65ο Φεστιβάλ Φιλίππων: Ο Κώστας Καναβούρης έδωσε «φωνή» στην προσφυγιά του χθες και του σήμερα [φωτογραφίες]

Ο Καβαλιώτης ποιητής, με «αγωγό» τη θάλασσα, «συνομίλησε» στο Καρνάγιο με τους πρόσφυγες όπου γης...


Φωτογραφίες: Λάσκαρης Τσούτσας

Φορτισμένη συναισθηματικά ήταν η βραδιά της Τρίτης 16 Αυγούστου 2022 στο Καρνάγιο της Καβάλας. Εκεί, με «πλάτη» τη θάλασσα και με μουσική υπόκρουση το καλοκαιρινό αεράκι και το επίμονο κύμα, ο Κώστας Καναβούρης ξεδίπλωσε «Μια ιστορία αποχαιρετισμών» που όμως σημαδεύτηκε από πολλές… επιστροφές.

Ο Καβαλιώτης ποιητής επρόκειτο να δώσει μία ομιλία με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή στο πλαίσιο της ενότητας «Έξι γαλάζια μολύβια για τη Σμύρνη» του 65ου Φεστιβάλ Φιλίππων. Ωστόσο, όσοι έσπευσαν να γεμίσουν και την τελευταία καρέκλα που είχε στηθεί στον χώρο, άκουσαν από τον Καναβούρη ένα ιλιγγιώδες συνειρμικό «κολάζ» που υπερέβη τα στενά όρια μιας ομιλίας, με προσωπικές αναφορές, χωρο-χρονικές αναγωγές και, φυσικά, ποίηση που σαν λεπτή κλωστούλα «έδεσε» τις ιστορίες της προσφυγιάς σαν βίωμα και σαν πληγή που πονάει διαρκώς και αενάως.

Ο Κώστας Καναβούρης «επέστρεψε» στη γενέθλια γη για να «συναντήσει» τους προγόνους του· για να μας «συστήσει» τους αναστεναγμούς και τα ουρλιαχτά τους και για να τα «στοιχίσει» επάνω στην ίδια ευθεία γραμμή που διατρέχει τον ξεριζωμό ανά τους αιώνες, τον ξεριζωμό που βιώνεται με μία λέξη βαριά για όσους μπορούν να την αντιληφθούν: «ξεσπίτωμα»!

Η κόρη του Κώστα Καναβούρη, Εριφύλλη, διαβάζει ένα ποίημα του πατέρα της, γραμμένο για την προ-γιαγιά Εριφύλλη…

Από τη γιαγιά Εριφύλλη, γεννημένη στα τέλη του 1800, μέχρι τη δισέγγονη Εριφύλλη, την κόρη του ποιητή, γεννημένη στις αρχές του 2000, και από τις φοβικές κραυγές του 1922-23 μέχρι τα ρατσιστικά ξεσπάσματα «καθαρότητας» του σήμερα, η ίδια «ιστορία»· οι ίδιες ιστορίες… Και ανάμεσά τους, η ποίηση να δίνει νόημα και ερμηνεία στη φρίκη του ξεριζωμού.

Η «ομιλία» του Κώστα Καναβούρη είχε αρχή, μέση και τέλος· αλλά όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά, με τον ποιητή, σαν άλλον Γκοντάρ, να «επιστρέφει» για να «αποχαιρετίσει» αλλά και για να «καλωσορίσει» πρόσωπα και βιώματα που λες και το κύμα τα έφερε στο Καρνάγιο για να μας μιλήσουν και να συνεχίσουν και πάλι το ταξίδι τους.