Βασίλη Μαρουλά, τι σημαίνει να είσαι ένας «ποιητής της ήττας»;

Ο Καβαλιώτης ποιητής μιλά στο KAVALA POST με αφορμή την τελευταία του συλλογή «Μπλάνες και κουμούλια»

Ποδαρικό στο 2023 με… Ποίηση! Το KAVALA POST μιλά με τον Καβαλιώτη ποιητή Βασίλη Μαρουλά, με αφορμή την έκδοση της νέας του συλλογής Μπλάνες και κουμούλια που κυκλοφόρησε από την Κάπα Εκδοτική λίγο πριν την «εκπνοή» του περασμένου, πλέον, χρόνου.

42 ποιήματα αποτελούν τη νέα «σοδειά» του Βασίλη Μαρουλά, την τέταρτη που μοιράζεται με τον κόσμο, και η συζήτηση μαζί του περιστρέφεται γύρω από την «απόλαυση της απουσίας», τη συγγραφική διαδικασία της έμπνευσης, αλλά και τα «πράγματα» της Καβάλας.

«Δεν θα το άντεχα με τίποτα να με χρεώσουν στους σουρεαλιστές ενώ ανήκω στους λυρικούς της κοινωνικής ποίησης και, πιο συγκεκριμένα, στους ποιητές της ήττας», αναφέρει ο ίδιος στο «Αντί προλόγου και βιογραφικού» σημείωμά του και μια περιδιάβαση στα γραφτά αλλά και τα λεγόμενά του ίσως δώσει μιαν εξήγηση επ’ αυτών…

Ηττηθήκαμε, αλλά με τα χέρια κατεβασμένα. Κάθε μέρα που περνάμε μέσα στη σαπίλα, την αναξιοκρατία, το ρουφιανιλίκι, την εκμετάλλευση, είναι μία μέρα ήττας…

Πρώτη ποιητική συλλογή Εκεί…»] το 2008, δεύτερη Έρωτες και μάχες αυτοτελείς»] το 2010. Μετά… δέκα χρόνια «σιωπής». Τρίτη συλλογή Καθ’ οίκον περιορισμός»] το 2020 και τώρα, η τέταρτη που μόλις κυκλοφόρησε: «Μπλάνες και κουμούλια». Υπάρχει ένα «μοτίβο» εδώ; Να περιμένουμε την επόμενη σε… δέκα χρόνια; [γέλια]
Γεροί να ’μαστε! Το «Εκεί…» υποτίθεται ότι θα ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα ρίσκαρα να με ειρωνευτούν ως «ποιητή». Το «Έρωτες και μάχες αυτοτελείς» ήταν η δεύτερη και τελευταία φορά, το «Καθ’ οίκον περιορισμός» ήταν η τρίτη και ορκισμένα τελευταία φορά. Και μετά ήρθαν οι «Μπλάνες και κουμούλια». Κοίτα, σοβαρά τώρα, στην Ελλάδα όλοι γράφουμε, ξέρω ότι δεν θα λείψουν και από κανέναν οι δικές μου λέξεις. Το γιατί αποφασίζω να δημοσιοποιήσω κάποιες σκέψεις έχει σχέση με την επιβεβαίωση της ύπαρξής μου σε μένα πρωτίστως· ότι δηλαδή σκέφτομαι, άρα δεν σαπίζω. Σε δεύτερη φάση είναι ένα «γεια» σε φίλους που έχουμε χαθεί. Πάνω απ’ όλα όμως, για να μην κοροϊδευόμαστε, είναι απόφαση του εκδότη!

