Γιώργος Αλισάνογλου: Το αισθητικό κριτήριο ορίζεται από τον τρόπο που εμείς διαβάζουμε, γράφουμε, προτείνουμε…

Ο Καβαλιώτης εκδότης, ποιητής και ιδρυτής του βιβλιοπωλείου και εκδοτικού οίκου Σαιξπηρικόν μιλάει για το βιβλίο, τη μουσική και την ποίηση, αλλά και για το πώς ο αναγνώστης άθελά του ή εκούσια καθορίζει την ίδια τη χροιά ενός βιβλίου

Στο μεταίχμιο αναμεταξύ δυο κόσμων, αυτόν της ραγισμένης και πολύπαθης Εγνατίας και της στιλιζαρισμένης Τσιμισκή, το βιβλιοπωλείο Σαιξπηρικόν του Γιώργου Αλισάνογλου κατάφερε τα τελευταία 17 χρόνια όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να αναπτυχθεί.

Εδώ δε θα βρεις μόνο βιβλία ποίησης και εκλεκτή λογοτεχνία, που τη διαλέγει ο ιδιοκτήτης του, αλλά και τις περίφημες ομώνυμες εκδόσεις. Με διακριτή μίνιμαλ τυπογραφία και ανοίγματα σε ξένους και Έλληνες ποιητές, ο ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Αλισάνογλου είναι ένα χαμηλών τόνων αγόρι, που μεθοδικά, φιλότιμα, πεισματάρικα και χωρίς να νερώσει τα μποντλερικά, καφκικά, τζεϊμτζοϊσκά και μπεκετικά ιδεώδη, αρνείται να κατεβάσει τα υψηλών προδιαγραφών στάνταρ αυτού του εξαιρετικού εργοταξίου λόγου και γραμμάτων που έστησε.

Γεννημένος πλάνητας, ο αλά Ρεμπό φιλαράκος και εκ Καβάλας ορμώμενος Αλισάνογλου, αφού περιπλανήθηκε στην Αγγλία για σπουδές και μεταπτυχιακά στην Κλινική Ψυχολογία και τις Διεθνείς Σχέσεις, δούλεψε μπαρμάνι στο Νιουκάστλ, πειραματίστηκε με ποστ πανκ μπάντες σαν τραγουδιστής, αλλά επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αντί να διαλέξει μια ζωή με θέα τη νήσο Θάσο, που ο όγκος της απλώνεται απέναντι από τη γενέτειρά του, επέλεξε να βλέπει μόνιμα στο κάδρο της ζωής του τον Θερμαϊκό και τον Όλυμπο.

Το Σαιξπηρικόν άνοιξε το 2005 πάνω στα πρότυπα-ιδέα του παρισινού Shakespeare and Co και πρόσφατα οι εκδόσεις του κυκλοφόρησαν το (δίγλωσσο) Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε σε μετάφραση του Αλισάνογλου και με την αυθεντική εικονογράφηση του Γκιστάβ Ντορέ.

Πρόσφατα, επίσης έπεσαν στα χέρια μου και τα ποιήματα ενός άλλου, σύγχρονου Δανού ποιητή, του Μίκαελ Στρούνγκε, που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. «Τα όνειρά μας μέσα μας τα κουβαλάμε κάτω από το δέρμα. Και αυτά βουίζουν αόρατα ανάμεσά μας. Η ζωή είναι καλειδοσκοπική, τη γυρίζουμε και γίνεται όνειρο».

Παρέθεσα το «Καλειδοσκόπιο» (η συλλογή έχει τίτλο « Η ταχύτητα της ζωής», μετάφραση Σωτήρης Σουλιώτης), γιατί νομίζω πως κάπως έτσι, στα τόσα χρόνια που τον ξέρω, τον συναναστρέφομαι και αλλάζουμε κουβέντες, πορεύεται και ο μεσιέ «Σαιξπήριον» Αλισάνογλου. Ανήσυχα και υπερδημιουργικά, λαμπερά και φωτεινά, το βιβλιοπωλείο και τα παραφερνάλιά του αναβοσβήνουν και εκπέμπουν σαν τα σήματα που στέλνει ένας μικρός φάρος.

