Το μεγάλο ποτάμι

Ένα ανέκδοτο διήγημα για την Πρωτοχρονιά από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και του Φεστιβάλ Φιλίππων


 

Του Θοδωρή Γκόνη

 


Ηδυσκολία η πρώτη, η μεγάλη, ήταν να τον συλλάβει ζωντανό, να είναι μάλιστα αρσενικός, μεγάλος στο μέγεθος, πρεσβύτερος στην ηλικία και οργισμένος γιατί το κεντρί -ο ιός ο όξινος και διαφανής- ενός τέτοιου σκορπιού είναι το πλέον αψύ και φαρμακερό δηλητήριο και αλίμονό σου αν σε κεντήσει αυτός ο σκορπιός.

Είχε λάβει όμως τα μέτρα της, είχε δίπλα της και κοντά της το ύφασμα το βρεγμένο με την αμμωνία και ένα πυρακτωμένο σίδερο για να καυτηριάσει αμέσως την πληγή αν χρειαζόταν, αν και ποτέ όπως έλεγε δεν χρειάστηκε, πάντα τα κατάφερνε με μπαμπεσιά να τον συλλάβει γιατί αν ο σκορπιός καταλάβει πως κινδυνεύει, πως δεν έχει περιθώρια διαφυγής, σηκώνει την κυρτή δρεπανηφόρα ουρά του προς τα εμπρός, κεντρίζει τον εαυτό του και αυτοκτονεί, έτσι θα της ήταν άχρηστος, θα είχε χαθεί όλο το δηλητήριο που χρειαζόταν. Είχε λοιπόν τον τρόπο της, του έστρωνε τον δρόμο του με αράχνες και μυγάκια μικρά και αυτός πανευτυχής, βουλιμικός και ανυποψίαστος παγιδευότανε σε ένα γυάλινο δοχείο, ένα μπουκάλι σαν πάπια ούρησης, με στόμα φαρδύ, που όταν πια είχε μπει μέσα για τα καλά ο απερίσκεπτος επισκέπτης της, το βούλωνε, το καπάκωνε με έναν μεγάλο φελλό, αλλά στην άκρη άκρη του είχε ανοιγμένες δύο μικροσκοπικές τρυπούλες, σαν ματάκια, για να μπορεί να αναπνέει, γιατί έχει πνευμόνια και αυτό το ζωύφιο του Θεού, έτσι έλεγε.

Ολα αυτά έπρεπε να γίνουν νύχτα, όταν ο σκορπιός άφηνε τις χίλιες δυο απίθανες κρύπτες του και έβγαινε για τη θηρευτική του εκδρομή, νυκτόβιος, σκοτεινός και ιοβόλος όπως είναι.

Τον μήνα Αύγουστο, τη μέρα της εορτής του Αγίου Θεοδοσίου του νέου, είχε επιστρέψει από ολονυχτία και προσκύνημα έχοντας πάρει την ευλογία του Αγίου, το ίδιο εκείνο βράδυ έστρωσε το αυτοσχέδιο δίχτυ της για να συλλάβει, να αιχμαλωτίσει τον σκορπιό που είχε εντοπίσει κάτω από τις μεγάλες πέτρες της αυλής. Είχε τους λόγους της, τη χρονιά εκείνη είχε γεννηθεί ο πρώτος εγγονός της και το θέμα ήταν επείγον, θα έπρεπε να προετοιμαστεί να νοιαστεί για το πρώτο του γάλα, το γάλα της πρώτης του Πρωτοχρονιάς. Τα πράγματα έγιναν όπως τα είχε σχεδιάσει, φυλάκισε τον σκορπιό στη γυάλινη φυλακή του και τον κατέβασε με προσοχή στο υπόγειο του σπιτιού, με τον αργαλειό και τα δύο βαρέλια με το κρασί της Νεμέας. Καθημερινά μάζευε τις αράχνες με την ψηλή της σκούπα και τις έστελνε εξάδες εξάδες στον Μινώταυρο και Σκορπιό της, περιμένοντας να φτάσει ο χρόνος και ο καιρός, να έρθει το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, όταν θα μπει ο καινούργιος και πρώτος χρόνος του εγγονού της. Πρώτη Ιανουαρίου του 1957.

Μεσάνυχτα ακριβώς κατέβηκε στο υπόγειο και έφερε τον σκορπιό μέσα στη γυάλινη φυλακή του, στο αναμμένο τζάκι, έβγαλε τον φελλό και τον άδειασε προσεχτικά μέσα σε μια πήλινη χύτρα και την ακούμπησε πάνω στα κάρβουνα, ο σκορπιός προσπαθούσε να ανέβει τα τοιχώματα της χύτρας, αλλά μάταια, σε λίγο έγινε ένα κάρβουνο. Αυτό ήταν, αυτό ήθελε, έφερε το μπρίκι με το γάλα, το ζέστανε στη φωτιά, πήρε στη χούφτα της τον καρβουνιασμένο σκορπιό και τον έριξε μέσα στο γάλα, τον διέλυσε με το κουταλάκι το μικρό και κατόπιν έφερε το ποτήρι το μπακιρένιο και άδειασε το γάλα. Το γάλα κύλησε μαύρο, κατάμαυρο, σαν το κάρβουνο και το κατράμι. Το γάλα της ζωής. Πήρε τον εγγονό της από την κούνια στην αγκαλιά της χωρίς να τη βλέπει κανείς και του έδωσε να πιει ολόκληρο το ποτήρι.

Η φωτιά με τη φωτιά είπε και το φαρμάκι με το φαρμάκι και έβαλε την κούνια με το παιδί στο μεγάλο ποτάμι.

Πρώτη δημοσίευση: efsyn.gr