«Μόνο μη μου στερείτε την απόλαυση της απουσίας», αυτός είναι ο τελευταίος στίχος του πρώτου ποιήματος από το «Μπλάνες και κουμούλια». Ποια απόλαυση υπάρχει για σένα στην απουσία;
Απόλαυση και ανάγκη. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος που θα έβαζα ή έστω θα συμμετείχα στη δημιουργία των «κανόνων λειτουργίας» μιας παρέας ή ενός κοινωνικού συνόλου στο οποίο είμαστε μέλη. Οπότε, αναγκαστικά πάντα αποδεχόμουν κανόνες που έβρισκα έτοιμους. Καλώς κάνουν και υπάρχουν αυτοί οι κανόνες, όμως όταν δεν σου αρέσουν, έχεις τρεις λύσεις: Ή προσπαθείς να τους αλλάξεις ή δεν κάνεις τίποτα και απλώς δεν περνάς καλά ή φεύγεις. Ε, εγώ έφυγα. Η απόλαυση βρίσκεται στο ότι με αυτόν τον τρόπο έρχεσαι σε δύσκολη θέση πολύ σπάνια. Δεν χρειάζεται ούτε να μαλώνεις ούτε να διαφωνείς ούτε μούτρα να κρατάς ούτε μέσα στο μυαλό σου κυριαρχεί η κατάκριση. Γενικά ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκα για να μη χαλιέμαι.

Βασίλης Μαρουλάς, «Καθ’ οίκον περιορισμός» [Κάπα Εκδοτική, 2020] photo: John Gouzidis
Να σταθούμε λίγο στα «δέκα χρόνια σιωπής»; Όταν κυκλοφόρησε το «Καθ’ οίκον περιορισμός», το μυαλό πήγε στην καραντίνα και στον αναγκαστικό εγκλεισμό όλων μας στα σπίτια την περίοδο εκείνη λόγω κορονοϊού. Εσύ όμως είχες επιβάλει στον εαυτό σου μιαν άλλη «καραντίνα» πολύ πιο πριν…
Η καραντίνα για μένα ήταν μεγάλη ευλογία. Δεν χρειαζόμουν δικαιολογίες και άλλοθι για το πού εξαφανίστηκα. Όλοι είχαν εξαφανιστεί. Και πέρα απ’ το ότι το μέτρο αποδείχτηκε καταστροφικό για πολλούς σε οικονομικό επίπεδο και πέρα απ’ το ότι επιβλήθηκε με όρους Κατοχής που εκτόξευσαν την ηδονή της Εξουσίας, νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι βρήκαν τη δική τους απόλαυση στην καραντίνα. Υποχρεώθηκαν να πατήσουν το stop και να σκεφτούν· να συσκεφτούν με τον εαυτό τους· να ξαναβρούν τον εαυτό τους με τον οποίο είχαν χαθεί «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες». Αυτές τις ανάγκες, λοιπόν, κάλυψα με τη δική μου καραντίνα, καιρό πριν την «επίσημη». Μια αυτοεξορία εντός τόπου.

Αυτά που μαθαίνω για την Καβάλα, μου «λένε» ότι πολλά συμφέροντα και διάφοροι εκπρόσωποί τους παλεύουν να την ξεσκίσουν, να τη σβήσουν από τον χάρτη, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Κάνουν ζημιά, όμως όχι όση θέλουν…

Ωστόσο, υπήρξε μια περίοδος που ήσουν ιδιαίτερα εξωστρεφής. Για όσους δεν θυμούνται, πέρα από την ενασχόλησή σου με τα «δημοσιογραφικά» [με εκπομπές στο ραδιόφωνο, με αθρογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά], ήσουν εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος στην Καβάλα και, μάλιστα, συμμετείχες και ενεργά στα πολιτιστικά, κυρίως, «πράγματα» της πόλης. Ας πούμε, δεν ξέρω πόσοι θυμούνται ή/και γνωρίζουν σήμερα ότι ήσουν ένας από τους «γεννήτορες» του Cosmopolis το μακρινό 1998…
Ναι, ναι! Αλήθεια είναι. Εκείνη την εξωστρέφεια δεν κατάφερα να τη διαχειριστώ ως προς τους ρυθμούς της. Με επιβράβευσε με ένα έλκος, μια υπέρταση και διάφορα φάρμακα. Το χειρότερο ήταν όμως ότι με οδήγησε σε μάταιες συγκρούσεις με ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα είχα καμία επαφή, ούτε θα επέλεγα να έχω έναν απλό χαιρετισμό μαζί τους. Ένιωθα την υποχρέωση να μαλώνω για να υπερασπίζομαι τις απόψεις μου, ώσπου με τσάκωσα να το κάνω αυτό με μία οπαδική λογική, δηλαδή πάλι με τους όρους των άλλων. Όταν καταλαβαίνεις λοιπόν ότι σε μία συζήτηση ή μία διαφωνία ή μία κόντρα, ούτε εσύ ούτε ο άλλος συζητάτε για να ανακαλύψετε την αλήθεια ή το σωστό, αλλά μόνο για να επιβάλλει ο καθένας την άποψή του, το θεωρώ απίστευτα ντροπιαστικό και μία άκρως φθοροποιό κατάσταση. Όχι, δεν θέλω να συζητάω με τέτοιους όρους και γι’ αυτό τον σκοπό. Δεν με ενδιαφέρει. Όσο για το Cosmopolis, ωραία ήταν, όπως ωραίο είναι οτιδήποτε γεννιέται με καλές προθέσεις. Ευχαριστώ όσους μου επέτρεψαν να συμμετέχω σ’ εκείνη τη γέννα καθώς και όλους έδωσαν τότε την ψυχή τους. Ήταν όλοι τους υπέροχοι!

