δεν θυμάμαι κάποιον ή κάποια συγκεκριμένα. Πάντως στο οικογενειακό μας περιβάλλον υπήρχαν ξαδέρφια ή φίλοι που σπούδαζαν ή είχαν σπουδάσει κι έτσι ο δρόμος των σπουδών δεν ήταν κάτι το πρωτάκουστο για μένα. Ήταν μάλλον δεδομένο από τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου κι έπειτα. Όταν «έδωσα» πανελλήνιες εξετάσεις, ήξερα ότι έγραψα καλά. Παρ’ όλ’ αυτά, επειδή δεν ήθελα να χάσω χρόνο σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά, έφυγα αμέσως για Ιταλία, με στόχο να εξασφαλίσω την εισαγωγή μου σε κάποιο εκεί πανεπιστήμιο. Στην Ιταλία έμεινα για τρεις μήνες, μέχρι που βγήκαν τα αποτελέσματα, έμαθα ότι «πέρασα» στο Φυσικομαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων και έτσι γύρισα στην Ελλάδα.

Ήταν η πρώτη σας έξοδος από την Ελλάδα;
Ναι, η πρώτη.

Πρέπει να σας εντυπωσίασε. Τι το αξιοπερίεργο θυμάστε;
Δεν είχα και ιδιαίτερα πολύ ελεύθερο χρόνο για βόλτες, μια και για ώρες καθημερινά παρακολουθούσα τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο, μάθαινα τη γλώσσα, προσπαθούσα να προσαρμοστώ κτλ. Τα αξιοπερίεργα ήταν πολλά και διάφορα. Εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση όμως ήταν ότι είδα 30χρονους να είναι ακόμα φοιτητές! Αυτό μου φάνηκε αδιανόητο, το να είναι δηλαδή κάποιος 30 χρονών και να σπουδάζει ακόμη. Σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να είχα δημιουργήσει εγώ στα 30 μου χρόνια, τι θα μπορούσα να έχω κάνει. Σαφώς το να σπουδάζω σε αυτή την ηλικία, δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό.

Κοκκινόχωμα, αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Θόδωρος Καλλιοντζής με τη φανέλα του «Βυζαντίου»

Σας τρομάζει ο χρόνος; Έχετε άγχος ότι δεν θα προλάβετε να πραγματοποιήσετε τους στόχους, να εκπληρώσετε τα σχέδιά σας;
Ο χρόνος δεν μου φτάνει ποτέ. Αυτό, νομίζω, συμβαίνει και με όλους τους ανθρώπους οι οποίοι αφιερώνονται με την ψυχή τους σε αυτό που κάνουν. Εγώ έχω αφιερωθεί στο να υπηρετώ τους πολίτες σε τέτοιον βαθμό που, ενδεχομένως, πολλές φορές, να παραμελώ και θέματα άμεσα δικά μου. Για παράδειγμα, εάν ένας πολίτης έρθει και ζητήσει από εμένα τη διευθέτηση κάποιου ζητήματος, θα το πράξω αμέσως και μάλιστα ο ίδιος προσωπικά. Ενώ για κάποια δική μου υπόθεση μπορεί να καθυστερήσω για καιρό, μήνες ή και χρόνια όπως έχει συμβεί.

Πότε αρχίζετε την ενεργό πολιτική δράση;
Αμέσως μόλις πήγα στα Ιωάννινα, έγινα μέλος της ΔΑΠ, της φοιτητικής οργάνωσης. Από την πρώτη κιόλας χρονιά άρχισα να εκλέγομαι και συνέχισα να εκλέγομαι όλες τις επόμενες χρονιές των σπουδών μου εκεί.

Πού αποδίδετε αυτή την αποδοχή στο πρόσωπό σας από τη μεριά των συμφοιτητών σας;
Ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικό άτομο. Είχα τη συνήθεια και τη χαρά να χαιρετώ όλο τον κόσμο, ακόμα και αυτούς που ήξερα λιγότερο ή κάποιος τους οποίους αν και δεν είχα γνωρίσει έβλεπα καθημερινά στα μαθήματα ή κάπου αλλού.  Χαιρετούσα όλο τον κόσμο. Μάλιστα, οι φίλοι μου, με φωνάζαν «βουλευτή», «δήμαρχο» κτλ.! Ήμουν ιδιαίτερα συμπαθής αλλά και συνεπής με τους ανθρώπους.