Για τη Θεσσαλονίκη, σας διαβεβαιώνω, το Σαιξπηρικόν είναι ένα κόσμημα και μια ασφαλής καταφυγή. Όσο για τη συνέντευξη που ακολουθεί, να ξέρετε πως ξεκινά μεν με το Κοράκι του Πόε, αλλά αναπόφευκτα στη συνέχεια θα ανοίξει και για όλα αυτά που κρατούν τον Αλισάνογλου πάντα στην κόψη, πάντα ανήσυχο, πάντα ζωτικό και συνεχώς τελούντα εν εξάρσει.

H πρώτη καραντίνα μου έδωσε τον χρόνο να ξεκινήσω τους πειραματισμούς με μια νέα «ανάγνωση» του ποιήματος του Πόε

Πόσο καιρό σε τυραννούσε η ιδέα να μεταφράσεις το Κοράκι; Ή μήπως ξύπνησες ένα πρωί και απλά είπες ας το κάνω;
Η αλήθεια είναι πως η ιδέα μιας νέας μεταφραστικής απόπειρας αυτού του σπουδαίου αφηγηματικού ποιήματος τριγυρνούσε στο μυαλό μου εδώ και χρόνια. Νομίζω πως καμία από τις μεταφράσεις που προηγήθηκαν από σημαντικούς ποιητές και μεταφραστές στον 20ό αιώνα δε χρησιμοποιεί το «τροχαϊκό οκτάμετρο», το μέτρο δηλαδή που χρησιμοποιεί ο Πόε στο πρωτότυπο. Οι τρεις πρώτοι στίχοι της κάθε στροφής διατηρούν μια χαλαρή εσωτερική ομοιοκαταληξία, ενώ οι τρεις τελευταίοι δημιουργούν ομοιοκαταληξία στο τέλος κάθε στίχου, καταλήγοντας στο «Ποτέ πια» (=nevermore). H πρώτη καραντίνα μου έδωσε τον χρόνο να ξεκινήσω τους πειραματισμούς με μια νέα «ανάγνωση» του ποιήματος αναζητώντας μια μορφή ευταξίας και πειθαρχίας προς μια νέα «φιλοσοφία της σύνθεσης» ενός κλασικού ποιήματος που κινείται, μεταβάλλεται, αναδημιουργείται, εξελίσσεται μέσα στον χρόνο αισθητικά, λυρικά, ηχητικά, εναρμονισμένο πάντα στην εποχή του στην κάθε δυνατή εποχή.

Ο αφηγητής θρηνεί τον χαμό μιας Ελεονόρας. Το κοράκι σε όλες τις ερωτήσεις του απαντά με ένα Ποτέ Πια. Και δεν είναι μόνο η απάντηση στο ερώτημα για το αν θα την ξαναδεί, το Ποτέ Πια επαναλαμβάνεται συνεχώς, ίσως είναι η μόνη σοφία που κατέχει το κοράκι ή οι μόνες λέξεις που αποστήθισε από τη σχέση του με κάποιον άλλο αφέντη. Ποιος να ήταν; Το Ποτέ Πια επαναλαμβάνεται εμμονικά σαν μια συνεχής υπενθύμιση του memento mori. Δεν νομίζω πως τυχαία ο Πόε τοποθετεί το κοράκι πάνω στο άγαλμα της Παλλάδος, θεάς της σοφίας, αυτή όμως είναι μια δική μου ερμηνεία. Θα ήθελα να μάθω τη δική σου…
Το κοράκι απαντά σε όλες τις ερωτήσεις του αφηγητή με το «Ποτέ Πια» κι αυτή είναι η κατακλείδα σε κάθε μία από τις δεκαοχτώ στροφές του ποιήματος. Το κύριο θέμα του είναι η αέναη αφοσίωση σε μια κοπέλα, στην αναζήτηση του αιώνιου έρωτα και στο τέλος αυτού. Ο αφηγητής βιώνει μια διεστραμμένη σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να ξεχάσει και την επιθυμία να θυμηθεί. Φαίνεται να παίρνει κάποια ευχαρίστηση από αυτή την εμμονή του στην απώλεια. Υποθέτει ότι η φράση «Ποτέ πια» είναι το «μοναδικό απόθεμα γνώσης» που έχει το κοράκι, και, ωστόσο, συνεχίζει να του υποβάλει ερωτήσεις, γνωρίζοντας εξαρχής ποια θα είναι η απάντηση. Οι ερωτήσεις του, λοιπόν, είναι σκοπίμως δοσμένες έτσι ώστε να οδηγήσουν στην αυτο-υποτίμηση και να υποκινήσουν περαιτέρω το συναίσθημά του για την απώλεια. Η λευκή προτομή της Παλλάδας δημιουργεί μια οπτική αντίθεση έναντι του μαύρου πουλιού. Κυρίως, όμως, ο Πόε θέλει να αντιπαραβάλει τη Θεά Αθηνά, τη Θεά της Σοφίας και του ορθολογισμού με τις ψυχικές μεταπτώσεις του αφηγητή, την ευαισθησία, τον παραλογισμό, την αμφιβολία, το ρομαντικό στοιχείο.