Παρακολουθείς «τα της πόλης» σήμερα; Σε ενδιαφέρουν; Σου «λένε» κάτι; Τι σε θυμώνει; Τι σε ενθουσιάζει; Υπάρχει κάτι που θα σε έκανε να αφήσεις την «απόλαυση της απουσίας» και να επιστρέψεις στα «εγκόσμια»;
Τα πάντα παρακολουθώ· πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Τη λατρεύω την Καβάλα, αλίμονο αν δεν μάθαινα τι της συμβαίνει. Και αυτά που μαθαίνω, μου «λένε» ότι πολλά συμφέροντα και διάφοροι εκπρόσωποί τους παλεύουν να την ξεσκίσουν, να τη σβήσουν από τον χάρτη, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Κάνουν ζημιά, όμως όχι όση θέλουν. Και αυτό είναι που με θυμώνει: ότι προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να την πατήσουν κάτω, να την κρατήσουν χαμηλά. Με ενθουσιάζει το ότι δεν τα καταφέρνουν. Άντεξε τόσους κατακτητές αυτός ο τόπος, σιγά μην την τρομάξουν κάτι τυχαίοι και περαστικοί. Όσο για το αν θα ξανασυμμετείχα όπως παλιά, μπα, όταν βλέπεις τα «εγκόσμια» και τις εξελίξεις απ’ έξω είσαι πιο αντικειμενικός, έχεις πιο καθαρή ματιά. Κι εμένα μου αρέσουν οι καθαρές ματιές.

Βασίλης Μαρουλάς, «Μπλάνες και κουμούλια» [Κάπα Εκδοτική, 2022] photo: John Gouzidis
Κάποιος έχει πει ότι «ο απαισιόδοξος δεν είναι παρά ένας καλά ενημερωμένος αισιόδοξος». Εσύ τι είσαι, Βασίλη Μαρουλά;
Σωστός ο ορισμός, τα λέει όλα. Άλλωστε, αυτά έχουν ειπωθεί και ξεκαθαριστεί: «Υποκριτές, τη μεν όψη του ουρανού ξέρετε να διακρίνετε, τα δε σημεία των καιρών δεν μπορείτε να αντιληφθείτε;».

Ωστόσο, στην τελευταία σου συλλογή με τα 42 ποιήματα συνυπάρχουν –σχεδόν σε ίσες δόσεις– το σκοτάδι και το φως. Υπάρχει το «Το αύριο το κάψαμε χτες/το αύριο το εξαϋλώσαμε», αλλά υπάρχει και το «Ονειρευτείτε!», υπάρχει και το «Βγάλε, ψυχούλα μου, φτερά/ πέτ’ απ’ το στόμα σου φωτιά/ όλα να τα κάψουμε / μακριά τους να πετάξουμε»…
Το σκοτάδι κυριαρχεί έξω και μεγαλώνει διαρκώς, το φως παραμένει ζωντανό μέσα μας έστω και σαν μικρή φλόγα. Το ζητούμενο είναι να μην το αφήσουμε να σβήσει, ώστε κάποια στιγμή να αποφασίσουμε να το βγάλουμε έξω ίνα πληρωθή το ρηθέν «Πάρτε τα ζβάρα όλα κάψτε τα βρε / βρείτε κάθε παλιό, κάθε σάπιο και μαύρο/ και άιντε κάψτε το βρε/ Πάρτε τα ζβάρα όλα κάψτε τα βρε/ κάψτε κάθε παλιό, για να βγει από μέσα/ο πιο όμορφος ανθός».

