Ευκολίες…

Όσο καλές και αγνές και αν είναι οι προθέσεις των ανθρώπων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο πολύ δύσκολο και σύνθετο έργο που έχουν αναλάβει


 

Του Μπάμπη Γαμβρέλη

 


Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: με τον συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο δεν είχα ποτέ… επαφή! Θέλω να πω, δεν έχω διαβάσει τίποτε από τα (υπεραρκετά, είναι αλήθεια) βιβλία που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα. Ούτε καν σελίδα! Θέλετε γιατί δεν «έτυχε»; Θέλετε γιατί δεν είχα μεριμνήσει να συμπεριλάβω το έργο του στις αναγνωστικές μου προτεραιότητες; Θέλετε γιατί είχα πάντα ένα «θέμα» με τις «λογοτεχνικές περσόνες» που ξεπήδησαν στα ύστερα μεταπολιτευτικά χρόνια; Δεν ξέρω. Εξ αυτών και μόνο, θεωρώ τον εαυτό μου αναρμόδιο να εκφέρει την παραμικρή γνώμη για το «συγγραφικό του επίπεδο» και για την ποιότητα του έργου του.

Από την άλλη, οφείλω να ομολογήσω ότι τρέφω μία ιδιαίτερη συμπάθεια στο πρόσωπό του και στους τρόπους με τους οποίους «κινείται» και εκφράζεται στον δημόσιο βίο. Άσχετα αν στις περισσότερες των περιπτώσεων διαφωνώ ριζικά με τις απόψεις, τις «εξάρσεις» και τις «υπερβολές» του. Όμως, η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να «πιάνεται» αδιάφορος για τα όσα η αφεντιά του διαλαλεί και κομίζει στην κοινωνική και πολιτική μας «συνήθεια». Δείγμα ενδεχομένως και μιας φυσικής γοητείας που τον καθιστά εξόχως ελκυστικό. Ας μην το παραβλέψουμε…

Προς τι όμως έτσι στα ξαφνικά με τον Τατσόπουλο; Τι προέκυψε για να «ασχοληθώ» μαζί του και μάλιστα σε μία περίοδο που ο ίδιος δεν έχει δώσει την παραμικρή… αφορμή για κάτι τέτοιο; Θα σας πω αμέσως.

Όλα ξεκίνησαν όταν διάβασα την ανακοίνωση του δήμου Καβάλας και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης με την οποία γνωστοποιείται η παρουσίαση του νέου του βιβλίου Γκαγκάριν από τις εκδόσεις Οξύ. Δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτώ. Έκατσα και «έβαλα κάτω» τους συγγραφείς με τους οποίους έχει «ασχοληθεί» τα τελευταία χρόνια ο (κατ’ εξοχήν) πνευματικός φορέας της πόλης και διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει τίποτε που να υποδηλώνει (και να προσδίδει) συνέπεια, ευθύνη, κύρος και σοβαρότητα στις επιλογές του. Καμία «αξιολόγηση», καμία «προτεραιότητα», κανένας σχεδιασμός. Το κυριότερο; Ό,τι «κάτσει» και ό,τι… προαιρείσθε! Κανένα «ενδιαφέρον» και καμία «αναγνώριση» για τους συγγραφείς της πόλης. Πουθενά το Με χίλιους τρόμους γενναίος και το Μισό των Κενταύρων του Διαμαντή Αξιώτη, πουθενά το Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη του Γιάννη Ατζακά, για να μείνω στα πιο πρόσφατα εκδοτικά «παραδείγματα».

Αυτό, βεβαίως, φανερώνει μία ολόκληρη «νοοτροπία» που διαπερνά εδώ και πολλά χρόνια το έργο και την προσφορά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. «Νοοτροπία» που κυρίως έχει να κάνει με το έλλειμμα γνώσης και εμπειρίας και όχι με τις προθέσεις των υπευθύνων της. Που, όσο καλές και αγνές και αν είναι, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο πολύ δύσκολο και σύνθετο έργο που έχουν αναλάβει. Γι’ αυτό και η καταφυγή τους στις… ευκολίες. Καλή ώρα!

 

Υ.Γ.: Σε πρόσφατο κείμενό μου (εδώ) που αφορούσε στις δραστηριότητες της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, από λάθος και εκ παραδρομής γράφτηκε ότι οι υπηρεσίες της λειτουργικά και οργανωτικά ανήκουν στη ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ. Αν και αυτό προβλεπόταν από τον Καλλικράτη, εν τούτοις κάτι τέτοιο τελικά δεν ισχύει και η Δημοτική Βιβλιοθήκη διατηρεί την «αυτονομία» και την «αυτοτέλειά» της.