Ο μικρός τσαγκαράκος Λευτέρης Ξανθόπουλος

Μια ζωή παλιά κατεβαίνει από τον ουρανό και συναντά τις εικόνες της Καβάλας. Είναι νύχτα, το άσθμα σου σε ενοχλεί και ζητάς εισπνοές στα σοκάκια της Παναγίας...


 

Του Κοσμά Χαρπαντίδη

 


Στις 24 Φεβρουαρίου 2005, την ημέρα των εξηκοστών γενεθλίων του, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος έγραψε το ποίημα του «Ζήτημα ύψους», αφιερωμένο στη μνήμη του Νίκου Εγγονόπουλου που πέθανε το 1985 και το οποίο ποίημα κυκλοφόρησε στα γνωστά δίπτυχα που αφιέρωνε ο ίδιος σε φίλους και γνωστούς (κατά το συνήθειο του Καβάφη). Κατέχω το με αριθμό 39 αντίτυπο από τα 49 που είχε τυπώσει. Είναι ένα ποίημα που ζηλεύω και θα ήθελα με αυτό να συνοψίσω την εξηκονταετία μου στη ζωή κι εγώ, αλλά και τη σχέση μου με τον Λευτέρη.

Στο ποίημα αυτό ο Λευτέρης αφήνει να ξεδιπλωθεί η τέχνη του, ίσως και να ταυτίζεται με την επίμονη τέχνη του μικρού τσαγκαράκου (να ακολουηθήσουμε τα βήματα του ποιήματος):

Τον έφαγε η τσαγκαρική όλη μέρα από το
χάραμα ως τα μεσάνυχτα σκυμμένος πάνω
από το σιδερένιο καλαπόδι με το σφυρί και
τα ξυλόπροκα τις φόλες τη φαλτσέτα το
σουγλί καμπούριανε μάζεψαν οι ώμοι του
σκοτείνιασε το μούτρο του με άλλα λόγια
δεν τον άφησε να ζήσει όπως ήθελε  τον
ήπιε η τσαγκαρική αλλά και ο φόβος της
τσαγκαρικής

ώστε λοιπόν σε πίνει η τσαγκαρική, φίλε Λευτέρη, με έναn ιδιότυπο τρόπο σε ρουφά, σε εξουσιάζει, σε διεκδικεί για δικό της. Και μόνο σε αυτήν τη φράση να μέναμε θα γράφαμε ολόκληρο βιβλίο, όχι μόνο για τη δική σου ζωή, που αφιερώθηκε στην ποίηση και γιατί έζησες με τον τρόπο των ποιητών, αλλά και για τις ζωές όλων εκείνων που αφιερώθηκαν στην τσαγκαρική και στα εξήντα τους νιώθουν ότι τους ήπιε η τέχνη τους.

Και μέχρι την ώριμη ηλικία των εξήντα ετών η τσαγκαρική σου μας έχει δώσει έξι ποιητική βιβλία κι ένα πεζό, στο οποίο η ποίηση ματώνει πάνω στο αγκωνάρι της πραγματικότητας, προσπαθεί να την νικήσει και τα καταφέρνει εν τέλει. Θα μπορούσε να είναι παραπάνω, αλλά ήδη κατάφερες να συντονίσεις το χώρο σου, την μαστορική σου, τους προγόνους σου, την Καβάλα και την υγρασία του καπνού της, τον πατέρα και τους δρόμους των ποιητών, τη μοναξιά τους, την θρησκευτικότητα με την οποία πλησιάζεις τον κόσμο και τον άνθρωπο, την αγιοσύνη της καθημερινότητας, την αξιοσύνη της τέχνης που ποτέ δεν είναι ευχαριστημένη, που γράφει και πετάει και κεντάει ολοένα για να βγει το αποτέλεσμα που ονειρεύεται και κυρίως  επιμένει να μείνει στην τέχνη του, να μην μετακινηθεί από αυτήν, να μην την προδώσει, κι η ζωή γύρω να βουίζει, να τρέχει με ταχύτητες ιλιγγιώδεις απαιτήσεις-υποχρεώσεις κι εσύ να μην θέλεις να την προλάβεις, να ζεις στη τέχνη σου, σκυμμένος μέχρι να γίνεις ένα ρόιδι μαραμένο ένα ρόιδι σπασμένο και έτσι ποιος να σε προσεγγίσει, ποιος να σε ανεβάσει στο βάθρο, όταν  εσύ τους γύριζες την πλάτη επιμένοντας στην τσαγκαρική σου, που δεν θα εγκατέλειπες ποτέ. Κι όχι λέξεις περιττές, φράσεις που δεν καίνε, θήτευσες σε μάστορες του λίγου και αυτούς προέβαλες μέσα από το σκηνοθετικό σου έργο (Σαχτούρης, Εγγονόπουλος, Κατσαρός). Στο βάθος και ο Αλεξανδρινός.