Βασίλη Μαρουλά, τι σημαίνει να είσαι ένας «ποιητής της ήττας»;
Ο χαρακτηρισμός –και τίτλος τιμής– ανήκει στον Μανόλη Αναγνωστάκη και ευρύτερα, αν θέλουμε, σε κάποιους ακόμη ποιητές της γενιάς του. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι αξιοθαύμαστος διότι αντιμετώπισε την ήττα της γενιάς του και των αγώνων της με ηρωική αξιοπρέπεια. Την αναγνώριζε σχεδόν δίχως να την αποδέχεται. Έμεινε με το κεφάλι ψηλά κι έτσι έπρεπε διότι η ήττα υπήρξε αποτέλεσμα αγώνων που δόθηκαν. Όταν ηττάσαι με το κεφάλι ψηλά, είναι μια υπόσχεση πώς δεν τα παρατάς. Ο αντίπαλος, αν και νικητής, πρέπει να ζει με τον φόβο σου. Δυστυχώς και αυτήν τη φορά, η Ιστορία επαναλήφθηκε ως φάρσα. Ηττηθήκαμε, αλλά με τα χέρια κατεβασμένα. Κάθε μέρα που περνάμε μέσα στη σαπίλα, την αναξιοκρατία, το ρουφιανιλίκι, την εκμετάλλευση, είναι μία μέρα ήττας. Μόνο που εμείς φαίνεται να την έχουμε αποδεχτεί και δεχτήκαμε ως φυσιολογικό όλο αυτό το ξεπούλημα των αξιών, ανεχόμενοι ως διαχειριστές της ζωής μας ανθρωπάκια θρασύδειλα κι ανάξια. Παραχωρήσαμε την αξιοπρέπειά μας με αντάλλαγμα την ησυχία μας. Έτσι πιστεύω και γι’ αυτό εκτιμώ περισσότερο τον αγώνα επιβίωσης των αδέσποτων σκυλιών, από την παρουσία των δεσποζόμενων ηλιθίων που κρατάνε τις τύχες μας στα χέρια τους. Και να γινόταν αυτό με πραξικόπημα, ποιος να το έλεγε; Εμείς βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας, εμείς τους προσφέρουμε το παρόν και το μέλλον μας έναντι επιδομάτων που τα παρουσιάζουν και ως δώρο, λες κι είναι δικά τους ενώ ανήκουν όλα σε αυτούς που βολεύονται με τα ψίχουλα του ψωμιού που τους έκλεψαν. Ορίστε, τώρα συγχύστηκα, τι κατάλαβα; Ποιητής της ντροπής, λοιπόν. Σε αυτή την εποχή ζούμε.

Πες μας για τον τίτλο «Μπλάνες και κουμούλια»… Ας ξεκινήσουμε από το τι σημαίνουν αυτές οι, εν πολλοίς άγνωστες, λέξεις και στη συνέχεια πες μας πώς οι «μπλάνες» και τα «κουμούλια» συνδέονται με τα ποίηματά σου.
Μπλάνες και κουμούλια είναι σχηματισμοί χώματος. Οι μπλάνες είναι οι μεγάλοι σβώλοι που βρίσκουμε συνήθως σε ακαλλιέργητα χωράφια και τα κουμούλια, είναι τα λοφάκια που σχηματίζονται όταν με την τσάπα σκάβουμε γραμμές για φύτευση. Δεν τις ήξερα, τυχαία τις βρήκα διαβάζοντας μια διδακτορική διατριβή με θέμα «Το Μικρό και το Μεγάλο Μοναστήρι Α. Ρωµυλίας». Έτσι έμαθα και ότι το κουµούλι προέρχεται από το λατινικό cumulus. Δεν είναι υπέροχο το πώς ταξιδεύουν οι λέξεις, πώς τακτοποιούνται, πώς ζουν οι ίδιες και δίνουν ζωή; Το χώμα είναι τα πάντα. Το πρώτο παιχνίδι του μωρού και εκεί που μας χώνουν όταν τελειώνουμε από δω. Αρχή και τέλος είναι το χώμα. Με χώμα χτίζουμε, το χώμα μας ταΐζει, το χώμα μας δίνει όλη αυτή την ομορφιά των πολύχρωμων λιβαδιών. Όσο για τη σύνδεση με τα ποιήματά μου δεν υπάρχει πιο άμεση. Καθισμένος στο χώμα σε μια πλαγιά στου «Βασιλάκη» τα έγραψα.