Μάιος, 1975, σχολική εκδρομή στο Μέτσοβο. Ο Θόδωρος Καλλιοντζής φωτογραφίζεται με γραφικό γέροντα-κάτοικο του χωριού.

Γιατί επιλέξατε να δραστηριοποιηθείτε πολιτικά μέσα από τους κόλπους της ΔΑΠ και όχι κάποιας άλλης φοιτητικής οργάνωσης;
Για τον λόγο ότι οι ιδέες μου συνέκλιναν περισσότερο με αυτές της ΔΑΠ. Πάντοτε πίστευα στη δημιουργικότητα και την ελεύθερη σκέψη του ανθρώπου. Η ιστορία μάς είχε δείξει ότι όπου εφαρμόσθηκαν διαφορετικά καθεστώτα, αυτή η δημιουργικότητα καταπιέστηκε και τα αποτελέσματα δεν ήταν τα καλύτερα και, μάλιστα, αποδοκιμάστηκαν από την πλειοψηφία των πολιτών. Βλέπετε, η ίδια η δημιουργία είναι που γεμίζει τον άνθρωπο, τον ικανοποιεί όχι μόνο υλικά, αλλά και ηθικά. Ήμουν και είμαι εναντίον της ισοπέδωσης. Πώς είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να υπάρχει ένα και μόνο κόμμα, πώς γίνεται να αμείβονται και να παράγουν όλοι το ίδιο, πώς γίνεται να μην υπάρχει η ελευθερία της ιδιοκτησίας, η ικανοποίηση της προσφοράς του ανθρώπου; Πώς γίνεται εξέχοντες προσωπικότητες της κοινωνίας μας (π.χ. επιστήμονες) να ισοπεδώνονται με τους απλούς, ανειδίκευτους εργάτες; Πώς μπορεί όλοι να μπαίνουν κάτω από τις «γραμμές» ενός κόμματος, μην μπορώντας να παρεκκλίνουν από αυτές; Όλες αυτές οι ανησυχίες με ενέταξαν σιγά-σιγά στον πολιτικό χώρο όπου βρίσκομαι, βέβαια σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις και ζητούμενα της εποχής. Τώρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι θέσεις και οι αντιπαραθέσεις έχουν αμβλυνθεί ως αποτέλεσμα της κατάκτησης και της εδραίωσης της δημοκρατίας μας.

Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που σας έκανε να αρχίσετε να σκέφτεστε πολιτικά;
Θυμάμαι ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της Χούντας, ένα ανέκδοτο κατά κάποιον τρόπο, το οποίο με έβαλε για πρώτη φορά σε σκέψεις για το τι θα πει «κομουνιστής», «εθνικόφρων» κτλ. Ήταν κάτι που συνέβη γύρω στο ’69 με ’70. Ο πατέρας μου, εκείνη την περίοδο, βρισκόταν σε αντιπαράθεση με την Κοινότητα του χωριού και τον τότε Πρόεδρο διότι δεν του είχαν δώσει ένα οικόπεδο που δικαιούνταν. Αυτή η αντιδικία ήταν θέμα συζήτησης στο σπίτι συχνά και είχε διαμορφώσει σε εμάς, τα παιδιά, ένα κλίμα αντιπαράθεσης. Κάποια στιγμή ήρθαν στο μαγαζί του πατέρα μου δύο άνθρωποι της Κοινότητας και κόλλησαν δύο διαφημιστικές αφίσες για τον εορτασμό της Ναυτικής Εβδομάδας. Εγώ, με το παιδικό μου μυαλό, συνέδεσα το γεγονός με το όλο κλίμα αντιπαλότητας που είχε διαμορφωθεί και τις έσκισα! Αμέσως μόλις αυτό έγινε αντιληπτό, ήρθαν αστυνομικοί και πήραν τον πατέρα μου –ο οποίος δεν γνώριζε τίποτε- και τον οδήγησαν στο Τμήμα για ανάκριση. Όταν γύρισε, μετά από πολλές ώρες, είπε αγανακτισμένος: «Μα, καλά, τι με πήρανε εκεί μέσα. Κομουνιστής είμαι;» Τότε, άρχισα κι εγώ να σκέφτομαι για το ποιοι είναι οι κομουνιστές, γιατί τους κυνηγάει το κράτος κτλ.