Λευτέρη, δεν ξέρω τι σημαίνει η φράση δεν τον άφησε να ζήσει όπως ήθελε, πιθανόν κι εσύ στα εξήντα σου να μην ήσουν σίγουρος πως θα ήθελες να ζήσεις, πόσο η τσαγκαρική σου είχε αναστείλει την ζωή των απλών ανθρώπων, πάντως ο ποιητής, ο κάθε ποιητής θεωρεί ότι η ζωή είναι έξω από αυτό που ζει την κάθε φορά, αυτή την αυθεντική ζωή που οι τίμιοι τσαγκαράκοι δεν ζουν, δεν είναι προορισμένοι να ζήσουν και σίγουρα Λευτέρη δεν μπορώ να πω ότι η ζωή που ζήσαμε ήταν η αυθεντική μας, ή αυθεντικό είναι αυτό που μας διαφεύγει πάντα, το ανέφικτο, αυτό που δεν ζήσαμε. Τρέχουμε πίσω από το ανέφικτο, μένοντας για πάντα με την γεύση ότι δεν το κατακτούμε, ωστόσο δεν παραδεχόμαστε κιόλας ότι δεν θα θέλαμε να ζήσουμε, γιατί η ζωή είναι έξω από το εργαστήρι, πάντα έξω ήταν και απλώνεται μαυλιστική.

Ο μόχθος σου σε εξίσωνε με το μόχθο των άλλων και αγαπούσες τους ήρωες, που δακρύζουν στη θέση δουλειάς, που θυσιάζονται για να ζήσουν καλύτερα οι άλλοι, και στην ζωή αυτών πατάς για να βγεις στο φως, άσχετα με το που ζουν και πως δαπανούν το κεφάλαιο της ζωής τους, εσένα αυτοί σε ενδιαφέρουν και ο πόνος τους, ωστόσο μέσα από το μόχθο έχουμε το ενδιάμεσο να ζήσουμε, όσο κι αν μας καταπίνει ο φόβος της τσαγκαρικής, ο φόβος της  συνεχούς αυτοκριτικής να φτάσεις στα όρια αυτών που αγαπούσες. Πόσο άραγε πέταξες, πόσα πετάξαμε, σχέδια χαρτιά, ατελή καλούπια, λέξεις, οράματα, ταινίες, βάρη, πόσο αργά ωριμάζει η βαρύτιμη ποιητική σου, αλλά μένει βαριά στο χρόνο και τον χαράζει.

Τριγυρνάς αργά στον χρόνο σαν εκείνη την χελώνα που κουβαλάει το σπίτι της χωρίς βιάση, αυτήν που υιοθέτησες για να σε εκφράσει. Ένα παιχνίδι, ένα ex libris που σε συνόδευε παντού, φορτωμένη με κομμάτι φιλμ για σπίτι της.

Πως είπαν οι γνωστοί κι οι φίλοι του
Καλός άνθρωπος, καλό παιδί μα λιγάκι
Παραπάνω κουτούτσικος  ο καημένος

Κι έτσι έμεινες, αγνός, χωρίς καμιά παραχώρηση στην εμπορικότητα και το πιασάρικο, χωρίς να υποχωρήσεις ποτέ, με μια επιμονή που δεν σ’ έκανε ποτέ αγοραίο, ενώ ένα αλληθώρισμά σου θα σου πρόσφερε χρήμα κι αναγνώριση. Βλέποντάς σε να απωθείς την χυδαιότητα και να λάμπεις μέσα στην έμπνευση, θεωρούσα ότι δεν είσαι μακριά με αυτή τη φράση από το πάνθεον των ηλιθίων της οικογένειας του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Κουτούτσικος με την αγοραία τιμή, προσηλωμένος στην ακριβή τέχνη σου και σε τίποτα άλλο. Το χρήμα νοιάζει ανθρώπους που ποτέ στην ζωή τους δεν υπήρξαν ποιητές, μου έλεγες.

Ακούω το συνεχές περπάτημα στους στίχους, τα ποιήματα και την επιμονή σε έναν κόσμο που πρέπει να αναδυθεί γιατί του  αξίζει. Δέκα έγιναν οι συλλογές που μας παρέδωσες. Αυξήθηκαν οι μελέτες και τα πεζά. Μια ζωή παλιά κατεβαίνει από τον ουρανό και συναντά τις εικόνες της Καβάλας. Είναι νύχτα, το άσθμα σου σε ενοχλεί και ζητάς εισπνοές στα σοκάκια της Παναγίας. Κάτι ζορίζει τον ποιητή και τον κάνει έξαλλο με τις ελλείψεις της ζωής, τον στρέφει στην επιμονή και την τσαγκαρική. Δεν θα σταματήσεις ποτέ να γράφεις – είτε στην εικόνα είτε στο  χαρτί. Δεν θα σταματήσεις να λάμπεις σαν ένα πρότυπο επιδραστικό, που θέλω να φτάσω, μικρέ μου, μεγάλε τσαγκαράκο.


Το κείμενο διαβάστηκε την Κυριακή 2 Αυγούστου 2020 στον θερινό κινηματογράφο «Ζέφυρο» στην Καβάλα, στο πλαίσιο του διήμερου αφιερώματος «Λευτέρης Ξανθόπουλος. Επιστρέφοντας στην Καβάλα» που διοργάνωσε ο Δήμος Καβάλας σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φίλων Γραμμάτων & Τεχνών Καβάλας