Αναμφίβολα το ποίημα διαθέτει μια μοναδική μουσικότητα. Το ρομαντικό, μεταφυσικό και στιλιζαρισμένο αφηγηματικό του ύφος πάντα μου έφερνε στο μυαλό μελωδίες και ερμηνείες του Νικ Κέιβ και των Joy Division. Γνωρίζω πως το ποστ πανκ και το σκοτεινό νιου γουέιβ ήταν πάντα μια μουσική που σε έλκυε, οπότε θα μπορούσες να κάνεις μια ιδανική πλέιλιστ με τα πέντε τραγούδια και μπάντες, ελληνικές και ξένες, που ταιριάζουν και ρυθμικά αλλά και αισθητικά με το ύφος του ποιήματος.
Η ιδιαίτερη μουσικότητα που διατρέχει το ποίημα είναι δομικό στοιχείο στη μορφοποίηση του αφηγηματικού του ύφους, αυτό το μοναδικό στιλ με τις εσωτερικές και εξωτερικές ρίμες δημιουργεί μια ατμοσφαιρική μελωδικότητα, δίνοντας τις απαραίτητες εξάρσεις και υφέσεις στον τόνο κατά περίπτωση.
Θα μπορούσα να φτιάξω μια μακριά πλεϊλίστ με τραγούδια που ταιριάζουν με το ύφος και την αισθητική του ποιήματος, όμως τα πέντε που μου έρχονται αμέσως στο μυαλό είναι τα εξής: 1. The Cure, Burn / 2. Alan Parsons Project, The Raven / 3. Queen, Nevermore / 4. Joy Division, Twenty Four Hours / 5. Nick Cave & The Bad Seeds, Crow Jane

Χρησιμοποίησες την αυθεντική εικονογράφηση του Γκιστάβ Ντορέ. Πολλοί ζωγράφοι ως και σήμερα το εικονογράφησαν, και ορίστε άλλη μια ερώτηση που συγγενεύει με την προηγούμενη: Ποιος είναι ο εικαστικός που θα ήθελες να συμπράξεις σε μια μελλοντική επανέκδοση του ποιήματος από τον εκδοτικό σου οίκο;
Πιστεύω πως μια αισθητική προσέγγιση του ποιήματος από σύγχρονους δημιουργούς θα έδινε μια άλλη διάσταση στο πώς (ξανα)διαβάζουμε το Κοράκι στις μέρες μας. Νομίζω πως θα εμπιστευόμουν τους εικαστικούς-συνεργάτες του Σαιξπηρικόν, τη Γεωργία Τρούλη, τη Λουντμίλα Κράβετς, τον Βαλεριάνο Τροιάνι.