Κι όμως, το περιστατικό αυτό δεν λειτούργησε στο να «συμπαθήσετε» τους «κατατρεγμένους» Κομουνιστές, αλλά στο να διαμορφώσετε μιαν άλλη άποψη…
Σαφώς, γιατί ό,τι είχα ακούσει για τους Κομουνιστές ήταν αρνητικό. Μπορεί οι άνθρωποι να είχαν την ιδεολογία τους, να έκαναν τον δικό τους αγώνα, όμως η κυρίαρχη άποψη που επικρατούσε στον κόσμο και στους απλούς ανθρώπους ήταν αρνητική. Ακόμα και κάποιοι οι οποίοι επισκέφτηκαν τότε τις χώρες του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ, γύρισαν με τις χειρότερες εντυπώσεις.

Η εποχή που αρχίζετε να δραστηριοποιείστε πολιτικά μέσα από τη ΔΑΠ στο πανεπιστήμιο, η Μεταπολίτευση, ήταν μια εποχή που, όπως έχει πει κι ο Σαββόπουλος, «εάν δεν ήσουν αριστερός, δεν μπορούσες να βρεις γκόμενα». Κι όμως, εσείς δεν ενδώσατε στη «μόδα» της εποχής.
Εγώ αντέδρασα σε ένα γενικότερο κλίμα εκφοβισμού, ακόμα και τραμπουκισμού, θα έλεγα, προς κάθε μη αριστερό ή μη κομουνιστή. Μια ιδεολογική, αλλά και ψυχολογική τρομοκρατία! Εγώ δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να με εκφοβίζει και να με τρομοκρατεί, γι’ αυτό και συμμετείχα, δίχως δεύτερη σκέψη.

Απρίλιος, 1981. Ο νεοσύλλεκτος Θόδωρος Καλλιοντζής στο Κέντρο Εκπαίδευσης Μπαλάσκα στον Πειραιά

Θυμάστε την πρώτη σας ομιλία πολιτικού περιεχομένου;
Ναι. Ήταν όταν ήμουν πρωτοετής και μάλιστα, στην πρώτη συνέλευση του έτους. Θυμάμαι ότι οι αριστερές δυνάμεις ήθελαν τότε να εκδιώξουν κάποιους καθηγητές από το Πανεπιστήμιο, με τη δικαιολογία ότι ήταν «χουντικοί» και πρότειναν σε όλους μας να απέχουμε από τα μαθήματα των συγκεκριμένων καθηγητών. Πέρα από το αμφίβολο της κατηγορίας αυτής (ειρωνικά, κάποιοι από τους συγκεκριμένους καθηγητές διέπρεψαν πολιτικά, μετά από χρόνια, μέσα από τον χώρο της Αριστεράς!), εγώ ήμουν αντίθετος γενικότερα με το θέμα των αποχών, μια και είχαν ήδη χαθεί πολλές χρονιές στο παρελθόν με αποτέλεσμα το πρόγραμμα των σπουδών να πηγαίνει πίσω. Θεωρούσα ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος επίλυσης αυτού του τύπου των διαφορών και όχι να σταματάει η διαδικασία της εκπαίδευσης. Ήταν μια θυελλώδης συνεδρίαση. Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα να παρέμβει η ΔΑΠ, κανένας από τους παλιότερους δεν ήθελε να μιλήσει. Άλλοι φοβόντουσαν, άλλους δεν τους άφηναν οι γονείς τους. Όταν έφτασαν σε μένα, εγώ –αν και φοβόμουν επίσης μια και δεν είχα ξανακάνει κάτι παρόμοιο– δεν ήθελα να παραδεχθώ ότι φοβάμαι να μιλήσω για κάτι που ούτως ή άλλως πίστευα. Κι έτσι ανέβηκα στην έδρα. Αυτή μου η πράξη θεωρήθηκε κάτι ως ηρωισμός μέσα στους κύκλους της ΔΑΠ και είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσω τις ψήφους των υπολοίπων στις επόμενες εκλογές.

1982, ο Θόδωρος Καλλιοντζής λίγο πριν απολυθεί από το Ναυτικό.

Με την επιστροφή σας από τα Ιωάννινα, συνεχίζετε την ενασχόληση με την πολιτική;
Όταν τελείωσα και από τον στρατό και γύρισα, πήγα αμέσως στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας στην Καβάλα, το φθινόπωρο του ’83. Τότε, μάλιστα, ο Μίμης ο Χριστοφιλογιάννης μού έκανε και την πρόταση να αναλάβω την ΟΝΝΕΔ μετά την αποχώρηση του Μανώλη Φραντζεσκάκη, αλλά εγώ δεν είχα χρόνο γιατί είχα τα μαθήματα στα φροντιστήρια που μου έπαιρναν πολύ χρόνο. Πήγαινα όμως σχεδόν κάθε εβδομάδα στην καθορισμένη συνάντηση των επιστημόνων-στελεχών του Κόμματος, οπότε δεν έχασα την επαφή μου. Μέχρι που το ’88 μου πρότειναν να θέσω υποψηφιότητα για Νομαρχιακός Σύμβουλος στην Επαρχία Παγγαίου όπως κι έκανα. Εκλέχθηκα τότε και συνέχισα να εκλέγομαι ανελλιπώς για τα επόμενα δέκα χρόνια.

