Του Μπάμπη Γαμβρέλη
Διάβαζα προχθές ένα σχόλιο που με αρκετή δόση «πίκρας, θυμού και αγανάκτησης» ανάρτησε στο facebook φίλος από τα Λιμεναριά. Θέμα του «ερεθισμού» του, η αδιάφορη στάση του δήμου –άλλως και έμμεση άρνησή του– να συντηρήσει και να αναπαλαιώσει ένα κτίριο που ανήκει στον «χωροταξικό κορμό» του Μεταλλευτικού Συγκροτήματος, γνωστό στους ντόπιους με το όνομα Μικρό Παλατάκι. Κτίριο που, στην περίοδο της ακμής των Μεταλλείων, λειτουργούσε ως δεύτερο διοικητικό κέντρο της επιχείρησης και που κάποιοι κάτοικοι του χωριού –εικάζω μέλη του εκεί Πολιτιστικού Συλλόγου– επιθυμούν να «αξιοποιήσουν» ως μόνιμο εκθετήριο των γλυπτών που φιλοτεχνεί ο Κώστας Λόβουλος. Λόγος για τον οποίο προστρέχουν και στη βοήθεια του δήμου.
Για την οικονομία της συζήτησης, προσπερνάω τον μακροχρόνιο μύθο περί «ανταγωνισμού Νοτίων και Βορείων» που για άλλη μια φόρα επανέρχεται ως κύριο επιχείρημα «άνισης μεταχείρισης» των… κατατρεγμένων νοτίων. Άσχετα αν επί της ουσίας, ένας τέτοιος «μύθος», προσφέρει το καλύτερο πολιτικό άλλοθι στη μετριότητα και την ανεπάρκεια των τοπικών παραγόντων του… ημετέρου νότου! Το θέμα (ή μάλλον τα θέματα) είναι άλλα και εκεί θα εστιάσω. Με τη σειρά λοιπόν…
Πρώτο ζήτημα που προκύπτει είναι ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία ενός μικρού τόπου (εν προκειμένω αυτή των Λιμεναρίων) αντιμετωπίζει ένα σπουδαίο Μνημείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Πάνω στο «πάθος» και την «έξαψη» για προσφορά, πάνω στην αγωνιώδη (σαφώς άδολη και ανιδιοτελή) προσπάθεια να «σωθεί» και να «αναδειχθεί» ένας χώρος και ένα κτίσμα που ρημάζει από την ασυγχώρητη αδιαφορία των ιθυνόντων, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ο αυθόρμητος και ο σπασμωδικός χαρακτήρας της πρωτοβουλίας τους υπονομεύει το μείζον: τον τεμαχισμό του Μνημείου μέσω αποσπασματικών και ανοργάνωτων επεμβάσεων. Τέτοιων που να ακυρώνουν το «όλον» του Συγκροτήματος και να προσδίδουν στο «αναστηλωτικό όραμα» στοιχεία αρπακολισμού.
Ζήτημα δεύτερο, η αντίληψη περί «καλλιτεχνίας» που στην ελληνική ενδοχώρα ταυτίζεται εν πολλοίς και με τη «μάστιγα» των τοπικών μουσείων. Κυρίως εκείνων της (λέμε τώρα) λαογραφίας. Φρονώ ότι πάνω σε μια τέτοια «πεπατημένη» εμφορείται και η ιδέα της «ίδρυσης μουσείου» με τα γλυπτά του Κώστα Λόβουλου. Επειδή ελάχιστα γνωρίζω το έργο του καλλιτέχνη –και αυτό μόνο από τις υπαίθριες εκφράσεις του– δεν έχω κανέναν λόγο να εμπλακώ σε αισθητικές «περιπέτειες κρίσεις». Το θέμα έτσι κι αλλιώς δεν είναι η ποιότητα των γλυπτών του. Το μείζον (και εδώ) είναι ότι πάει να εδραιωθεί ένα «πολιτιστικό τετελεσμένο» ερήμην των προσδοκιών που εκκόλαψε η τεράστια προσπάθεια των ειδικών για τη διάσωση και αναστήλωση του Μνημείου. Και φυσικά, ερήμην ενός σχεδιασμού που προβλέπει συγκεκριμένες (και τα μάλα ενδιαφέρουσες) πολιτιστικές χρήσεις και λειτουργίες.
Τρίτο και σημαντικότερο; Αυτό που διαφάνηκε μέσα από τον (facebookικό, έστω) διάλογο που ακολούθησε της ανάρτησης. Εκεί –εκτός από την πολύτιμη πληροφορία που «έδωσε» ο πρώην νομάρχης Θεόδωρος Καλλιοντζής και η οποία αφορούσε στην μελέτη του ΙΓΜΕ (η «τύχη» της οποίας αγνοείται)– ο αντιδήμαρχος επί των οικονομικών του δήμου Θάσου Γιάννης Πλαφαδέλης, ερωτηθείς αν η Δημοτική Αρχή έχει δικιά της πρόταση αναστήλωσης και αξιοποίησης του Μνημείου, απάντησε διά της τακτικής που τον διακρίνει. Αυτής του… πετάω την μπάλα στα περιστέρια! Μέρος προφανώς μιας «αφωνίας» που (εκτός από ερωτήματα) εγείρει και πλείστες όσες… υπόνοιες.
Τέλος (και για άλλη μια φορά): αν όντως υπάρχει «ζήλος» και «πόθος» να γίνει πράξη το όραμα της ανάδειξης του Μεταλλευτικού Συγκροτήματος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη του νησιού), οφείλουν όλοι (μα ΟΛΟΙ όμως) να συστρατευτούν πίσω από εκείνους που «άνοιξαν» πρώτοι τον δρόμο της σωτηρίας του. Και ΣΗΜΕΡΑ κιόλας, να πράξουν το απλούστερο όλων: να υιοθετήσουν επίσημα την εξαιρετική Διπλωματική Εργασία της Αναστασίας Στέλλα και με αυτήν υπό μάλης να αναζητήσουν πόρους και κονδύλια για την πραγματοποίησή της. Όλα τα άλλα, μια τρύπα στο νερό και «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Ή και… μπάλες στην εξέδρα. Αναλόγως!
Υ.Γ.: Μόλις τώρα διαβάζω ότι η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης έχει την μικρότερη απορροφητικότητα στα προγράμματα του ΕΣΠΑ. Όποια σύνδεση με τα όσα προηγήθηκαν, ας ΜΗ θεωρηθεί τυχαία.