Του Θανάση Σοφιανού
Ξημερώματα στο λιμάνι της Καβάλας… Είναι χειμώνας και δεν κυκλοφορεί ψυχή. Μέσα στη βροχή και στην αχλή της θάλασσας ξεχωρίζεις την κουρασμένη φιγούρα που περιμένει στον ντόκο για να πιάσει το σκοινί ώστε να δέσει το πλοίο της γραμμής για τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και λίγο παρακάτω, μια ακόμα φιγούρα, που περιμένει να πέσει ο καταπέλτης και να καλωσορίσει πρώτος τους επιβάτες και το πλήρωμα…
Ο Νίκος Μηλιάδης δεν ήταν ένας τουριστικός πράκτορας. Ήταν ένας καπετάνιος της ξηράς. Από το 1970, ήτοι κοντά 50 χρόνια ήταν εκεί, στο λιμάνι, πριν καν γίνει λιμάνι, όπως το ξέρουμε σήμερα, μέρα και νύχτα, χειμώνα και καλοκαίρι. Δεν είχε ρεπό, δεν ξεκουράζονταν, δεν «παροπλίστηκε» ούτε καν όταν πήρε σύνταξη.
Η δουλειά για εκείνον δεν ήταν αγγαρεία. Το λιμάνι ήταν η ίδια του η ζωή. Στην τελευταία μας συνομιλία πριν από λίγες μέρες, με ρώτησε αν θα πάω και φέτος διακοπές, θεωρώντας το δεδομένο ότι θα επιλέξω πάλι τη θάλασσα, την κοινή μας αγάπη. «Σοφιανέ, μην το αφήσεις πάλι τελευταία στιγμή. Φέτος γίνεται χαμός. Κατέβα το μεσημέρι να πάρεις τα εισιτήρια. Θα είμαι κι εγώ εκεί. Θα πάω να ξεκουραστώ καμιά ώρα και θα ξανακατέβω όταν έρθει το ΠΗΓΑΣΟΣ».
Μια ώρα τού αρκούσε για να ξεκουραστεί. 50 και πλέον χρόνια δουλειάς στην πλάτη και του αρκούσε μόνο μια ώρα… Μέχρι και λίγες ώρες πριν φύγει από τη ζωή, εξυπηρετούσε επιβάτες που έφευγαν για διακοπές. Γι΄αυτό και ο Νίκος Μηλιάδης δεν είχε πελάτες, είχε φίλους, είχε ανθρώπους που τον αγαπούσαν, είχε τα πληρώματα των πλοίων που τον θεωρούσαν οικογένειά τους κι όταν έρχονταν στην Καβάλα, είχαν έναν πατέρα, έναν κολλητό, ένα οικείο πρόσωπο να τους κάνει να νιώσουν σαν στο σπίτι τους.
Εξυπηρετικός με όλους, βοηθούσε τους πάντες, όπως μπορούσε, όσο μπορούσε, ακόμα κι αν δεν του το ζητούσαν. Τον ήξεραν όλοι οι καπετάνιοι, από την Καβάλα μέχρι τον Πειραιά και το Λαύριο, παλιότερα και οι καπετάνιοι των γκαζάδικων και των κρουαζιερόπλοιων. Τον εκτιμούσαν για το ήθος του, τον θαύμαζαν για το κουράγιο του, τον σέβονταν για την εργατικότητά του, τον αναζητούσαν για την ευχάριστη παρέα του.
Δύσκολο πράγμα να καταφέρεις να μην ακούγεται ούτε ένας κακός λόγος για ‘σένα, για μισό και πλέον αιώνα. Κι ο Νίκος Μηλιάδης το κατάφερε χωρίς να το προσπαθήσει, γιατί απλά αυτός ήταν ο χαρακτήρας του, ένας αγέρωχος καπετάνιος που έβλεπε τις «τρικυμίες» σαν να είναι «μπουνάτσες».
Στον Νίκο Μηλιάδη δεν αρμόζει επικήδειος. Άλλωστε δεν «απέπλευσε», ούτε θα «αποπλεύσει» ποτέ από το λιμάνι της Καβάλας. Θα είναι κοντά σε κάποιον καταπέλτη, θα αγχώνεται για κάποιον άγνωστο τουρίστα που δεν εξυπηρετήθηκε, θα στεναχωριέται για κάποιον καπετάνιο που έχει τις δικές του σκοτούρες.
Ένα «καλές θάλασσες» μπορώ μόνο να ξεστομίσω, κύριε Νίκο. Αυτό σας αξίζει, αυτό που εξασφαλίζατε τόσες δεκαετίες για επιβάτες και πληρώματα. Καλές θάλασσες…