Μνήμη Άλκη Παπαδημητρίου

Ο φίλος μου ήταν έτοιμος ανέκαθεν. Γνώριζε. Κι αυτό τον έκανε να ζήσει πολύ περισσότερο από όλους μας...


 

Του Κωστή Σιμιτσή

 


Μπήκε στο δωμάτιο και κάθησε ήσυχα πίσω από το γραφείο. Του πρότεινα να παίξουμε τάβλι αλλά χαμογέλασε. «Καλά, βρε Κωστή, αφού ήρθα να μιλήσουμε», μου το ξέκοψε ήρεμα και λίγο περιπαικτικά. Είχε δίκιο. Από το καλοκαίρι δεν είχαμε ξαναβρεθεί κι έφταναν Χριστούγεννα. Αλλά ήταν και δική του επιλογή. Δεν έβγαινε, δεν ερχόταν στις εκδρομές μας ούτε στα πάρτι μας. Έμενε στο σπίτι του, άκουγε μουσική, διάβαζε. Στοχαζόταν. Στοχαζόταν, όταν εμείς υποδυόμασταν τη δράση.

Η φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ‘70 απείχε έτη φωτός από την επαρχιακή Καβάλα. Απολαμβάναμε στα όρια της ακρότητας την ελευθερία, γευόμασταν τα πάντα, ορμούσαμε στις ιδεολογίες, στις αναλύσεις, στις αντιπαραθέσεις, παίζαμε στα δάχτυλα τον ιμπεριαλισμό, τον κομμουνισμό με ή χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο, τους σιδερένιους νόμους της ιστορικής εξέλιξης. Καμιά σχέση με τη χουντική γκριζάδα που η Καβάλα δεν είχε τινάξει ακόμη από πάνω της -και πολύ περισσότερο το Πράβι, που ήταν θαρρείς κάπου βαθιά χωμένο στη μακρινή ενδοχώρα.

Εκείνος αγαπούσε τα ομιχλώδη τοπία και την ανοιχτωσιά του κάμπου. Η θάλασσα δεν τον τραβούσε. Αλλά το καλοκαίρι με τις Δραμινές φίλες μας πήγαινε για ψάρεμα στην Πέραμο κι έκανε ζωηράδες. Καμιά φορά πηγαίναμε όλοι μαζί στις ανοιχτές ντίσκο της περιοχής.

Κουβέντιασε για λίγο με τον συγκάτοικο για τον δίσκο που είχε βάλει στο πικάπ. Ροκ, σκληρός ήχος, ουρλιαχτά. Μπορούσε να σχολιάσει τα πάντα. Αλλά είχε απορίες και ρωτούσε σα σφουγγάρι.

Μας εξήγησε τον λόγο της επίσκεψης. Ενδιαφερόταν για την ερμηνεία κάποιων νομικών όρων που χρειαζόταν να συμπεριλάβει στην εργασία του. Σπούδαζε οικονομικά. Του φαινόταν αδιανόητο να υπάρχουν σημεία στο δικό του κείμενο που να μη τα είχε κατανοήσει ο ίδιος στην εντέλεια.

Φεύγοντας μου έπιασε ελαφρά το χέρι. «Πότε θα παίξουμε μπαλάκια;». Γέλασα με το αστείο. Ήξερα ότι, ακόμη κι αν δεν είχε θέματα με την υγεία του, αποστρεφόταν το ποδόσφαιρο και δεν ήθελε να δει ούτε και το μικρό ξύλινο υποκατάστατο, που εκείνη την εποχή το εύρισκες μόνο στα σφαιριστήρια.
Η τελευταία του κουβέντα αφορούσε το όρθιο μαλλί του συγκάτοικου. «Πώς θα είναι όταν μεγαλώσεις»;
Έλα ντε!




Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που προοικονομούν τα μελλούμενα. Σαν αποστάγματα γεγονότων που δεν έφτασαν ακόμη, μερομήνια που προλέγουν χωρίς ακόμη να ξέρουμε τη σημασία τους ούτε την αλήθεια τους. Αλλά εμείς αδιαφορούμε. Αναπολούμε το παρελθόν και μένουμε άφωνοι μπροστά στο μέλλον που έρχεται γρήγορα. Εκτυφλωτικό, τόσο που δεν το βλέπουμε καθώς μας πλησιάζει.

