Περί καταλήψεων

Πόσο ρεαλιστική μπορεί να είναι σήμερα μία τέτοια «περιπέτεια»;


 

Του Μπάμπη Γαμβρέλη

 


Τις τελευταίες ημέρες ξεκίνησε μία άτυπη συζήτηση για την τακτική και τους τρόπους που θα πρέπει να επιλέξει ο δήμος (κατ’ επέκταση και η τοπική κοινωνία) σε σχέση με τη διεκδίκηση χώρων και κτισμάτων που το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς παραμένει ακόμη «θολό» (βλέπε Ακτή Καλαμίτσας) και «αδρανές» (Στρατόπεδο Ασημακοπούλου, παλιά Δικαστήρια, παλιό Νοσοκομείο). Στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης, βρέθηκε η πρόταση του Βαγγέλη Παππά για την «κατάληψη» και την απόδοσή τους στο λαό της πόλης. Άποψη που (εμμέσως) βρήκε «υποστήριξη» και από τον πρώην δημοτικό σύμβουλο (και τέως βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ) Ηλία Ιωαννίδη, ο οποίος μάλιστα ανέσυρε στη μνήμη μας το παράδειγμα της Μεγάλης Λέσχης και το αποτέλεσμα από εκείνο το εγχείρημα του Λευτέρη Αθανασιάδη.

Πόσο ρεαλιστική όμως μπορεί να είναι σήμερα μία τέτοια «περιπέτεια»; Και πόσο ικανή για να αποτινάξει από πάνω της φορτίσεις και συναισθήματα που (συνήθως) «καθοδηγούνται» από απλουστευτικά αφηγήματα και κινηματικές πομφόλυγες; Γιατί, όσο και αν σε «πνίγει το δίκαιο», όσο κι αν η συλλογική μας συνείδηση διατηρεί ακόμη κάτι από τις αγωνιστικές της ικμάδες, εκείνο που εξ αρχής απαιτείται είναι ένα πειστικό και άρτια οργανωμένο σχέδιο «επίθεσης». Τέτοιο που να μην αφήνει ακάλυπτη ούτε την παραμικρή λεπτομέρεια.

Είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Κατά τη γνώμη μου, όχι και θα προσπαθήσω να το εξηγήσω.

Εκτιμώ ότι η οποιαδήποτε σύγκριση με το παρελθόν διά του παραδείγματος της Μεγάλης Λέσχης είναι πέρα για πέρα άστοχη και απλοϊκή. Η δε επίκλησή της, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναπολούν κάποιοι τα… έπη του Λευτέρη! Κι αυτό γιατί, καμία σχέση δεν έχουν οι τότε συνθήκες με αυτές που βιώνουμε σήμερα. Τότε, ο συγχωρεμένος ο Αθανασιάδης έδρασε με την «πολιτική σιγουριά» που του εξασφάλιζε ο (παντοδύναμος) κομματικός του χώρος. Είχε «κοινό» που τον λάτρευε και τον ακολουθούσε πιστά. Η διοίκηση που ασκούσε απολάμβανε την αποδοχή και την εκτίμηση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Το κυριότερο; Η στόχευσή του υπήρξε υπόδειγμα τακτικής. Γνώριζε πού «χτυπούσε», ήξερε ότι οι ιδιοκτησιακές αντιστάσεις θα υποχωρούσαν πολύ γρήγορα και έδινε προοπτική λειτουργίας που δεν χωρούσε την παραμικρή αμφισβήτηση.

Αυτές οι «προϋποθέσεις» είναι που απουσιάζουν από το σημερινό «πλάνο των καταλήψεων», με αποτέλεσμα να το καθιστούν «ευάλωτο» και (προφανώς) μη εφαρμόσιμο. Πού «δυσκολεύουν» τα πράγματα; Πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι οι χώροι και οι εκτάσεις τους είναι τέτοιας κλίμακας και τέτοιας ιδιομορφίας που είναι δύσκολο (για να μην πω ακατόρθωτο) να τεθούν υπό… λαϊκή λειτουργία. Δεύτερον, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υφίσταται κανένα σχέδιο που να τεκμηριώνει σοβαρά και υπεύθυνα τη χρήση τους, με αποτέλεσμα αυτό να αδυνατίζει την οποιαδήποτε διάθεση και… ορμή. Τρίτον, η χωροταξική διασπορά, απαιτεί «στρατούς πολιτών» που, εκτός από «αφοσιωμένοι», θα πρέπει να είναι και πεισμένοι για το αποτέλεσμα του… αγώνα τους. Τέταρτον, πουθενά στον «πολιτικό ορίζοντα» δεν διαφαίνονται ηγέτες που θα μπορούσαν να «ξεμπλοκάρουν» την κοινωνική αδράνεια.

Επειδή τίποτε από όλα αυτά δεν μοιάζει «εξασφαλισμένο» (τουναντίον), ένα μόνο απομένει: να απαλλάξουμε τη λέξη «κατάληψη» από το πρακτικό της νόημα και φορτίο και να αποδώσουμε σε αυτήν τον συμβολικό της χαρακτήρα, με την ευχή να «αξιοποιηθεί» σωστά. Γιατί και αυτό… παίζει!