Πώς ήταν αυτή η πρώτη σας επαφή με την Τοπική Αυτοδιοίκηση;
Αμέσως ανέλαβα ενεργό δράση. Αφιέρωσα όσο ελεύθερο χρόνο είχα στη διάθεσή μου στο να επισκέπτομαι τα χωριά, να ενημερώνομαι από τους κατοίκους για τα προβλήματά τους, ακόμα και να ενημερώνω τα μέλη των τοπικών συμβουλίων για τα τεκταινόμενα στο Νομαρχιακό Συμβούλιο, μια και οι ίδιοι, όντας ανενημέρωτοι, ένιωθαν αποκομμένοι από τα κέντρα εξουσίας. Όσο μπορούσα, βοήθησα την κατάσταση δείχνοντας ουσιαστικό ενδιαφέρον. Κι αυτό είναι κάτι που εκτιμήθηκε από όλους. Όταν το ’94 ξεκίνησε ο θεσμός του αιρετού Νομάρχη, με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, ήμουν από τις λίγες φωνές «υπέρ». Βέβαια, σχεδόν αμέσως μετά τη θεσμοθέτηση του αιρετού Νομάρχη, ξεκίνησε –παραδόξως μέσα από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ– μια «πολεμική» ενάντια στον θεσμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί το κύρος των αιρετών του θεσμού στα μάτια του κόσμου ο οποίος έπαιρνε το μήνυμα ότι, ενδεχομένως, και να καταργηθεί. Άρα καταλαβαίνετε, ότι για όλους εμάς που δημιουργήσαμε και πολιτευθήκαμε μέσα σε αυτό το κλίμα της αμφισβήτησης, ήταν ένας πραγματικός άθλος. Κι αν καταφέραμε να χαίρουμε σήμερα της εκτίμησης του κόσμου, ήταν πραγματικά μέσα από την προσφορά και το έργο μας. Βέβαια, πρέπει να πω ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, μια και η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει ενισχύσει τον θεσμό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, δείχνοντας έμπρακτα –και μετά το Συνέδριο της 4ης και 5ης Δεκεμβρίου του 2004– ότι πιστεύει σε αυτόν. Ενισχύοντας η Κυβέρνηση οικονομικά τις νομαρχίες, ικανοποιώντας το σύνολο των οικονομικών αιτημάτων μας, μας έλυσε πραγματικά τα χέρια, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να παρέμβουμε άμεσα σε πολλά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο νομός και να μην εξαρτιόμαστε μόνο από τα ευρωπαϊκά προγράμματα τα οποία, ως είναι γνωστό, είναι χρονοβόρα στην εκπόνηση αλλά και την εκταμίευσή τους.

Μήπως όμως ο πολίτης νιώθει τον Δήμαρχο πιο κοντά του;
Ο Δήμαρχος μπορεί να λύσει κάποια μικροπροβλήματα των πολιτών, αλλά η Νομαρχία, ουσιαστικά, χειρίζεται το 70% των ζητημάτων που αφορούν άμεσα στους πολίτες.

Ο Θόδωρος Καλλιοντζής, κρατώντας στα χέρια τον γιο του, Δημήτρη.