Ο φίλος μου είχε μπει στη ζωή μου προτού γεννηθούμε, αφού ο παππούς του είχε βαφτίσει τον αδελφό μου. Το βενζινάδικο στην καρδιά της Ελευθερούπολης ήταν αναγκαία στάση κάθε φορά που τραβούσαμε για το Ποδοχώρι και τη Σαλονίκη. Ή όταν επιστρέφαμε. Από πάνω ήταν το σπίτι τους. Έχω τη ζωντανή ανάμνηση ενός όμορφα στολισμένου χριστουγεννιάτικου δένδρου κι ενός παιδικού τρένου που κυλούσε με φώτα που αναβόσβηναν σε τούνελ και διαβάσεις. Τώρα το μαγαζί είναι καφετέρια, βλέπεις άλλους ανθρώπους μέσα αλλά το κτίριο είναι ίδιο, οι τοίχοι, οι δρόμοι ίδιοι κι ας μην έχουν πια λάσπες και χώματα.

Θα ξαναβρώ τον φίλο μου στο γραφείο δίπλα από το δικηγορικό μου να ασκεί χρηματιστικές εργασίες. Στη Βουλγαρία να υποστηρίζει την επέκταση ελληνικών επιχειρήσεων. Στη Βουδαπέστη να δουλεύει για διεθνή οργανισμό. Όπου πήγαινε τον συνόδευε μια αύρα συμπάθειας, ευγένειας και εκτίμησης κι όταν έφευγε άφηνε πίσω του τη χαρά της συνεργασίας και μιας ανεπιτήδευτης και διαρκούς σχέσης. Όποιος τον γνώριζε συνδεόταν μαζί του για πάντα.

Αισθάνθηκα έτσι όταν για τέσσερα χρόνια συνεργαστήκαμε στον Δήμο κι έφερνε συνεχώς ιδέες και προγράμματα με τεράστια επιτυχία αλλά κι όταν μας αποχαιρέτησε το 2011 επειδή έπρεπε να γυρίσει στη Δράμα τιμώντας τη μακρόχρονη συνεργασία του με τον καινούργιο δήμαρχο.

Δυο μέρες πριν από τις πρόσφατες εκλογές του Μαΐου με κάλεσε στο τηλέφωνο. «Εσύ τρέχεις κι εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω. Τουλάχιστον στείλε μου λίγα ψηφοδέλτια». Πήγα ο ίδιος. Θυμηθήκαμε το τρέξιμο των εκλογών του 2006. Τη συμμετοχή του στην ομάδα του εκλογικού μου αγώνα. Τις ιδέες που κατέθετε με περιγραφή των ενεργειών και το χρονοδιάγραμμα που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Ήταν πολύ θεωρητικός, ποιητικός σχεδόν, και ταυτόχρονα είχε πρακτικό μυαλό και έδινε σαφείς και λεπτομερείς οδηγίες με απλό και κατανοητό τρόπο.

Στις εκλογές εκείνες είχε αυτοπροταθεί στο ΠΑΣΟΚ για το αξίωμα του υπερνομάρχη. Όμως οι φωστήρες των Αθηνών επέλεξαν την κοπέλα από την Ξάνθη, με τα γνωστά αποτελέσματα. Δεν πειράζει. Για μας ήταν καλύτερα, αφού έτσι τον είχαμε κοντά μας, πολύτιμο συνεργάτη, που γεννοβολούσε θετική ενέργεια κι έφερνε έναν κοσμοπολίτικο αέρα στο δημαρχείο.

Οι περισσότεροι από εμάς, τους θεωρούμενους υγιείς, ξεχνάμε πως όλα κάποτε τελειώνουν. Ξοδεύουμε τον χρόνο μας ασυλλόγιστα και δεν αποταμιεύουμε αισθήματα και εμπειρίες. Κι όταν εμφανιστεί ξαφνικά ένα πρόβλημα υγείας, ακόμη και μικρό, ένα κρυολόγημα έστω, τα χάνουμε, παρακαλάμε να μη μας συμβεί το χειρότερο, σπαράζουμε μπροστά στον τρόμο του αγνώστου που επέρχεται. Ο φίλος μου ήταν έτοιμος ανέκαθεν. Γνώριζε. Κι αυτό τον έκανε να ζήσει πολύ περισσότερο από όλους μας. Γιατί απολάμβανε σταγόνα – σταγόνα, λεπτό στο λεπτό, μέρα με τη μέρα, με χάρη και ακεραιότητα αυτό το θαύμα που μας χαρίζεται χωρίς να ερωτηθούμε και μας φορτώνεται με την ευθύνη να μη το ευτελίσουμε, τη ζωή.