Το Ψωμί της Νινευί: Πιο πάνω κι από την υπέρτατη οδύνη, ο πόθος για τη ζωή…

Ο Αντώνης και ο Κώστας Κούφαλης έγραψαν το έργο απλά εμπνευσμένοι από το προσφυγικό. Άλλο ήταν αυτό που ήθελαν να καταδείξουν και έψαχναν το όχημα που θα τους πήγαινε εκεί...


 

Της Σίσσυς Ακοκαλίδου

 


Μπορεί  να ήταν η Νουρ εκείνη η νέα κοπέλα με το επώνυμο μπουφάν και το μοδάτο τζιν που ανέδυε ακόμη και μέσα στην απλυσιά και την ταλαιπωρία του πολύωρου ταξιδιού της με το «Νήσος Μύκονος» το ακριβό της άρωμα…

Έφτασε στον πάγκο, είχε υπέροχο σταρένιο δέρμα και μάτια που έλαμπαν.  Άπλωσε διστακτικά το χέρι της στο δικό μου. Θυμάμαι πως το «μενού» ήταν κρύα τοστ, αχνιστό γάλα με κακάο και φρούτα. Έγνεψε αρνητικά όταν της τα πρόσφερα. Με κοίταξε σχεδόν… απαξιωτικά! Μάλλον δεν της άρεσε η θέα του μπουφάν μου βουτηγμένου στο γάλα!

Προς στιγμήν, πήρα ανάποδες. Εμείς ξεροσταλιάζαμε στο ψιλόβροχο που μας τρυπούσε τα κόκκαλα και η κυρία μάς απαξίωσε; Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση. Βλέποντας καλύτερα τον καλοντυμένο σύντροφό της και τα εξίσου καλοντυμένα παιδιά που κρατούσαν σφικτά από το χέρι, κατάλαβα. Οι πρώτες καραβιές προσφύγων με τα πιο ακριβά κόμιστρα μεταφοράς στους δουλεμπόρους ήταν στην πλειοψηφία τους με μεγαλοαστούς της Συρίας. Τους κοίταζα που απομακρύνονταν και αναρωτήθηκα πόσο θα άντεχε εκείνη η όμορφη «καλοζωισμένη» οικογένεια των Σύρων.

Μπορεί να ήταν ο Σαμίρ εκείνος ο άνδρας που, σίγουρα κατά σύμπτωση, φορούσε ένα τριμμένο από την πολυκαιρία καφέ κουστούμι με ψιλή ρίγα. Είχε ατίθασα γένια και μαλλιά. Το πρόσωπό του δεν ήταν τόσο οστεωμένο, όσο του Σαμίρ της παράστασης, του Σταύρου Ζαλμά. Ήταν μαυριδερούλης!

Πήρε τις πρώτες προμήθειες και μου έγνεψε «ευχαριστώ» με το χέρι στην καρδιά. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και νάτος πάλι! Με αναζητούσε με το βλέμμα του. Έφυγα διακριτικά από τον πάγκο. Πήρα μια σακούλα του Μασούτη, τη γέμισα φραντζόλες ψωμιά και γάλατα μακράς διάρκειας και του τα έδωσα στη ζούλα, κατά παράβαση της οδηγίας να δίνουμε τα χρειώδη με φειδώ για να φτάσουν για όλους.

Μου έσφιξε ζεστά το χέρι. Πάλι το χέρι στην καρδιά. Απομακρύνονταν και ακόμη γύριζε πίσω και με ευχαριστούσε.  «Ποιον χαιρετάς»; Με ρώτησε η διπλανή μου. «Κάποιον γνωστό», της είπα…

Προσωπικά, αυτούς τους δυο ανέσυρα από τη μνήμη μου, όσο έβλεπα καθηλωμένη στη θέση μου την παράσταση. Ένα ψυχογραφικό κείμενο, σκληρό και τρυφερό συνάμα. Με απίστευτη δεξιοτεχνία γραμμένο. Λέξεις σκληρές ή τρυφερές και από πίσω τους συναισθήματα μαλακά σαν το μπαμπάκι και σκληρά σαν το μέταλλο. Ανάλογα με τις διακυμάνσεις της υπόθεσης, μέχρι την κορύφωση.

Ο Αντώνης και ο Κώστας Κούφαλης έγραψαν το «Ψωμί της Νινευί» απλά εμπνευσμένοι  από το προσφυγικό. Άλλο ήταν αυτό που ήθελαν να καταδείξουν και έψαχναν το όχημα που θα τους πήγαινε εκεί. Βρήκαν μια αληθινή ιστορία και «κέντησαν» πάνω σε αυτή μια παναιώνια αλήθεια.

Πιο πάνω κι από τον πόνο που γεννιέται από την υπέρτατη οδύνη, αυτή του να χάνεις όλους σου τους αγαπημένους και να μένεις  μονάχος, είναι ο πόθος για τη ζωή. Αυτός ο πόθος είναι που ξυπνά το ζωώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Ζύμωσαν τους ήρωές τους, τη Νουρ και τον Σαμίρ, με εξαιρετικά υλικά, αυτά των δυο ταλαντούχων ηθοποιών, της Λήδας Πρωτοψάλτη και  του Σταύρου Ζαλμά. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους οι ήρωες όσο και οι δυο ηθοποιοί.