Το Σαιξπηρικόν είναι ένας ζωντανός οργανισμός που κατάφερε να ξεφύγει από τα όρια της πόλης και να συγκεντρώσει ποιητές, συγγραφείς, αναγνώστες και κοινό

Αλήθεια, σε μια Θεσσαλονίκη που ειδικά τα τελευταία χρόνια δεν είναι και στα φόρτε της, πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να κρατάς ένα βιβλιοπωλείο που σε πείσμα των καιρών εκτός από το να πουλά βιβλία, κατάφερε να γίνει και σημείο αναφοράς για ανήσυχες παρέες; Παρεμπιπτόντως, υπάρχει αυτή η άλλη Θεσσαλονίκη και πώς αναπνέει, συναντιέται, παράγει και δρα; Το παρόν της, για να παραφράσω τον Κατσαρό, είναι σκέτη ανυδρία, και ξέρεις, κάθε φορά που περνώ από το Σαιξπηρικόν στο μυαλό μου έρχεται το παλιό κοχλάζον φαρμακείο, στέκι του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, μερικά μέτρα μακριά σας, που κάποτε έδινε ραντεβού όλος ο κόσμος ο καλός.
Παρόλο που η Θεσσαλονίκη έχει μεγάλη παράδοση στη νεωτερική πεζογραφία και την ποίηση σε όλον τον 20ό αιώνα, τα τελευταία χρόνια βιώνει τη βραδύτητα που βιώνει όλη η Ελλάδα. Από την άλλη, συμβαίνει κάτι καλό σποραδικά, υπάρχουν κάποια δείγματα νέων ποιητών, πεζογράφων αλλά και αναγνωστών που δείχνουν να δέχονται και να εκπέμπουν κάποια σήματα. Είναι ωραία εποχή για λογοτεχνία, για ανάγνωση, αρκεί να αποκτήσουμε μια σχέση με τα πράγματα εντελώς αντίστροφη από αυτήν που έχουμε υιοθετήσει μέχρι σήμερα. Να διεκδικήσουμε ξανά το δικαίωμά μας στον πολιτισμό. Κατ’ επέκταση, σήμερα, σε πείσμα των καιρών συνεχίζουν να δημιουργούνται νέοι παραγωγικοί χώροι, μικρά βιβλιοπωλεία, εστίες βιβλιόφιλων, που φτιάχνουν άτυπες λογοτεχνικές-δημιουργικές κολεκτίβες. Μέσα σε κείνα τα παλιά στέκια, όπως στο φαρμακείο του Πεντζίκη, το βιβλιοπωλείο του Μανόλη Αναγνωστάκη, ή στη Διαγώνιο του Χριστιανόπουλου ζυμώθηκε σε μεγάλο μέρος η σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Εμείς, παιδιά μιας εντελώς cyber μετα/γλωσσικής έκφρασης, παλεύουμε να εναρμονίσουμε την ψηφιακή εποχή της άκρατης πληροφόρησης, εικόνας, διαρραγής του κοινωνικού ιστού με τον φυσικό χώρο ενός βιβλιοπωλείου. Έχουμε καταφέρει σε σημαντικό βαθμό να φέρουμε κοντά αναγνώστες και συγγραφείς διαφορετικών γενεών, μέσα από εκδηλώσεις, ποιητικά αναλόγια, λέσχες ανάγνωσης. Το Σαιξπηρικόν είναι ένας ζωντανός οργανισμός, μια «κυψέλη» που μέσα στα δεκαεπτά χρόνια λειτουργίας του κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να ξεφύγει από τα όρια της πόλης και να συγκεντρώσει ποιητές, συγγραφείς, αναγνώστες και κοινό ανά την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Ο φυσικός του χώρος είναι η οδός Πατριάρχου Ιωακείμ στη Θεσσαλονίκη, όμως ως «ιδέα» κινείται παντού. Αυτό θέλω να πιστεύω πως είναι μια μικρή νίκη υπέρ της λογοτεχνίας και των ανθρώπων που στηρίζουν και αναζητούν ακόμη το ποιοτικό βιβλίο.

