Άφεση αμαρτιών λόγω… κορονοϊού

Με τη νέα νομοθετική πρωτοβουλία για την παραγραφή υφ’ όρον εγκλημάτων με κριτήρια, εκδηλώνεται για ακόμη μια φορά η αδυναμία και η παθογένεια της Πολιτείας να τιμωρήσει αμετάκλητα το έγκλημα


 

Του Σταύρου Α. Καϊτατζή

 


Επίκειται πέμπτης (5ος) κατά σειρά Νόμος (έχει ήδη εισαχθεί προς ψήφιση) παραγραφής υφ’ όρον εγκλημάτων με κριτήρια, αφενός μεν το ύψος της απειλούμενης στον Νόμο ποινής (μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας) με πολλές όμως εξαιρέσεις, αφετέρου δε το ύψος της επιβληθείσας ποινής μέχρι έξι (6) μηνών που δεν έχει όμως καταστεί αμετάκλητη.

Το φαινόμενο αυτό της υφ’ όρον παραγραφής πλημμελημάτων δεν είναι καινούριο. Τα τελευταία δεκαπέντε (15) χρόνια, στον βωμό της «αποσυμφόρησης» των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων έχουν ψηφισθεί τέσσερις (4) Νόμοι και συγκεκριμένα οι ν. 3346/2005, 4043/2012, 4198/2013 και 4411/2016. Και αν στα δικαστήρια των Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά επικρατεί «συμφόρηση», έχω πολλές αμφιβολίες για την κατάσταση που επικρατεί στα υπόλοιπα Πρωτοδικεία και Εφετεία της χώρας.

Αναντίρρητα με την εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία εκδηλώνεται για ακόμη μια φορά η αδυναμία και η παθογένεια της Πολιτείας να τιμωρήσει αμετάκλητα το έγκλημα. Ο πολίτης-παθών χάνει την πίστη του για απονομή δικαιοσύνης στην υπόθεσή του, καθώς η τιμωρία του δράστη που προσέβαλε λ.χ. την τιμή και την υπόληψή του (εξύβριση) ή την προσωπική του ελευθερία (απειλή) ματαιώνεται μέσω της γνωστής πλέον οδού της παραγραφής υφ’ όρον.

Το πρόβλημα επιτείνεται αν αναλογιστεί κανείς ότι οι παθόντες έχουν ήδη πληρώσει το παράβολο της έγκλησης, αλλά και εκείνο της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, χρήματα που –μετά την παραγραφή– δεν έχουν αντίκρισμα πλέον στην ποινική διαδικασία!!!

Παράλληλα, και ο κατηγορούμενος που δεν έχει τελέσει την πράξη, χάνει το δικαίωμά του να κηρυχθεί αθώος δια της δικαστικής αποφάσεως, κουβαλώντας εσαεί το βάρος μιας «άδικης απαλλαγής».

Με τις νομοθετικές αυτές αλχημείες το Ποινικό Δίκαιο χάνει τη αξία του, τόσο σε προληπτικό όσο και σε κατασταλτικό επίπεδο, αφού η εφαρμογή του καθίσταται αβέβαιη.

Πρόκειται για μια «νομοθετημένη αρνησιδικία», αφού εδώ και δεκαπέντε (15) χρόνια, αδικήματα όπως η εξύβριση, απειλή κ.ά. παραγράφονται συνεχώς, ενώ από τα πινάκια των δικαστηρίων έχουμε δει να «φεύγουν» ακόμη και βαριά πλημμελήματα για τα οποία είχαν επιβληθεί ποινές (μη αμετάκλητες) φυλάκισης μέχρι έξι (6) μηνών.

Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ότι από τις 13 Μαρτίου 2020 υφίσταται αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Αποτέλεσμα της αναστολής είναι να έχουν ματαιωθεί στο σύνολό τους δικάσιμες και η εκδίκασή τους, όταν και όποτε οριστεί, είναι βέβαιο ότι θα επιβαρύνει τη δικαιοδοτική λειτουργία.

Λύση στα παραπάνω θα μπορούσε να αναζητηθεί στον προσφάτως ψηφισθέντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο οποίος προβλέπει την εφαρμογή των θεσμών της Ποινικής Διαταγής (άρθρο 409 επ ΚΠΔ) και της αποχής από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων (άρθρο 48 ΚΠΔ). Οι θεσμοί αυτοί είναι βέβαιο ότι κινούνται στην κατεύθυνση της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων.

Τελικά όμως επιλέγεται από τη νομοθετική εξουσία η πεπατημένη οδός (παραγραφή), αναιρώντας η ίδια (νομοθετική εξουσία) το προηγούμενο νομοθετικό της έργο (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

Μήπως με αυτό τον τρόπο τίθεται εν αμφιβόλω το κατά ποσό η δικαιοσύνη αποτελεί για τον πολίτη το ultimo refugium (τελευταίο καταφύγιο);


Ο Σταύρος Α. Καϊτατζής είναι δικηγόρος Καβάλας, κάτοχος ΜΔ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