Η ποίηση, τουλάχιστον για μένα, είναι καθαρός αυτοσχεδιασμός. Τζαζ! Σε πάνε οι λέξεις…

Γιατί επιλέγεις να γράφεις ποίηση; Πώς, δηλαδή, κάποιος που «το έχει» με τον γραπτό λόγο επιλέγει τη μία ή την άλλη φόρμα; Γιατί, ας πούμε, δεν γράφεις νουβέλα, διήγημα ή μυθιστόρημα;
Μπα, δεν νομίζω ότι κάποιος επιλέγει τι θα γράψει, εκείνο σε επιλέγει. Βλέπει τι είσαι και τι μπορείς κι έρχεται. Εγώ, ας πούμε, έχω εντελώς ανοργάνωτο μυαλό. Στο μυθιστόρημα όχι μόνο πρέπει να ξέρεις από πολύ νωρίς το τέλος του, αλλά να έχεις και χαρακτήρες, να τους οργανώσεις, να θυμάσαι τι είπε και τι έκανε ο καθένας, δύσκολο έργο. Η ποίηση, τουλάχιστον για μένα, είναι καθαρός αυτοσχεδιασμός. Τζαζ! Σε πάνε οι λέξεις. Μπορεί να θέλω να γράψω κάτι άλλο και να γράψω τελικά κάτι εντελώς διαφορετικό. Η μία λέξη διαλέγει την επόμενη. Η ποίηση είναι περισσότερο δουλειά του υποσυνείδητου. Έχει μαζέψει πράγματα και τα έχει συνδυάσει με τέτοιο τρόπο που το συνειδητό επειδή είναι πιο πειθαρχημένο και με κανόνες, δεν τα καταφέρνει. Εγώ δεν κάθομαι να γράψω κάτι, απλά κάποια στιγμή δεν παλεύεται άλλο αυτό που γυρνάει στο μυαλό και λέω «άντε γ…., θα κάτσω να σε γράψω να ξεμπερδεύω». Αυτός είναι κι ένας λόγος που έχω σβήσει αμέτρητα ποιήματα. Κρατάω μόνο αυτά που κάπου νομίζω ότι τα ελέγχω.

Και ας περάσουμε στην «άλλη πλευρά». Τι σου αρέσει να διαβάζεις; Τι διαβάζεις αυτό το διάστημα;
Τη συγκεκριμένη στιγμή διαβάζω το «Εγώ θα σου Μάθω Πουλάκι μου» του Γιώργου Δομιανού. Σειρά έχει η νέα συλλογή διηγημάτων του Κοσμά Χαρπαντίδη και μετά είναι προγραμματισμένη μια γερή βουτιά σε ό,τι έχει σχέση με τον Φώτη Κόντογλου γιατί από κάπου πρέπει να κρατηθώ αυτές τις δύσκολες μέρες.

Το 2023 μόλις μπήκε. Και για να μη σου ζητήσω το τετριμμένο, να ευχηθείς κάτι για τη νέα χρονιά, σου ζητώ να μοιραστείς μαζί μας ένα αδημοσίευτο ποίημα σου…
Πολύ ευχαρίστως!
«Δεν θυμάμαι να μου έπεσε έστω και μια φορά
το φλουρί στη βασιλόπιτα.
Δεν πειράζει όμως,
γιατί πάντα μου τύχαινε
το μελομακάρονο με την τρίχα».