« …είμαι νευρικός, μόλις που σε αναγνωρίζω/ εσύ κι εγώ είμαστε ταξινομήσεις στο τετράδιό μου/ ό,τι σου γράφω μεταμορφώνει το δωμάτιο σε απέραντο δάσος/ αν έγραφα κι άλλο, η πόλη θα γέμιζε δένδρα…». Το καλοκαίρι διάβασα την τελευταία σου ποιητική συλλογή «Κυψέλες». Αλήθεια, γιατί με την Κίχλη κι όχι από το Σαιξπηρικόν; Και πώς συνδέεται ο μικρόκοσμος μιας κηρήθρας με τη μεγαλούπολη που κινείσαι;
Εδώ και χρόνια τυπώνω τα δικά μου βιβλία σε άλλους εκδοτικούς οίκους. Τα τελευταία δυο, Παιχνιδότοπος και Κυψέλες στις εκδόσεις Κίχλη. Είναι μια συνειδητή απόφαση-άποψη, θέλοντας να κάνω διακριτή την ιδιότητά μου ως ποιητής και εκδότης. Το μόνο εύκολο είναι να τυπώνω τα δικά μου κείμενα στο Σαιξπηρικόν, όμως έτσι παρακάμπτεις εύκολα το «τρίτο μάτι» που θα κάνει μια ουσιαστική κριτική ανάγνωση και τυχόν προτάσεις επιμέλειας κλπ. στο βιβλίο σου. Από την άλλη, δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να αναλάβω την προώθηση-διακίνηση των δικών μου βιβλίων στην αγορά ή/κα σε κριτικούς λογοτεχνίας, μιας και (όχι εσκεμμένα), αυτό δύναται να προκαλέσει μια άτυπη μορφή «ανταγωνισμού» ως προς την προβολή του δικού μου έργου σε σχέση με βιβλία άλλων σύγχρονων Ελλήνων ποιητών που τυπώνουμε στο Σαιξπηρικόν. Ο δικός μου ρόλος λοιπόν ως εκδότης, είναι ακριβώς αυτή η μέριμνα και προώθηση βιβλίων άλλων ποιητών. Τώρα, όσον αφορά στη θεματική των «Κυψελών», θα έλεγα πως το ενδιαφέρον για τα συστατικά του μικρόκοσμου είναι ο άξονας της σκέψης μου σε αυτό το βιβλίο, αυτή η «πύκνωση» που ξεκινά από μέσα μας και περνάει στην πόλη, στην καθημερινότητά μας, στον τρόπο που βιώνουμε και δημιουργούμε μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι Κυψέλες αφηγούνται την ιστορία μιας ημέρας σε τρεις διαφορετικές φάσεις. Ο μικρόκοσμος γίνεται μεγάκοσμος και πάλι μικρόκοσμος, με την ίδια έννοια που το προσωπικό γίνεται συλλογικό και το αντίθετο. Το πήγαινε-έλα των κοινωνικών μελισσών μελετούν τον άνθρωπο μέσω μια ποιητικής γραφής-ντοκουμέντο. Το βιβλίο τελειώνει ενώ γράφεται ακόμα. Η τέχνη και κατ’ επέκταση η ποίηση ακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι μέλισσες. Όπως μια μέλισσα-τροφός δεν ταΐζει απευθείας με τα άνθη τις νύμφες, αλλά τους προσφέρει μόνο το άρωμά τους, έτσι και η λειτουργία της τέχνης δεν μπορεί ν’ αποκαλύπτεται άμεσα, όμως αποσπασματικά, μέσω μεταφορών, αλληγορίας, υπαινιγμών, στα πολυάριθμα σχεδιάσματα προς το ποίημα.

Ο χρόνος και η στιγμή μπορεί να φέρουν ιδέες, σπαράγματα, στίχους, που κάποτε θα οργανωθούν

Υπάρχει ένας άξονας, μια συνέχεια κι ένας δρόμος που τον ακολουθείς με συνέπεια στο ποιητικό σου έργο, ή γράφεις εκτός πλάνου και σχεδίου, όσα φέρνει ο χρόνος ή η στιγμή;
Ξεκινάω συχνά με ένα θέμα που με προβληματίζει ή με σαγηνεύει. Έχω μάθει και μέσω της άλλης μου ιδιότητας, αυτής του κοινωνιολόγου, να συνδέω την καθημερινότητα-κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, με την διαδικασία της ποιητικής γραφής. Πως δηλαδή η ποίηση «δευτερολογεί» πάνω σε καθημερινά συμβάντα ζωής, πως βάλλεται, επηρεάζεται απ’ αυτά και πως τα ερμηνεύει. Το θέμα λοιπόν, είναι ο άξονας που γύρω και πάνω σε αυτόν γράφονται, εκτυλίσσονται σιγά και (θα έλεγα) βασανιστικά τα ποιητικά αίτια, οι αφηγήσεις, που πολύ αργότερα θα δημιουργήσουν ένα σπονδυλωτό ποίημα, δηλαδή ένα βιβλίο με μια συμπαγή θεματική και απόπειρα για μια νέα γλώσσα κάθε φορά. Ο χρόνος και η στιγμή μπορεί να φέρουν ιδέες, σπαράγματα, στίχους, που κάποτε θα οργανωθούν για να συμβάλλουν στην κεντρική ιδέα της αργής αυτής πορείας προς το ποίημα που πολύ αργότερα θα ολοκληρωθεί ως βιβλίο.