Πώς νιώθει ο Νομάρχης όταν καθημερινά έξω από το γραφείο του περιμένουν δεκάδες πολίτες για να του θέσουν προσωπικά ή και συλλογικά αιτήματα;
Από την πρώτη μέρα που ανέλαβα τη Διοίκηση της Νομαρχίας Καβάλας, ήμουν απόλυτα προετοιμασμένος. Η δεκάχρονη θητεία μου ως Νομαρχιακός Σύμβουλος με είχε βοηθήσει στο να αφομοιώσω τα προβλήματα του τόπου και μου έμενε απλά να εξοικειωθώ με τις αρμοδιότητες του Νομάρχη (με τη στενή διοικητική έννοια). Τα τελευταία χρόνια, η πόρτα του γραφείου μου είναι πάντα ανοιχτή. Δεν κλείνει ποτέ, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (όταν πρέπει να μιλήσω π.χ. με κάποιον Υπουργό, σε κάποια συνέλευση κτλ.). Βέβαια, κάθε πρωί, όταν ξυπνάω και πίνω τον καφέ μου, σκέφτομαι ήδη ποιες δουλειές πρέπει να δω μόλις κατέβω στο γραφείο. Όμως, ο κόσμος που με περιμένει έξω, συνήθως με καθυστερεί και τις περισσότερες φορές φτάνει το μεσημέρι κι εγώ δεν έχω προλάβει ακόμα να δω τίποτε από όσα είχα στο νου μου. Γι’ αυτό και είμαι πάντα ο τελευταίος που θα φύγει από το γραφείο και πολλές φορές κατεβαίνω και το απόγευμα. Με αποζημιώνει όμως ο κόσμος. Απολαμβάνω, νομίζω, την εκτίμηση και την αποδοχή από την ευρεία πλειοψηφία του κόσμου. Βέβαια, αυτή η υψηλή αποδοχή, δημιουργεί και επιπρόσθετες ευθύνες. Και οι ευθύνες είναι απέναντι στον εαυτό σου κυρίως, να μην απογοητεύσεις αυτό τον κόσμο που σε πιστεύει και ελπίζει σε εσένα.

Πιστεύετε ότι η δημόσια εικόνα σας άγεται και από άλλους παράγοντες, ενδεχομένως πέρα και από τη δική σας θέληση;
Πιστεύω ότι την εικόνα μου, από το ξεκίνημα της θητείας μου μέχρι και σήμερα την έχω διαμορφώσει εγώ. Βέβαια, έχω χτυπηθεί κι εγώ –όπως και όλα τα πολιτικά πρόσωπα– από την ιδιοτέλεια, τη συκοφαντία, τη ζήλεια κτλ. Όμως, έχω καταφέρει να περάσω στον κόσμο τις προθέσεις μου. Βέβαια, με πολύ κόπο και αγώνα. Αν έρθει κάποιος να μου κάνει παρέα για μια ημέρα, από το πολύ πρωί που κατεβαίνω στο γραφείο μέχρι αργά το βράδυ που πάω στο σπίτι για να κοιμηθώ, θα καταλάβει πώς χτίζεται αυτή η εικόνα. Πάντως ένα είναι σίγουρο: δεν θα με ζηλέψει με τίποτα! Ο πολιτικός, βλέπετε, χαίρεται και απολαμβάνει μόνο το βράδυ των Εκλογών (όταν κερδίζει). Τις υπόλοιπες ημέρες ξέρει ότι πρέπει να δουλέψει σκληρά.

Απολαμβάνω, νομίζω, την εκτίμηση και την αποδοχή από την ευρεία πλειοψηφία του κόσμου. Βέβαια, αυτή η υψηλή αποδοχή, δημιουργεί και επιπρόσθετες ευθύνες. Και οι ευθύνες είναι απέναντι στον εαυτό σου κυρίως, να μην απογοητεύσεις αυτό τον κόσμο που σε πιστεύει και ελπίζει σε εσένα…

Αλήθεια, θυμάστε το βράδυ των Εκλογών του 1998, της πρώτης σας εκλογής στη θέση του Νομάρχη Καβάλας;
Βέβαια. Θυμάμαι ότι από τις αγκαλιές, τα φιλιά και τις χειραψίες πονούσε όλο μου το κορμί για μια εβδομάδα!

Ποια ήταν η αγκαλιά που σας έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση;
Ήταν αναμφισβήτητα της κόρης μου η οποία ήταν, τότε, τριών χρόνων. Θυμάμαι ότι μπήκε στο γραφείο και όλος ο κόσμος με αγκάλιαζε και με φιλούσε και εκείνη, νιώθοντας προφανώς παραμελημένη, πήγε και κάθισε σε μια γωνία, κοιτώντας με παράπονο. Η αγκαλιά που μου έκανε όταν τελικά την πλησίασα και την πήρα στα χέρια μου, ήταν αυτή που με γέμισε περισσότερο από όλες!

Κύριε Νομάρχη, σας ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα, εύχομαι το βράδυ των επικείμενων εκλογών να νιώσετε το ίδιο συναίσθημα με εκείνης της βραδιά του ’98…
Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ.

Ο Θόδωρος Καλλιοντζής. Σκίτσο του Κώστα Γκουρτζή, 2009 [Αρχείο Εφημερίδας ΝΕΑ ΕΓΝΑΤΙΑ]