Και αν δεν υπήρχε το «Ραντεβού στην Ερυθρού» θα έπρεπε να το εφεύρουμε…

H Ερυθρού δεν ήταν απλά ένα στέκι διασκέδασης. Η Ερυθρού ήταν μια κοινωνία, ένα Βατικανό «κοινωνικής ποσόστωσης» μέσα στην ίδια την πόλη...


 

Του Θανάση Σοφιανού

 


Πού οφείλεται η επιτυχία του «Ραντεβού στην Ερυθρού», το οποίο μάζεψε χιλιάδες κόσμου, παρά την πρόχειρη-ομολογουμένως-και της τελευταίας στιγμής προετοιμασία του; Και με τέτοιο υποτυπώδες promo, πώς έγινε… viral; Υποκινήθηκε από κάποια αδήριτη κοινωνική ανάγκη ή απλώς κάποιοι βρήκαν αφορμή να το ρίξουν έξω εναλλακτικά; Αποδείχτηκε τελικά ότι υφίσταται αγεφύρωτο χάσμα γενεών ακόμα και στη διασκέδαση ή απλά ομαδοποιήθηκαν οι παλιοί και οι νέοι;




Όλες αυτές οι απορίες είναι εύλογες, όμως οι απαντήσεις είναι κατ’ ανάγκη υποκειμενικές. Είναι αλήθεια ότι η εκδήλωση αναβίωσης της παλιάς Ερυθρού ήταν κάτι το μοναδικό, με την επιτυχία της αναπάντεχη ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους. Το παλιό στην εποχή μας έχει γίνει… vintage και συνεπώς δέσμιο του όρου της μόδας. Ό,τι είναι παλιό, είναι και καλό, αν «ντυθεί» κατάλληλα, ήτοι με την περιβολή του εναλλακτικού, του διαφορετικού, του must, του χίπστερ. Όμως η Ερυθρού είναι μια διαφορετική περίπτωση.

Ήταν πάντα ο «απαγορευμένος δρόμος», στα όρια του περιθωριακού. Το ντύσιμο cult, η μουσική αντιεμπορική, οι φάτσες «αλήτικες». Δύσκολοι «όροι» για να γίνει ξανά μόδα, ακόμα και στο «φαίνεσθαι», ακόμα και μετά από 20 χρόνια. Κάποια ανάποδα fly μπουφάν και κάποια perfecto ανέμισαν ξανά στον ιστορικό δρόμο το βράδυ του Σαββάτου 14 Οκτωβρίου 2017, κάποιοι ήχοι disco και rock ήχησαν στην πόλη-η οποία δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοια-, κάποια μπυροκούτια «στραγγαλίστηκαν» στο πεζοδρόμιο. Μια «σκηνοθεσία» η οποία έκανε τους πιτσιρικάδες να τη χαζεύουν από απόσταση… ασφαλείας, από το απέναντι πεζοδρόμιο, διερωτώμενοι  «τι φάση ρε παιδιά;», με το άγνωστο, αμιγώς κοινωνικό συνάθροισμα να τους φοβίζει, όντας κάτι άγνωστο.

Εδώ έρχεται και η πρώτη απάντηση για το αν υπάρχει κοινωνικό χάσμα γενεών. Ναι, υπάρχει. Γι’ αυτό και τα «Ραντεβού στην Ερυθρού» είναι περισσότερο ανάγκη παρά αναβίωση ή θεσμός (αν γίνει θεσμός, χάθηκε «η φάση», η οποία γεννήθηκε από τον αυθορμητισμό και όχι από τον ψυχαναγκασμό…).

…Και είναι ανάγκη γιατί τότε η Ερυθρού ήταν σημείο συνάντηση με «φυσική παρουσία» και όχι με διαδικτυακή.

Γιατί πάντα θα έβρισκες κάποιον γνωστό, χωρίς ραντεβού.

Γιατί όλα (ή τα περισσότερα) μαγαζιά ήταν συγκεντρωμένα σε ένα μέρος.

Γιατί ήταν γενικώς περατζάδα.

Γιατί ήταν χώρος κοινωνικοποίησης με old school όρους (σήμερα θα την έλεγαν «πεδίο άσκησης bullying).

Γιατί όλα γίνονταν στη φόρα, άμεσα και με τη μέθοδο «τσιρότο»: Έρωτες, απορρίψεις, καυγάδες, παρεξηγήσεις, φιλίες, προδοσίες.

Γιατί οι περιθωριακοί γίνονταν «βασιλιάδες» και οι «βασιλιάδες»… άφαντοι.

Γιατί είχε ηλεκτρονικά.

Γιατί όλες οι κοπάνες από το σχολείο κατέληγαν εκεί.