Η Νουρ, μια μεγαλοαστή από τη Μοσούλη που της έφτιαχναν άλλοι τα νύχια, τα μαλλιά, της επιμελούνταν τα ρούχα της, για να έχει αυτή  άπλετο χρόνο να φιλοτεχνεί τα αγαπημένα της κοσμήματα. Κάποια από αυτά της απέμειναν και τα φορούσε ευρισκόμενη στη Γερμανία και διανύοντας το στάδιο της «ενσωμάτωσης».

Τώρα, τα νύχια της τα έφτιαχνε μόνη της και τα μαλλιά της τα έβαψε ξανθά για να μην ξεχωρίζει από τις Γερμανίδες της γειτονιάς. Και μπορεί να έλεγε ότι «Δύση και Ανατολή» δεν θα μοιάσουν ποτέ μεταξύ τους, αλλά τα ξανθό δεν το αποχωρίζονταν. Είπαμε, στο στάδιο της «ενσωμάτωσης» δεν έπρεπε να προκαλεί…

Η Νουρ-Λήδα Πρωτοψάλτη, κάτι σαν το μέλι όταν στάζει από το βάζο. Τόσο γλυκιά, τόσο βελούδινη. Μελιστάλαχτη και η φωνή της ακόμη. Σαν τραγούδισμα σε κλειστό δωμάτιο. Σπαρακτική, όσο αφηγούνταν τον πόνο της που δεν μοιράζονταν με αυτόν του Σαμίρ, που δεν έχασε κανέναν από τους αγαπημένους του. Αρχαία Τραγωδός σε έργο γραμμένο σήμερα. Συγκλονιστική, όταν μύριζε το ρουχαλάκι της μικρούλας Νουρ, της εγγονής της, που την ξέσκισαν ανθρωπόμορφα κτήνη σε έναν φράχτη. Ρουφούσε τη μυρουδιά από τον ιδρώτα της μικρούλας. Ιδρώτα μπερδεμένου με αίμα. Ένα τόσο δα ρουχαλάκι στα χέρια της ήταν υπεραρκετό για να σε βυθίσει στον πόνο της. Με άγριες διαθέσεις για τον Σαμίρ που έβαλε τόσο νερό στο κρασί του και «ενσωματώθηκε»… ακόμη και ποδοσφαιρικά!

Ο Σαμίρ ήταν φούρναρης. Το τομάρι του είχε να νοιαστεί μόνο. Τη γυναίκα του από ένα σημείο και μετά την… έχασε μέσα του. Για άλλους λόγους έφυγε αυτός από την Μοσούλη. Κυνηγημένος όχι από τους νεκρούς του, αλλά από τις τύψεις του. Δεν είναι λίγο πράμα να βλέπεις τη γυναίκα σου δεμένη χειροπόδαρα, με τα πόδια ανοιχτά και «όποιος ήθελε να μπαίνει μέσα της» κι εσύ να μην αντιδράς, μόνο και μόνο για να ζήσεις. Και μετά, η άκληρη να γεννάει και μωρό! Ο θυμός και οι τύψεις τον έδιωξαν από την Μοσούλη.

Ο Σαμίρ- Σταύρος Ζαλμάς, τόσο μοιραίος και τραγικός. Πίσω από το  «χαζοχαρούμενο» στυλάκι του ένας βαθιά λαβωμένος άνθρωπος. Διπλά λαβωμένος, δεν γράφω περισσότερα για να μην αποκαλύψω την πλοκή της ιστορίας και κυρίως το απροσδόκητο φινάλε της παράστασης. Δεν χαρίζονταν πάντως στη Νούρ. Επέστρεψε τα βέλη της με τα δικά του, πιο φαρμακερά, σαν  να ’θελε να τη λυγίζει, να την κάνει όμοια με αυτόν. Ίσως για να μην  αισθάνεται μόνος του. Ποιος ξέρει…

Και οι δυο τους διψασμένοι για τη ζωή. Οι ψυχές θα γιάνουν, αρκεί τα σώματα να αντέξουν και να επιζήσουν. Και να για ζήσουν, πρέπει να «ενσωματωθούν». Και ενσωματώνονται τελικά, με τρόπο τραγικό και ισοπεδωτικό και για τους δυο τους. Αφού ξεγυμνώσουν τις ψυχές τους και βγάλουν τα άπλυτά τους σε κοινή θέα.

Μια παράσταση αληθινά σπαρακτική και μοναδική. Ένα κείμενο εξαιρετικό και δυο ερμηνείες που για χρόνια θα θυμόμαστε…

Η Σίσσυ Ακοκαλίδου είναι δημοσιογράφος, Διευθύντρια Σύνταξης της Εφημερίδας Νέα Εγνατία