Ποια είναι η αγαπημένη σου διαδρομή στη Θεσσαλονίκη και πού συχνάζεις εκτός βιβλιοπωλείου; Πώς ξεσκάς, πώς δραπετεύεις και πού στο τέλος της ημέρας; Γιατί νομίζω πως και τα μπαρ και τα καφενεία ή οι ταβέρνες πλέον δεν είναι αυτά που ήταν…
Η αλήθεια είναι πως αν και έχουν ανοίξει κάποια νέα μπαρ και καφέ το τελευταίο διάστημα, ελάχιστα είναι αυτά που με εκφράζουν – δύσκολο να βρεις πλέον χώρους που θα ακούσεις καλή μουσική και θα διασκεδάσεις πραγματικά. Μου αρέσει πολύ να περπατάω κατά μήκος της παλιάς παραλίας προς τα δυτικά. Εδώ και χρόνια, όταν θέλω να χαλαρώσω μακριά από τον κόσμο και τη βοή του κέντρου, ξεκινάω από το λιμάνι προς τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, περνάω το «Φιξ» και φτάνω μέχρι τα Σφαγεία. Σε αυτή τη διαδρομή θαρρώ πως υπάρχουν τα χνάρια μιας άλλης Θεσσαλονίκης. Μια σχετική εγκατάλειψη, ερείπια που σου δείχνουν πως κάποτε κάτι συνέβη εδώ. Κάθε φορά που κατευθύνομαι προς τα ‘κει μου έρχεται στο μυαλό το τέλος ενός διηγήματος του Μπέκετ, (ο Διωγμένος) που με συναρπάζει:«…Όταν είμαι έξω πρωί, τραβώ να συναντήσω τον ήλιο, όταν είναι απόγευμα, τον ακολουθώ μέχρι να βρεθώ κάτω, ανάμεσα στους νεκρούς. Δεν ξέρω γιατί είπα αυτή την ιστορία. Θα μπορούσα κάλλιστα να είχα πει μια άλλη. Ίσως μια άλλη φορά να μπορέσω να πω κάποια άλλη. Ανθρώπινα πλάσματα. Δεν φαντάζεστε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους».