Γιατί είχε «ωραίο κόσμο», κορίτσια κι αγόρια.

Γιατί ήξερες πότε θα περάσουν τα λεωφορεία με οπαδούς που πήγαιναν στην Ξάνθη ή στο γήπεδο της Καβάλας «και θα γινόταν πέσιμο» (δεν υπήρχε Εγνατία τότε).

Γιατί αν ήθελες να αποφύγεις τον κόσμο που μισούσες (ή σε μισούσε) στο σχολείο, απλά δεν περνούσες από την Ερυθρού.

Γιατί είχε τάβλι και φραπέ.

Γιατί εκεί γίνονταν τα πρώτα μεθύσια.

Γιατί είχε ξύλινα ποδοσφαιράκια και μπιλιάρδα.

Γιατί απλά «όσοι δεν έβγαιναν Ερυθρού ήταν φλώροι» (γενίκευση αυθαίρετη, αλλά βασικό συστατικό της περιοχής).

Αυτά και άλλα τόσα ίσως να σκέφτηκαν όσοι βρέθηκαν στο ραντεβού, με την αίσθηση (τους αρκούσε και η ψευδαίσθηση) ότι θα τα ξανανιώσουν ξανά κι ας μην τους κάνει το fly κι ας πρέπει να γυρίσουν νωρίς στο σπίτι για να κοιμίσουν τα παιδιά.

Προσωπικά δεν έχω ξαναδεί τόσο μαζική προσπάθεια ανάκλησης αναμνήσεων. Και δεν ήταν προσπάθεια, αλλά ανάγκη, κάτι που μετέτρεψε την επιτυχία της εκδήλωσης σε θρίαμβο.

Δεν ξέρω αν εκείνη η εποχή ήταν πιο αυθεντική ή πιο γνήσια (προσωπικά ξέρω και επιλέγω την κατάφαση, αλλά ας είμαι για τελευταία φορά politically correct), σίγουρα, όμως, η απουσία μέσων διαδικτυακής επικοινωνίας την έκανε πιο άμεση, πιο «κοινωνική», καθώς αυτή η απουσία σε παρότρυνε, σχεδόν σε ανάγκαζε να βγεις έξω και να κοινωνικοποιηθείς ή και να κρυφτείς.

Υπήρχαν κι άλλα στέκια τότε. Αλησμόνητα τα μαγαζιά του Σαλαβάτη, το Overdose αργότερα ή το παλιό Νησί στον Αϊ Γιάννη. Ήταν, όμως, αμιγώς… μαγαζιά, με όρους στεκιού και διασκέδασης. Η Ερυθρού ήταν μια κοινωνία, ένα Βατικανό «κοινωνικής ποσόστωσης» μέσα στην ίδια την πόλη.

Για όλους αυτούς τους λόγους και τηρουμένων των δύσκολων σύγχρονων οικονομικών, κοινωνικών και προσωπικών συγκυριών, το ραντεβού στέφθηκε με επιτυχία κι αν δεν γίνονταν μια σύναξη στην Ερυθρού «όπως παλιά», θα έπρεπε να εφεύρουμε μια. Ας την πουν μερικοί και ψυχοθεραπεία. Ποσώς τους/μας ενδιαφέρει.

Σημειολογικά ή έστω και συγκυριακά: Θυμάστε πότε άρχισε η κατρακύλα της Ερυθρού; Μην πείτε από τα ναρκωτικά και τις φασαρίες. Αυτά στις μέρες ζουν και βασιλεύουν σε χείριστο βαθμό και δεν εξεγείρεται κανείς. Όταν «απλώθηκε» η διασκέδαση στην πόλη, όταν άνοιξε το Εμπορικό, όταν τα μαγαζιά έγιναν πιο fantasy, πιο «αμερικάνικα». Καπιταλισμός, «φαίνεσθαι» και κιτς, σε συνάρτηση με την «καθωσπρέπει» λαϊκο-ποπ κουλτούρα από τη μουσική μέχρι τη συμπεριφορά και την εμφάνιση, άλωσαν την Ερυθρού. Ραντεβού του χρόνου για να πειστούν για το αυτονόητο και οι τελευταίοι… Κι ας είναι κι αναβίωση, κι ας είναι και θεσμός. Έτσι ήταν και η Ερυθρού… Άγονταν και φέρονταν…

Υ.Γ.: Η Ερυθρού δεν «εξιδανίκευσε» την εποχή της, τα 80s και τα 90s. Τουναντίον, την εξέθεσε, βγάζοντας στην επιφάνεια όλες τις ατέλειές της, σε αντίθεση με το σήμερα, όπου τα κακώς κείμενα κρύβονται κάτω από το χαλί της κυριλέ κουλτούρας.