Με τι κριτήριο εκδίδεις; Μπορούμε να ορίσουμε το αισθητικό πρέπει να… του Σαιξπηρικόν;
Επιδιώκουμε να προβάλλουμε καλούς σύγχρονους έλληνες ποιητές, αλλά και σύγχρονους και κλασσικούς ξένους ποιητές. Με απασχολεί πολύ το κομμάτι αυτό. Ταξιδεύω στο εξωτερικό, σε φεστιβάλ ποίησης και βιβλίων, με ενδιαφέρει πολύ τι γράφεται στην ποίηση σήμερα στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην ισπανόφωνη Αμερική και αλλού. Αναζητώ τον τρόπο που ερμηνεύουν οι άνθρωποι και οι ποιητές σε άλλα μέρη τη σύγχρονη ζωή, μέσα σε αυτόν τον «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο που ζούμε. Στο Σαιξπηρικόν, έχουμε έως τώρα εκδώσει πέρα από έλληνες ποιητές και πεζογράφους, ποίηση ισπανόγλωσση, αμερικανική, βρετανική, δανική, νορβηγική, γαλλική, γερμανική, λιθουανική, σουηδική, ισλανδική, φινλανδική, κ.α. Νομίζω ότι γράφεται εκπληκτική ποίηση στον κόσμο στις μέρες μας. Αυτό θέλουμε να παρέχουμε στον αναγνώστη και τα έχουμε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία 17 χρόνια. Έχουμε διαμορφώσει μια μεγάλη συλλογή από ποιητικά βιβλία, πεζογραφήματα, μυθιστορήματα αλλά και από θεατρικά, κλασσικά και σύγχρονα έργα. Ο ουσιαστικός σκοπός της ποίησης, για εμένα, τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν και τους συνεργάτες μου, είναι να σε φέρει κοντά σε άλλους πολιτισμούς και κοινωνίες. Ο χρόνος δείχνει πως αυτή είναι μια πολύ γόνιμη ανταλλαγή. Δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε. Το αισθητικό κριτήριο ορίζεται από τον τρόπο που εμείς διαβάζουμε, γράφουμε, προτείνουμε και συνδιαλεγόμαστε με την ίδια την διαδικασία της γραφής σήμερα και πως αυτή εναρμονίζεται με τον τρόπο που η ίδια η γλώσσα της ποίησης ανανεώνεται μέσα στο γενικότερο πολιτισμικό πλαίσιο. Αυτό έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό πώς ένας δυνάμει συγγραφέας αφομοιώνει ή/και συνομιλεί με την παράδοση, πώς αντιλαμβάνεται και πώς εξελίσσει τη δική του απόπειρα γραφής στο παρόν τραβώντας αυτό το νήμα της ιστορικής-λογοτεχνικής-αισθητικής συνείδησης.

Φανταζόσουν όταν το ξεκίνησες πως το Σαιξπηρικόν θα κατάφερνε να φτάσει εδώ που έφτασε; Και αν μπορούσε 17 χρόνια μετά να γίνει μια αποτίμηση, πώς θα εκτιμούσες την πορεία του, πόσο ζόρι, πόσο άγχος, πόση χαρά και από πού το κέρδος του, άυλο και μη;
Σήμερα, δεκαεπτά χρόνια μετά, ο χρόνος έχει κάνει τις επιλογές του. Και μπορώ πλέον να πω πως οι επιλογές αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνες με αυτό που οραματιζόμουν πίσω στο 2005. Το Σαιξπηρικόν προσπαθεί να σταθεί αξιοπρεπώς, να επιβιώσει, μέσα σε μια πόλη και κατ’ επέκταση σε μια χώρα που δεν έχει μεγάλη σχέση και τριβή με το βιβλίο. Με τις επιλογές των τίτλων που υπήρχαν στις προθήκες του Σαιξπηρικόν εξαρχής, βρισκόταν σε θέση επισφαλή όσων αφορά στη βιωσιμότητά του. Γνώριζα, έβλεπα, παρακολουθούσα τη λογοτεχνική παραγωγή που υπήρχε στην Ελλάδα πολλά χρόνια πριν μου μπει καν η ιδέα να ασχοληθώ με το βιβλίο. Ευτυχώς, υπάρχουν άνθρωποι και δημιουργοί που αντιστέκονται σ’ αυτή τη φαυλότητα των καιρών μας. Ψάχνουν, βρίσκουν, ανακαλύπτουν λογοτεχνικά διαμάντια. Η καλή λογοτεχνία δε χάνεται ποτέ. Έτσι και στο Σαιξπηρικόν προσπαθούμε να επιλέγουμε αυτή την άλλη, την ουσιαστική λογοτεχνία. Οι άνθρωποι που ψάχνουν τέτοιου είδους βιβλία ήταν έτσι κι αλλιώς πάντα η μειοψηφία. Μας βρήκαν. Τους βρήκαμε. Και κάπως έτσι, μέσω μιας αμοιβαίας αγάπης για το βιβλίο συναντιόμαστε. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τις εκδόσεις. Επιλέγουμε τίτλους καθιερωμένων ή πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων και φτιάχνουμε βιβλία με προσεγμένη τυπογραφία κι αισθητική-βιβλιοφιλικές πλακέτες που ελπίζω πως θα αντέξουν στον χρόνο. Σε κάθε παρόντα χρόνο.

*Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην athensvoice.gr και στον Στέφανο Τσιτσόπουλο